Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Μακεδονικό: αυτοπροσδιορισμός και σύνθετη ονομασία

Δαμιανός, Παπαδημητρόπουλος

Αυγή της Κυριακής, 2008-06-22


Αντικείμενο αυτής της ομιλίας είναι ο "νέος διχασμός" που εμφανίζεται στους κόλπους της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς ανάμεσα στους οπαδούς του συμβιβασμού, οι οποίοι αναζητούν μια μέση λύση, που να μοιράζει κατά κάποιον τρόπο το όνομα ανάμεσα στα δύο έθνη, και τους αντιπάλους του συμβιβασμού από την άλλη -- που βέβαια καμία σχέση δεν έχουν με την πλειοψηφούσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας παράταξη των ασυμβίβαστων. Οι δικοί μας αντίπαλοι του συμβιβασμού αποκρούουν κάθε συζήτηση και διαπραγμάτευση για το όνομα, όχι από υπερβολική ελληνοφροσύνη, αλλά γιατί θεωρούν ότι δι’ αυτής παραβιάζεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του γειτονικού λαού.

Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε αυτή η ιστορία με το όνομα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προσωπικά είχα υποστηρίξει την άποψη του συμβιβασμού, του να μοιραστούμε το όνομα, και την άποψη αυτή εξακολουθώ να τη διατηρώ και σήμερα. Τότε λοιπόν, το 1990-91, έχοντας αυτή την άποψη βρισκόμουν στην πρώτη γραμμή της αντιεθνικιστικής πρωτοπορίας και σήμερα, παραμένοντας στην ίδια ακριβώς άποψη, αντιμετωπίζομαι ως μια ακόμη φωνή της πλειοψηφούσας εθνικιστικής, αντιδραστικής χορωδίας. Ένας φίλος, μάλιστα, μου είπε ότι οι απόψεις μου δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές του Παπαθεμελή, εννοώντας ότι και οι δύο θέλουμε να βαφτίσουμε το γειτονικό κράτος -- με διαφορετικό ίσως όνομα ο καθένας. Ένας αμερικανός συγγραφέας έχει γράψει ότι "χρειάζονται μόλις 20 χρόνια σε έναν ριζοσπάστη για να καταλήξει συντηρητικός, χωρίς να αλλάξει ούτε μιαν ιδέα". Ίσως λοιπόν κι εγώ να συμπλήρωσα την εικοσαετία που μου αναλογεί στην αναπόφευκτη πορεία προς τον συντηρητισμό, αν και το σχήμα χαλάει ως προς την αφετηρία του, αφού ποτέ μου δεν ξεκίνησα ως ριζοσπάστης.

Θα πρέπει λοιπόν να γυρίσουμε 15-20 χρόνια πίσω για να ανιχνεύσουμε ποια ήταν τα δεδομένα και ποιος ο πυρήνας των σκέψεων που οδήγησαν μερικούς από μας στο στρατόπεδο του συμβιβασμού, προκειμένου να δούμε αν κάποιο από τα δεδομένα έχει αλλάξει στην πορεία ή αν κάποια πράγματα τα σκεφτήκαμε λάθος, και επομένως μήπως πρέπει σήμερα να αλλάξουμε στάση. Έχει σημασία να γυρίσουμε πίσω και να δούμε τι σκεφτόμασταν εμείς τότε, γιατί σήμερα το στρατόπεδο των οπαδών του συμβιβασμού έχει μεν διευρυνθεί, αλλά κυριαρχείται αποκλειστικά από το επιχείρημα του πολιτικού ρεαλισμού. Κάποιοι δηλαδή, βλέποντας ότι δεν μπορούν να τα κερδίσουν όλα, αποφάσισαν να διεκδικήσουν τα μισά ή, εν πάση περιπτώσει, όσα περισσότερα μπορούν. Εμείς τότε δεν σκεφτόμασταν έτσι.

