Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Καταπέλτης το ΙΟΒΕ για την κυβερνητική πολιτική

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2008-12-28


Η Ελλάδα δοκιμάζεται από τη διεθνή κρίση έχοντας σοβαρές εσωτερικές στρεβλώσεις που κλείνουν τον δρόμο στην ανάπτυξη. Χρειάζεται ένα μακρόπνοο πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της οικονομίας, στην ουσία ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, τονίζει στην τελευταία του έκθεση το ΙΟΒΕ. Την επομένη της ψήφισης του προϋπολογισμού αναδεικνύει το ανησυχητικό δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και ανασκευάζει όλες τις κυβερνητικές εκτιμήσεις για την υποτιθέμενη αντοχή της ελληνικής οικονομίας.

Στις διαπιστώσεις του το ΙΟΒΕ συμπίπτει πλήρως με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και, καθώς δεν δεσμεύεται από τον θεσμικό ρόλο του κ. Προβόπουλου, προχωράει ακόμα πιο πέρα: Για πρώτη φορά το ερευνητικό ίδρυμα των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων της χώρας καταρρίπτει, ευθέως σχεδόν, τους πιο κρίσιμους ισχυρισμούς της κυβέρνησης για την πορεία της οικονομίας. Είναι όμως και η πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση που μια κυβέρνηση μιλάει σε τόση διάσταση με την οικονομική πραγματικότητα η οποία επιδεινώθηκε δραματικά επί των ημερών της.

Το σημαντικότερο πρόβλημα σήμερα για το ΙΟΒΕ είναι η διευρυνόμενη διαφορά των επιτοκίων με τα οποία δανείζονται το ελληνικό κράτος αλλά και οι ελληνικές τράπεζες. Στη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση έχει προσπαθήσει επανειλημένα να την αποδώσει ο υπουργός Οικονομίας.

Αλλά αυτό στο οποίο συνέβαλε η διεθνής κρίση ήταν η εστίαση των διεθνών αγορών χρήματος και κεφαλαίου στις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, διευκρινίζει το ΙΟΒΕ: στο υπερβολικά υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καθώς και στο υψηλό επίσης έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, αντίστοιχα στο υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος.

Σ’ αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα δεν μπορεί να ασκήσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να στηρίξει εισοδήματα, την απασχόληση, τις επενδύσεις, όπως άλλες χώρες, διότι θα επιδείνωνε ακόμα περισσότερο τα ελλείμματα, τη διαφορά των επιτοκίων και το χρέος.

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία συντηρούσε ακόμα ένα ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 3,1% το τρίτο τρίμηνο φέτος όταν η Ευρωζώνη έμπαινε στην ύφεση, όπως επαίρεται η κυβέρνηση. Αυτό όμως οφείλεται στη σχετική «εσωστρέφεια» της Ελλάδας, που εξάγει μόλις το 20% του ΑΕΠ της έναντι 80% π.χ. της Ιρλανδίας, και ακόμα στη συγκράτηση των τιμών των ακινήτων, που αλλού πέφτουν κάθετα, και στη διατήρηση των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών που απομειώθηκαν έντονα σε άλλες χώρες.

Εντούτοις τα επόμενα τρίμηνα ο ρυθμός θα υποχωρήσει, καθώς οι περισσότεροι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας πέφτουν ήδη από το καλοκαίρι, ενώ προσδοκίες και προβλέψεις των επιχειρήσεων χειροτερεύουν σε όλους τους τομείς σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα πλέον, το ίδιο και των καταναλωτών.

Θέλοντας πάντως να είναι αισιόδοξο το ΙΟΒΕ προβλέπει μια μεγέθυνση της τάξης του 2% για το 2009 (μεταξύ 1 και 1,7% την προβλέπει στις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της π.χ. η Eurobank). Σε κάθε περίπτωση αναμένει άνοδο της ανεργίας, την οποία η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού διατηρεί για το 2009 σταθερή στο φετινό 7,5%. Η υποχώρηση της απασχόλησης έχει άλλωστε ήδη ξεκινήσει: Μιαν απώλεια 37.737 θέσεων εργασίας κατέγραψε τον Οκτώβριο ο ΟΑΕΔ, όπως δημοσιεύεται στο τελευταίο δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στην ίδια αρνητική κατεύθυνση λειτουργεί και το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, οι οποίες μειώνουν την πιστωτική τους επέκταση και ανεβάζουν τα επιτόκια των δανείων. Θα περιορίσουν επομένως περαιτέρω την αύξηση της εγχώριας ζήτησης, επισημαίνει το ΙΟΒΕ. Όσο για το κυβερνητικό σχέδιο στήριξής τους με 28 δισ. ευρώ, το βλέπει με ανησυχία αναλύοντας τον κίνδυνο να προστεθούν άλλα 20 δισ. στην ήδη πολύ δύσκολη αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους το 2009.

