Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το κράτος πρέπει να ξαναγίνει τραπεζίτης

Μαρίκα, Φραγκάκη

Κυρ. Ελευθεροτυπία, 2008-11-30


Οι τράπεζες σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της επικαιρότητας παγκοσμίως, καθώς θεωρούνται υπεύθυνες για μεγάλο μέρος της κρίσης, που πλήττει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό αναζητούνται τρόποι για τη διάσωσή τους και για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος γενικότερα, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευσή του, που θα βύθιζε την παγκόσμια οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση, με οδυνηρές συνέπειες για την κοινωνία. Εξάλλου, σημαντική αναφορά γίνεται στο προηγούμενο της Μεγάλης Υφεσης του 1929 και στην ανάγκη να αποφευχθεί τυχόν επανάληψή της.

Εκείνο όμως το οποίο δεν συζητείται είναι η εξαφάνιση των δημοσίων τραπεζών τη δεκαετία του 1990, και τι αυτό συνεπάγεται για την άσκηση πολιτικής και για τη λειτουργία της οικονομίας.

Ειδικότερα, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου παραδοσιακά οι δημόσιες τράπεζες είχαν σημαντική παρουσία, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων τραπεζών ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο όγκος όμως των ιδιωτικοποιήσεων των τραπεζών έλαβε χώρα στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, τόσο από πλευράς αριθμού μεταβιβάσεων, όσο και αξίας των σχετικών συναλλαγών (διάγραμμα 1).

Μάλιστα, μεταξύ 1982 και 2000, ο αριθμός των ιδιωτικοποιήσεων (πράξεων μεταβίβασης μετοχικού κεφαλαίου) στον τομέα των τραπεζών στις χώρες της Ε.Ε. ανήλθε στο 71% και οι απολαβές από τις πωλήσεις αυτές στο 84% του συνόλου των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο πρωταγωνιστικός ρόλος των χωρών της Ε.Ε. στις ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών δεν πρέπει να εντυπωσιάζει βεβαίως, αν λάβουμε υπόψη ότι σε μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ο τραπεζικός τομέας ήταν ήδη προ πολλού ιδιωτικός!

Αξίζει να σημειώσουμε ότι οκτώ ευρωπαϊκές χώρες -Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία, Βέλγιο, Ελλάδα και Πορτογαλία- συγκέντρωσαν το 86% των ιδιωτικοποιήσεων και το 93% των απολαβών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., την περίοδο 1982-2000. Ως αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης των τραπεζών στις χώρες της Ε.Ε., η παρουσία των δημοσίων τραπεζών αποδυναμώθηκε πλήρως (διάγραμμα 2).

Η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών στηρίχθηκε σε διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, στο επίκεντρο των οποίων είναι η αντίληψη ότι «οι δημόσιες τράπεζες εξυπηρετούν τους ιδιοτελείς σκοπούς των πολιτικών και των γραφειοκρατών που τις ελέγχουν». Η αντίληψη αυτή, πέραν της μονολιθικότητάς της, αγνοεί ότι αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στον ιδιωτικό τομέα.

Ηεξαφάνιση των δημοσίων τραπεζών έχει πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα, μέρος των οποίων έχει αναδυθεί στην επιφάνεια στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η γενικευμένη αμηχανία των κυβερνήσεων απέναντι στο μέγεθος και στο είδος της κρίσης, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες της παρούσας κρίσης, είναι ενδεικτική της άγνοιας, η οποία τις διακατέχει ως προς τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα!

Ακόμα και ως προς τον κλασικό ρόλο των τραπεζών -εξυπηρέτηση του συστήματος πληρωμών, παροχή ρευστότητας, καταθέσεις και χορηγήσεις- η παρουσία δημοσίων οργανισμών μπορεί να εξασφαλίσει υγιέστερους όρους λειτουργίας του συστήματος συνολικά, μέσω του ανταγωνισμού.

Παράλληλα, οι δημόσιες τράπεζες μπορούν να εξυπηρετήσουν ειδικότερους σκοπούς, όπως η παροχή στεγαστικής πίστης με ευνοϊκούς όρους σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, η εξυπηρέτηση αναγκών απομακρυσμένων περιοχών, η παροχή πιστώσεων για την προώθηση συγκεκριμένων περιοχών, τομέων, ή μονάδων, όπως είναι οι ΜΜΕ, κ.λπ.

Ο ρόλος των τραπεζών, και ειδικότερα των δημοσίων τραπεζών, είναι ένα τεράστιο ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο μιας σύντομης αναφοράς, όπως αυτής. Εκείνο το οποίο οφείλουμε να επισημάνουμε είναι ο απόλυτος -δογματικός θα λέγαμε- τρόπος, με τον οποίο το «ιδιωτικό» θεωρήθηκε ότι είναι ανώτερο του «δημοσίου». Πρόκειται για βασική παραδοχή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.

Η χρηματοπιστωτική κρίση, όμως, η οποία εκτυλίσσεται περισσότερο από ένα χρόνο τώρα, έχει αναδείξει τα ελλείμματα, τις υπερβολές και τις στρεβλώσεις του ιδιωτικού τομέα, ανατρέποντας εκ θεμελίων την παραπάνω θέση.

Ηδη, για την αντιμετώπιση της κρίσης, δαπανώνται τεράστια ποσά για τη στήριξη των τραπεζών. Μέρος των ποσών αυτών δίδεται για την ανακεφαλαίωσή τους, τη συμπλήρωση δηλαδή των ιδίων κεφαλαίων τους, προκειμένου να βελτιωθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό, το Δημόσιο αποκτά μερίδιο στις συγκεκριμένες τράπεζες.

Πρόκειται για προσωρινό μέτρο καθαρά χρηματοοικονομικού χαρακτήρα, σύμφωνα και με τις κατευθύνσεις της Ε.Ε. Μήπως όμως πρόκειται για μία ακόμα χαμένη ευκαιρία; Μήπως το ζήτημα των δημοσίων τραπεζών, του ρόλου τους και του τρόπου λειτουργίας τους -μια συζήτηση που απουσιάζει από το δημόσιο διάλογο από πολλά χρόνια- πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο;

Από τα «θετικά» της κρίσης είναι η επανεξέταση παγιωμένων αντιλήψεων ετών, όπως είναι η σχέση ιδιωτικού-δημόσιου. Το «αυτονόητο» της υπεροχής του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου σήμερα αμφισβητείται. Καιρός είναι να αντιστρέψουμε τη σχέση, αν και χωρίς αυτονόητα!

* Η ΜΑΡΙΚΑ ΦΡΑΓΚΑΚΗ συμμετέχει στην Πρωτοβουλία των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για την Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική για την Ευρώπη.


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3002