Ρεαλισμός άλλου τύπου

Νομίζω ότι το δικό μας σκεπτικό σφραγίστηκε από τη διαπίστωση, την επίγνωση πιο σωστά, ότι από την άλλη πλευρά, τη βόρεια πλευρά των συνόρων έχει συντελεσθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά μια εθνογένεση με όλη τη σημασία και όλα τα χαρακτηριστικά του όρου~ ότι, επομένως, είχε συντελεστεί και ολοκληρωθεί ο σχηματισμός ενός έθνους, το οποίο στη δεκαετία του 1990, καθώς έβγαινε μέσα από τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ζητούσε να σχηματίσει το δικό του ανεξάρτητο κράτος ως τελευταίο στάδιο της εθνικής του ολοκλήρωσης. Αυτή η επίγνωση ήταν, νομίζω, που μας χώριζε από το κύριο ρεύμα σκέψης τότε στην Ελλάδα (σκέψης εντός εισαγωγικών ίσως), που προσπαθούσε με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και αφορισμούς, όπως "γυφτοσκοπιανοί" και άλλα παρόμοια, να μειώσει, να θολώσει και τελικά να αποτρέψει το δικαίωμα της αναγνώρισης του γειτονικού λαού ως έθνους ισότιμου με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη, μικρά ή μεγάλα. Αυτή η σκληρή διαπίστωση, ότι δηλαδή η συντέλεση ενός τέτοιου έθνους δεν αναιρείται με φωνές και διαδηλώσεις ή και με διεθνείς αποφάσεις, ότι, αν θέλετε, δεν αναιρείται παρά μόνο διά της εξοντώσεως όλων των φυσικών φορέων της δεδομένης εθνικής ιδέας (να τους σφάξουμε δηλαδή, πράγμα που κάποτε συνηθιζόταν, αλλά όχι στις μέρες μας) ήταν που οδηγούσε αναπόδραστα στη λογική της συμβίωσης και του συμβιβασμού. Ήταν κι αυτό ένα είδος ρεαλισμού, αλλά κάπως διαφορετικού.

Αν θέλετε, ένα δεύτερο στοιχείο, που συμπλήρωνε το πρώτο και οδηγούσε στην ίδια λογική, ήταν η γνώση πως η μη ορθολογικότητα, το επιστημονικά ατεκμηρίωτο κάποιων στοιχείων της εθνικής ταυτότητας του γειτονικού έθνους δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη συγκρότηση μόνον αυτού του έθνους, αλλά κάθε έθνους. Η συγκρότηση της εθνικής κοινότητας πέραν των άλλων και στο επίπεδο του φαντασιακού είναι αναγκαίο γνώρισμα όλων των εθνών~ και, με αυτή την έννοια, εκείνο που για πολλούς εδώ στην Ελλάδα αποτελούσε αντικείμενο κριτικής το οποίο τάχα απεδείκνυε την ιστορική αβασιμότητα της ύπαρξης του γειτονικού έθνους, για μας δεν ήταν παρά μια ακόμα επιβεβαίωση της κανονικότητας αυτής της ύπαρξης.

Δύο μακεδονικότητες

Αυτά ως προς τη μια πλευρά της διένεξης. Για να στηθεί όμως ένας καβγάς, χρειάζονται δύο. Από την από δω πλευρά, από την ελληνική μεριά των συνόρων, έχουμε στο ίδιο σχεδόν χρονικό διάστημα μια παρόμοια και, θα έλεγα, εξίσου σοβαρή εξέλιξη. Αρχής γενομένης με τον Μακεδονικό Αγώνα και την κατάκτηση της ελληνικής Μακεδονίας, με βάση τον εδαφικό χώρο που αποκτήθηκε τότε, με μαγιά τους γηγενείς Έλληνες της Μακεδονίας και μέσω της έλευσης αργότερα ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρασία και τη Βουλγαρία και, τέλος, στο ιδεολογικό επίπεδο, βοηθούσης της υιοθέτησης του ρομαντικής έμπνευσης εθνικού προτύπου με την αρχαιοελληνική αφετηρία μετά την εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας, ενός προτύπου αναβίωσης της αρχαίας Ελλάδας, συγκροτήθηκε --κάποιοι άλλοι θα έλεγαν ανασυστάθηκε-- από την από δω πλευρά η ελληνική μακεδονικότητα. Τη μακεδονική ταυτότητα στο πλαίσιο του ελληνικού έθνους την έφεραν μεν, ως ιδιαίτερη εθνική υποομάδα, οι κάτοικοι της ελληνικής πλευράς της Μακεδονίας, γηγενείς ή πρόσφυγες (ιδίως οι τελευταίοι, έχοντας χάσει όχι μόνο την πατρίδα αλλά και την ταυτότητά τους, βρήκαν στη μακεδονικότητα μια νέα στέγη), όμως η ταυτότητα αυτή είχε καταστεί στοιχείο της εθνικής ταυτότητας όλων των Ελλήνων.

