Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Σοσιαλδημοκρατία στο κενό

Θανάσης, Γιαλκέτσης

Κυρ. Ελευθεροτυπία, 2008-06-22


Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει, βέβαια, εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά δεν αποτελεί μοναδική εξαίρεση στο πανόραμα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού: Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, που δεν ερμηνεύονται μόνο με βάση την πολιτική συγκυρία, αλλά παραπέμπουν σε προβλήματα αυτότητας και στρατηγικού προσανατολισμού.

Ο Σρέντερ πρόλαβε και πήδηξε πριν από τη συνεργασία του SPD με τη Μέρκελ.

*Η «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας ήταν η τριακονταετία μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία των σοσιαλδημοκρατικών ιδεών, ακόμα και όταν τα κόμματα που τις εκφράζουν δεν βρίσκονται στην κυβέρνηση. Τότε θεμελιώθηκε ο παλαιός σοσιαλδημοκρατικός κοινωνικός συμβιβασμός μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, που στηριζόταν στη στρατηγική του εθνικού κεϊνσιανισμού και στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους.

Για τρεις περίπου δεκαετίες το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο κατόρθωνε ώς ένα βαθμό να συμφιλιώνει οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική προστασία, ισχυρή ανάπτυξη και αλληλεγγύη.

*Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αυτό το μοντέλο μπήκε σε κρίση. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας περιόρισε δραστικά την ικανότητα και τα περιθώρια δράσης των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών, ενώ οι τεχνολογικές αλλαγές και η μετάβαση στον μεταφορντικό καπιταλισμό μείωσαν τη διαπραγματευτική δύναμη του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων.

Ηττα κατά κράτος

Στο νέο καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας μεταβάλλεται δραματικά προς όφελος του κεφαλαίου και ο παλαιός σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός ανατρέπεται. Το κεφάλαιο μπορεί, τώρα, να μετακινείται όλο και πιο γρήγορα και ανεμπόδιστα, να απαλλάσσεται από εθνικές υποχρεώσεις, δημόσιους ελέγχους και φορολογικά βάρη και να επιβάλλει πλέον εκείνο εκβιαστικά τους όρους του στον κόσμο της εργασίας.

*Στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς, το κράτος δυσκολεύεται να εκπληρώνει την αναδιανεμητική του λειτουργία και να μειώνει τις ανισότητες μέσω της φορολογίας, των δημόσιων υπηρεσιών και των κοινωνικών παροχών.

Περιορίζεται επίσης η δυνατότητά του να προωθεί την ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση με μια μακροοικονομική πολιτική στήριξης της ζήτησης και των επενδύσεων.

*Μπροστά στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού η σοσιαλδημοκρατία δεν στάθηκε ικανή να αντιπαραθέσει κάποιο εναλλακτικό πρόγραμμα ικανό να της δώσει την πολιτική ηγεμονία στην Ευρώπη.

*Ενα τμήμα της υιοθιέτησε μιαν αμυντική στάση και αρκείται στην υπεράσπιση των κατακτήσεων του παρελθόντος, στην προσπάθεια να περισωθεί ό,τι είναι δυνατό να σωθεί, χωρίς ωστόσο να διατυπώνει μια συνεκτική εναλλακτική στρατηγική ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων.

*Ενα άλλο τμήμα της αντέδρασε «μιμητικά», ακολουθώντας τον «τρίτο δρόμο», που προτείνει την αποδοχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της εμπορευματοποίησης, με παράλληλες προσπάθειες να αμβλυνθούν οι κοινωνικές τους συνέπειες.

Αυτή η κατεύθυνση χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ένας «θατσερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» ή ως μια «συμπονετική» παραλλαγή του νεοφιλελευθερισμού.

Η υπόθεση ενός ευρωπαϊκού κεϊνσιανισμού, με την οποία ορισμένοι τομείς της ευρωπαϊκής αριστεράς συνέδεσαν τις ελπίδες τους για την ανανέωση του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, εγκαταλείφθηκε γρήγορα.