Καταπέλτης είναι όμως η έκθεση για την ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική και για τον προϋπολογισμό που μόλις ψήφισαν οι 151 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα του 2008, που ήδη τελειώνει, αποκαλύπτει τα τεχνάσματα με τα οποία συγκρατείται το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 2,5% του ΑΕΠ:

Ο προϋπολογισμός αναφέρει μιαν αύξηση των εσόδων κατά 10,1% που ήδη έχει διαψευσθεί (μόλις 4,1% ήταν επίσημα στο εννεάμηνο, ενώ κάκιστα εξελίχθηκαν Οκτώβριος και Νοέμβριος), μιαν αύξηση των πλεονασμάτων των ΟΤΑ και των ασφαλιστικών ταμείων κατά 2 δισ. σε μια εποχή που η αξία των αποθεματικών των ταμείων μειώνεται λόγω πτώσης των τιμών στο χρηματιστήριο όπου έχουν κάνει σημαντικές επενδύσεις.

Το ΙΟΒΕ βεβαιώνει έτσι ότι το όριο του 3% θα έχει ξεπεραστεί φέτος. Αλλά ακόμα περισσότερο θα υπερβεί το έλλειμμα το 3% του ΑΕΠ το 2009 αν δεν ληφθούν πρόσθετα μέτρα. Η έκθεση αναλύει πόσο ανέφικτη είναι η προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ σημειώνοντας από την άλλη πλευρά τη μεγαλύτερη από το ΑΕΠ αύξηση που προβλέπεται για τις δαπάνες παρά τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων.

Και επίσης την εξωπραγματικά χαμηλή (μόλις 6,3%) αύξηση που προβλέπεται για τους τόκους του χρέους, την ώρα που τα επιτόκια έχουν τόσο αυξηθεί για την Ελλάδα, και ενώ το δημόσιο χρέος στην πραγματικότητα διόλου δεν μειώνεται (λαθροχειρίες αποκαλύπτονται και εδώ). Τα επιτόκια κινδυνεύουν μάλιστα να αυξηθούν πολύ παραπάνω, προειδοποιεί, όταν τους επόμενους μήνες θα πρέπει να αναζητηθούν πάνω από 60 δισ. στις αγορές (40 δισ. για τα κρατικά ομόλογα που λήγουν, άλλα 20 δισ. για τις τράπεζες).

Πρόγραμμα ανασυγκρότησης, αλλά πώς;

Τρεις είναι οι βασικοί στόχοι που θα πρέπει να επιδιώξει ένα μακρόπνοο πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ: η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η δημοσιονομική προσαρμογή και η θεσμική ανασυγκρότηση.

Η τριμηνιαία έκθεση δεν τους εξειδικεύει περισσότερο παραπέμποντας στη μελέτη του επιστημονικού διευθυντή του ΙΟΒΕ Γιάννη Στουρνάρα και της Μαρίας Αλμπάνη «Η ελληνική οικονομία μετά την κρίση: Αναζητώντας ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο», που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο. Τονίζει όμως ως προϋπόθεση μιαν ευρύτερη συμφωνία πολιτικής και «κοινωνικών εταίρων», των επιχειρήσεων δηλαδή και των συνδικάτων, στους στόχους και στα μέσα της πολιτικής για να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις με σκοπό η χώρα να επανέλθει σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Αλλά μια τέτοια συμφωνία δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί στη βάση έστω και της καλύτερης και πιο εμπεριστατωμένης τεχνοκρατικής μελέτης. Ούτε εξαντλείται άλλωστε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του κράτους, στις οποίες πάγια κυρίως επικεντρώνεται το ΙΟΒΕ. Προϋποθέτει ευρύτερες, βαθιές κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που ακόμα δεν διακρίνονται. Μια μόνο παράγραφος από τα συμπερασματικά σχόλια στην ενδιαφέρουσα μελέτη «Διεθνής ανταγωνιστικότητα και επιχειρηματική δυναμική στην Ελλάδα» του πρόωρα χαμένου Λευτέρη Παπαγιαννάκη δείχνει το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται:

«Η συντριπτική πλειοψηφία του επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας (ας μην μας ξεγελάσουν οι λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) δεν αναζητάει τη γνώση και την καινοτομία και δεν είναι έτοιμη να δαπανήσει για αυτόν τον σκοπό. Η τυπική μικρομεσαία επιχείρηση (και όχι μόνο), δεν ψάχνεται και δεν ψάχνει η ίδια, δεν συνεργάζεται με άλλες επιχειρήσεις, ούτε με τα πανεπιστήμια ή τα ερευνητικά κέντρα.

Αδιαφορεί για την ανάγκη συνεχούς κατάρτισης και αναβάθμισης του προσωπικού της, προτιμάει την ευελιξία της συγκυριακής απασχόλησης, δεν προσλαμβάνει πτυχιούχους ή, όταν το τολμάει, δεν τους αξιοποιεί, τους υποαπασχολεί, τους εξουδετρώνει. Δεν προωθεί τελικά ή ακυρώνει στην πράξη κάθε γνωστό μηχανισμό που δημιουργεί εσωτερικό απόθεμα γνώσης ή/και ανθρώπινο κεφάλαιο με δυναμικές ικανότητες».

(Απόσπασμα από την πρόσφατη έκδοση του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών «Σε αναζήτηση ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης». Επιστημονική επιμέλεια Τάσος Γιαννίτσης)

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3097