Ανάμεσα στις δύο αυτές μακεδονικότητες, τη σλαβομακεδονική και την ελληνική, είναι άγονο, είναι άτοπο και, θα έλεγα, αθέμιτο να κάνουμε συγκρίσεις προκειμένου να αποφασίσουμε, με βάση κάποια πραγματολογικά ή άλλα στοιχεία, ποιος από τους δύο έχει μεγαλύτερα ή και αποκλειστικά δικαιώματα στη μακεδονικότητα. Η πραγματική Ιστορία και οι τίτλοι που αυτή απονέμει δεν ενδιαφέρουν εδώ~ αντίθετα, αυτό που είναι το σημαντικό και πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η μακεδονικότητα αποτελεί στοιχείο δύο διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων. Αυτή είναι η βάση της διένεξης.

Τι σημαίνει όμως μακεδονικότητα για τους μεν και για τους δε; Ο όρος |Μακεδονία| δεν είναι απλώς ένα σημαίνον, μια λέξη, στην οποία συμπίπτουν και την οποία διεκδικούν δύο διαφορετικά έθνη. Αν οι δύο λαοί διεκδικούσαν το ίδιο σημαίνον, τον όρο |Μακεδονία|, προκειμένου να περιγράψουν με διαφορετικό τρόπο τελείως ξεχωριστά σημαινόμενα, δεν θα υπήρχε πρόβλημα ή, εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα θα ήταν πολύ απλό στην επίλυσή του. Όμως, στην περίπτωσή μας, και προϊόντος του χρόνου, η χρήση του σημαίνοντος |Μακεδονία| από τα δύο έθνη άρχισε να περιγράφει εν μέρει τα αυτά σημαινόμενα, είτε όσον αφορά το έδαφος είτε όσον αφορά το ιστορικό παρελθόν, ακόμα και τους καταγωγικούς μύθους που πάνε πίσω στα αρχαία χρόνια. Δεν είναι λοιπόν μια λέξη, ένας ήχος το πρόβλημα, αλλά το γεγονός ότι δι’ αυτής σημαίνεται η μερική εισχώρηση της εθνικής ταυτότητας του ενός στην εθνική ταυτότητα του άλλου. Μια εισχώρηση που, όσο περνάν τα χρόνια και δεν βρίσκεται έδαφος συνεννόησης, διαρκώς εντείνεται, καθιστώντας τη συνεννόηση όλο και πιο δύσκολη στο μέλλον.

Το μακεδονικό "πατέντο"

Αυτά ως προς την περιγραφή της διένεξης. Θα πρέπει να δούμε όμως σε ποιο πλαίσιο, με ποιον τρόπο, ενώπιον ποίου δικαστηρίου προσπαθούν τα δύο έθνη να λύσουν το πρόβλημα, το καθένα βέβαια ανάλογα με τα συμφέροντά του.