Ετσι, η Ε.Ε., που είχε θεωρηθεί αρχικά εργαλείο αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη απορύθμιση της παγκοσμιοποίησης, προνομιακό πεδίο για να ανακτηθεί η χαμένη ρυθμιστική δύναμη της πολιτικής, κατέληξε να μετατραπεί σε πρόσθετο καταναγκασμό, ο οποίος πιέζει τις εθνικές κυβερνήσεις να βαδίσουν στον «υποχρεωτικό» δρόμο προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.

Η μεγάλη υποταγή

Οπου κυβέρνησε η σοσιαλδημοκρατική αριστερά υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τους καταναγκασμούς που επιβάλλει η απελευθέρωση των αγορών και να προσαρμόσει την κοινωνική της πολιτική στις επιταγές της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Με άλλα λόγια, ο στόχος της ανταγωνιστικής οικονομίας υποσκέλισε το στόχο της δίκαιης κοινωνίας.

*Είδαμε συχνά τα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς να ενσωματώνουν στα προγράμματά τους ένα μεγάλο μέρος των αξιωμάτων και των επιδιώξεων του οικονομικού φιλελευθερισμού: ιδιωτικοποίηση, απορύθμιση, απελευθέρωση των αγορών και των συναλλαγών, ευελιξία της αγοράς εργασίας, μείωση των δημόσιων δαπανών και της φορολογίας του κεφαλαίου.

Εγινε, έτσι, δυσδιάκριτη ή και αόρατη η διαφορά αυτής της «σοσιαλφιλελεύθερης» αριστεράς από το νεοφιλελευθερισμό. Σε τι διαφέρει αληθινά η σοσιαλδημοκρατική αριστερά από τη φιλελεύθερη δεξιά, όταν δεν προωθεί ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν να ελέγξουν τον αχαλίνωτο καπιταλισμό προωθώντας την κοινωνική δικαιοσύνη, να αποτρέψουν την αύξηση των ανισοτήτων, την απειλητική διεύρυνση της φτώχειας, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και των δημόσιων αγαθών;

*Η αριστερά χάνει την ταυτότητά της όταν εγκαταλείπει κάθε σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού, προκειμένου να εναρμονιστεί με τις «αυθόρμητες» τάσεις της αγοράς και να προσαρμοστεί στις λειτουργικές επιταγές ενός ανεξέλεγκτου καπιταλισμού.

*Οι Αγγλοι Εργατικοί ήταν εκείνοι που βάδισαν πρώτοι στο δρόμο του «σοσιαλφιλελευθερισμού». Αλλα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς αναζητούν νέους συμβιβασμούς, στους οποίους αναμειγνύονται σε διαφορετική δοσολογία στοιχεία οικονομικού φιλελευθερισμού με στοιχεία κοινωνικής προστασίας.

*Οι σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες, για παράδειγμα, στην προσπάθειά τους να προσαρμόσουν το παραδοσιακό τους κοινωνικό μοντέλο στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, αποδέχθηκαν την ενίσχυση της επιχειρηματικής ελευθερίας, χωρίς να απαρνηθούν ωστόσο την υψηλή φορολογία και την αναδιανομή. Προώθησαν και αυτοί την «ευελιξία» της οικονομίας τους, χωρίς να διολισθήσουν σε ένα καθεστώς γενικευμένης ανασφάλειας, χάρη στην ανάπτυξη ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Πέτυχαν να μειώσουν την ανεργία διατηρώντας υψηλούς μισθούς και κοινωνική προστασία.

*Η ανανέωση του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, που θα ξαναδώσει νόημα και περιεχόμενο σε ένα σύγχρονο σχέδιο κοινωνικής δικαισύνης, παραμένει πάντοτε το μεγάλο ζητούμενο για τα σοσιαλιστικά κόμματα. Για την ώρα, ωστόσο, φαίνεται να κυριαρχούν οι αμφιλεγόμενοι συμβιβασμοί του «τρίτου δρόμου».

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2685