Εκείνο που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όξυνε την υφέρπουσα διένεξη και την έβγαλε στην επιφάνεια ήταν η προοπτική της σλαβικής πλευράς να βγει από το καθεστώς του μέλους ενός ευρύτερου κράτους και να αποκτήσει αυτόνομη εθνική υπόσταση. Κατά την ελληνική αντίληψη, αυτή η εξέλιξη θα διατάρασσε τη λανθάνουσα ισορροπία που υπήρχε ως τότε ανάμεσα στις δύο Μακεδονίες, που αποτελούσαν και οι δύο τμήματα ευρυτέρων κρατών, και θα δημιουργούσε συνθήκες ευνοϊκές για την ανεξάρτητη Μακεδονία, ώστε να μονοπωλήσει και τελικά να κερδίσει διεθνώς τη μάχη της μακεδονικότητας. Ότι αυτή ήταν η αποφασιστική διαταραχή της ισορροπίας φαίνεται και από το γεγονός ότι λίγα χρόνια αργότερα, το 1994, με την ενδιάμεση συμφωνία, η Ελλάδα δέχθηκε τη διεθνή ονομασία "Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας", κι ας περιείχε τον όρο |Μακεδονία|, και άρα αντέβαινε στην εθνική γραμμή και την απόφαση των πολιτικών αρχηγών, ακριβώς γιατί η ονομασία αυτή επανέφερε το προηγούμενο στάτους κβο και ενέτασσε και πάλι τη Δημοκρατία της Μακεδονίας στην ευρύτερη Γιουγκοσλαβία. Επομένως, η αντίδραση της Ελλάδας, όλος αυτός ο ξεσηκωμός του 1991-92 δεν αφορούσε στην πραγματικότητα το γεγονός ότι πέρα από τα βόρεια σύνορά μας ένας άλλος λαός αυτοπροσδιοριζόταν ως μακεδονικός. Δεν λέω βέβαια ότι αυτό μας άρεσε, λέω όμως ότι επί δεκαετίες το είχαμε αποδεχθεί, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς και γιατί μεγαλύτερη σημασία για μας, αν το καλοσκεφτούμε, από τον αυτοπροσδιορισμό των γειτόνων μας ως Μακεδόνων, έχει το πώς τους προσδιορίζουν όλοι οι άλλοι. Αυτό ήταν το επίμαχο θέμα. Επομένως, ο όλος καβγάς, η όλη διένεξη, αντανακλούσε τον αγώνα που έδιναν ενώπιον της διεθνούς κοινότητας τα δύο έθνη για το ποιο από τα δύο θα κερδίσει για τον εαυτό του τα δικαιώματα της μακεδονικότητας, ποιο θα εναρμονίσει τις διεθνείς αντιλήψεις με τη δική του εθνική ιδεολογία. Η ποινή για τον χαμένο αυτού του αγώνα θα ήταν να δει στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας να αντιφάσκουν, να μη στέκουν και να διαψεύδονται σε διεθνές επίπεδο. Με άλλα λόγια και με ορολογία της αγοράς, ο καβγάς αφορούσε και αφορά από ελληνικής κυρίως πλευράς το διεθνές "πατέντο" του όρου |Μακεδονία-μακεδονικός| (ας θυμηθούμε το ελυτικό "το όνομά μας είναι η ψυχή μας), το οποίο με την ανεξαρτητοποίηση της σλαβικής πλευράς φαινόταν να κρίνεται ντε φάκτο υπέρ αυτής. Με την ίδια έννοια (και πάλι αν το καλοσκεφτούμε) η πρότασή μας, η άποψή μας, να τα βρούμε στη μέση, να μοιραστούμε το όνομα, αφορούσε και αφορά ακριβώς αυτό: το διεθνές "πατέντο".

Ετεροπροσδιορισμός και αυτοπροσδιορισμός

Μπαίνουμε έτσι στην ουσία της διαφοράς μεταξύ των οπαδών του συμβιβασμού από τη μία, και των οπαδών του αυτοπροσδιορισμού από την άλλη, μια διαφορά που αντανακλά κι αυτή τον γενικότερο χαοτικό τρόπο με τον οποίο έχει διεξαχθεί η συζήτηση για το Μακεδονικό στην Ελλάδα. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε όχι μόνο στους ξένους αλλά ούτε και στους εαυτούς μας ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημα, τι μας φταίει σ’ αυτή την ιστορία και, βέβαια, τι από όλα όσα μας φταίνε είναι θεμιτό να διεκδικούμε και τι όχι.

Νομίζω λοιπόν ότι ούτε είναι θεμιτό να διεκδικούμε, ούτε είμαστε σε θέση να διεκδικούμε και, σε τελευταία ανάλυση, δεν διεκδικούμε (ασχέτως αν το έχουμε συνειδητοποιήσει) την άρση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των γειτόνων μας, το πώς θα αποκαλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους και τη χώρα τους. Το δικαίωμα αυτό το έχουμε στην πράξη αποδεχθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, και δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Στο θέμα αυτό συμφωνώ απολύτως με όσους επικαλούνται αυτό το δικαίωμα και συμφωνώ και με τις προτάσεις του Μάθιου Νίμιτς, οι οποίες αφήνουν εκτός συζήτησης και διαπραγμάτευσης καθετί που έχει σχέση με ζητήματα αυτοπροσδιορισμού, με την ελευθερία να αποκαλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους και τη χώρα τους όπως νομίζουν.

Αλλ’ ο κ. Νίμιτς (που είναι Αμερικανός και θα πρέπει να πούμε εδώ ότι οι Αμερικανοί και γενικότερα οι Αγγλοσάξονες είναι διδάκτορες στα θέματα του φιλελευθερισμού, από τον οποίο απορρέει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και όλα τα δικαιώματα γενικότερα) δεν θεωρεί ότι ο σεβασμός του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού εξαντλεί και τη διαπραγμάτευση. Σύμφωνα με τις προτάσεις Νίμιτς, υπάρχει έδαφος για διαπραγμάτευση και συμβιβασμό όσον αφορά τη διεθνή ονομασία της χώρας, το διεθνές "πατέντο" που λέγαμε. Αυτό είναι το επίδικο αντικείμενο στο οποίο καλούμαστε να βρούμε μια μέση λύση, μια λύση που θα μοιράζει διεθνώς το όνομα, που θα αφήνει χώρο και σε μιαν άλλη Μακεδονία και θα ικανοποιεί μερικώς και τους δύο. Επομένως, η διαπραγμάτευση δεν αφορά το πώς εγώ αυτοπροσδιορίζομαι --αυτό είναι δικαίωμά μου αδιαπραγμάτευτο--, αλλά το πώς με ετεροπροσδιορίζουν οι άλλοι. Οφείλουν άραγε αυτοί οι δύο προσδιορισμοί να συμπίπτουν, όπως μοιάζει να υποβάλλει μια ορισμένη αντίληψη του πολιτικά ορθού;

Θεωρώ ότι ο ετεροπροσδιορισμός, το πώς προσδιορίζει ο Α τον Β είναι αρχικώς μεν και στο πλαίσιο ενός γενικευμένου φιλελευθερισμού δικαίωμα που ασκεί σχετικώς αυθαίρετα (ελεύθερα) ο προσδιορίζων, τελικώς όμως, και στον βαθμό που θέλουμε να ζούμε σε μια κοινωνία, το αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος αυτού πρέπει να γίνει αποδεκτό, ρητά ή άρρητα, και από τον ετεροπροσδιοριζόμενο. Είναι λοιπόν ο ετεροπροσδιορισμός αποτέλεσμα μιας σύμβασης, ρητής ή άρρητης ανάμεσα στον Α και τον Β. Συνήθως ο ετεροπροσδιορισμος συμπίπτει με τον αυτοπροσδιορισμό, αλλά όχι πάντα. Όταν δύο λαοί, π.χ., έχουν ιστορικές δοσοληψίες είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο να προσδιορίζει ο ένας τον άλλο όπως του προκύπτει μέσα από τη γλώσσα του και από την όλη ιστορικά καθιερωμένη εντός του προσδιορίζοντος έθνους εννοιολογική συγκρότηση. Αυτού του είδους ο ετεροπροσδιορισμός γίνεται ανεκτός ως κάτι απόλυτα αυτονόητο από το προσδιοριζόμενο έθνος, οπότε η σύμβαση είναι άρρητη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανία, όπου οι ίδιοι αποκαλούν τον εαυτό τους "Deutsch" και άλλοι τους λένε "Allemand", "Germans", "Tedeschi" και πάει λέγοντας. Ενιαία διεθνής ονομασία της Γερμανίας, με την έννοια που συζητάμε τώρα, δεν υπάρχει καν~ η διεθνής της ονομασία είναι ανάλογη με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε φορά. Έτσι, η Γερμανία παρελαύνει στους Ολυμπιακούς Αγώνες με δύο ταμπέλες, ως Germany και ως Allemagne, και οι ίδιοι οι Γερμανοί, όταν μιλούν ξένη γλώσσα, αυτοπροσδιορίζονται σύμφωνα με τις επιταγές της γλώσσας που χρησιμοποιούν. Σέβονται δηλαδή το δικαίωμα, θα έλεγα τη λειτουργία, της κάθε γλώσσας να προσδιορίζει τα πάντα, ακόμα και να ετεροπροσδιορίζει τους ίδιους. Και το ίδιο κάνουμε κι εμείς οι Έλληνες, που όλοι μας λένε Greeks, Grecs κλπ., κι έτσι αποκαλούμε κι εμείς τον εαυτό μας στο εξωτερικό όταν μας ρωτούν από πού είμαστε, εκτός πια κι αν είμαστε ψώνια. Επομένως, ο αυτοπροσδιορισμός και ο ετεροπροσδιορισμός δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη, ο δε ετεροπροσδιορισμός γίνεται συνήθως άρρητα αποδεκτός από τον προσδιοριζόμενο ως κάτι το αυτονόητο, όταν τουλάχιστον δεν υπάρχει δόλος ή υστεροβουλία. Γιατί όταν υπάρχει υστεροβουλία ο ετεροπροσδιορισμός δεν γίνεται αποδεκτός, και τότε δεν μιλάμε για όνομα αλλά για παρατσούκλι.

Στην προκειμένη περίπτωση της διαμάχης για το όνομα, είναι προφανές ότι υπάρχει και δόλος και υστεροβουλία, παίζεται κάτι δηλαδή πίσω από το θέμα της ονομασίας, και γι’ αυτό ο προσδιοριζόμενος θέλει και πρέπει να έχει λόγο στο πώς θα τον προσδιορίσουν οι άλλοι. Η συμφωνία επομένως θα πρέπει να είναι ρητή, να έρθει μέσα από διαπραγματεύσεις, γιατί ο σκοπός της ονοματοδοσίας, όπως και κάθε άλλης κοινωνικής (διεθνούς) σύμβασης, είναι να αναγνωρίζονται όλοι και να συνεννοούνται όλοι μέσα απ’ αυτή, ώστε να υπάρχει επικοινωνία. Θα πρέπει τα γράμματα να φτάνουν στον προορισμό τους και να μην επιστρέφονται ως απαράδεκτα, το ίδιο και οι άνθρωποι, τα εμπορεύματα κ.ο.κ.

***

Ανακεφαλαιώνουμε, λοιπόν: σήμερα υπάρχουν, έχουν συγκροτηθεί, δύο Μακεδονίες και δύο μακεδονικότητες εκατέρωθεν των συνόρων. Ως έθνη ή (στην ελληνική περίπτωση) ιδιαίτερα τμήματα ευρύτερου έθνους, δικαιούνται και πρέπει να έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Όπως εμείς δεν θέλουμε να έρθει κανένας Νίμιτς και να μας πει ότι τη δική μας Μακεδονία και τους δικούς μας Μακεδόνες δεν πρέπει εμείς, στη γλώσσα μας, να τους αποκαλούμε έτσι και θα πρέπει να τους βάζουμε κάποιο διακριτικό μπροστά, έτσι θα πρέπει να αναγνωρίσουμε το ίδιο αυτό δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και στους Μακεδόνες της άλλης πλευράς, τους καθ’ ημάς Σλαβομακεδόνες. Ως εθνικισμοί, οι δύο αυτές μακεδονικότητες μάχονται για να εναρμονίσουν τις διεθνείς αντιλήψεις με τη δική τους εθνική ιδεολογία. Σε αυτό το επίπεδο της διεθνούς ονομασίας υπάρχει έδαφος για έναν συμβιβασμό για μια μοιρασιά του ονόματος, και αυτός ο συμβιβασμός και δίκαιος μου μοιάζει και καταπραϋντικά ως προς την όξυνση του εθνικισμού αποτελέσματα θα έχει (εξακολουθώ, επομένως, να διεκδικώ το δικαίωμα να κατατάσσω την άποψή μου στις αντιεθνικιστές απόψεις, θα έλεγα μάλιστα --από τη σκοπιά των αποτελεσμάτων και όχι των προθέσεων-- στις κατεξοχήν αντιεθνικιστικές). Τέλος, αυτή η μη ταύτιση του αυτοπροσδιορισμού με τον ετεροπροσδιορισμό, της συνταγματικής ονομασίας με τη διεθνή ονομασία, δεν είναι κάτι ούτε πρωτόφαντο ούτε ανεπίτρεπτο, αλλά στην περίπτωσή μας, επειδή δεν είναι και αθώα, η διεθνής ονομασία δεν μπορεί να είναι μια χαλαρή, αυτονόητη υπόθεση, αλλά αποτέλεσμα μιας ρητής σύμβασης όλων των μερών.

Αυτές ακριβώς είναι και οι προβλέψεις του πακέτου Νίμιτς και, αν θέλετε, όλα όσα προανέφερα δεν είναι παρά μια συνηγορία υπέρ των προβλέψεων αυτών: καμία διαπραγμάτευση για τη συνταγματική ονομασία (λόγω του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού), σεβασμός εκατέρωθεν στο δικαίωμα της άλλης πλευράς να χρησιμοποιεί ελεύθερα και κατά το δοκούν τους όρους |Μακεδονία-μακεδονικός| στο εσωτερικό της, διαπραγμάτευση και συμφωνία όσον αφορά τη διεθνή ονομασία και, τέλος, ελεύθερες διμερείς αναγνωρίσεις με όποια από τις δύο ονομασίες, συνταγματική ή διεθνή, επιλέξει η αναγνωρίζουσα χώρα. Οι εγχώριες αντιρρήσεις στις προβλέψεις αυτές του πακέτου (π.χ. το ΠΑΣΟΚ μιλάει για μία ενιαία ονομασία, δηλαδή η συνταγματική να προσαρμοστεί στη διεθνή, πράγμα που τινάζει στον αέρα το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού, η ΝΔ επίσης δεν είναι σαφής σ’ αυτό το θέμα, όπως και στο θέμα των διμερών αναγνωρίσεων) απλώς αντικατοπτρίζουν αλλά και αναπαράγουν και διαιωνίζουν τη σύγχυση των όρων υπό τους οποίους συζητείται (;) στη χώρα μας αυτή η υπόθεση, στην οποία οφείλεται και το γεγονός ότι επί δεκαοκτώ χρόνια βρισκόμαστε πάντα στο ίδιο σημείο. Θα πρόσθετα ότι η δική μας σύγχυση δεν βοηθάει ούτε τη γειτονική Μακεδονία να ξεπεράσει τον δικό της εθνικισμό, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται το σκηνικό: δύο Μακεδονίες, δίπλα δίπλα η μια στην άλλη, αλλά τόσο τυφλωμένες από εθνική ιδεολογία, που καμιά από τις δύο δεν έχει μάτια να δει την άλλη, να (ανα)γνωρίσει ότι υπάρχει η άλλη και να σκεφτεί, σε δεύτερο χρόνο, ότι ίσως να πρέπει να της κάνει και λίγο (ιδεολογικό) χώρο. Το θέμα της σύνθετης διεθνούς ονομασίας συμβολίζει ακριβώς αυτό: τον ιδεολογικό χώρο που πρέπει να κάνουμε στον άλλο.

|Ο Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος είναι δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής.

Το κείμενο είναι η ομιλία στην εκδήλωση που οργάνωσε ο Όμιλος Προβληματισμού και Παρέμβασης Αριστερά Σήμερα (ΑΡΣΗ), με θέμα την FYROM, τα Βαλκάνια και τον εθνικισμό, τη Δευτέρα 9.6.2008.|


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2682