Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η Κύπρος σε τροχιά επανένωσης;

Υπό ορισμένες συνθήκες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βλέπουν σοβαρά μια προοπτική συμφιλίωσης

Κώστας Δ., Ζέπος

Το Βήμα Ιδεών - Το Βήμα, 2009-01-01


Μια αξιέπαινη πρωτοβουλία οδήγησε 32 Κυπρίους και από τις δύο Κοινότητες να καταθέσουν σε ένα κοινό αφιέρωμα τις απόψεις τους για την πορεία της χώρας τους προς την επανένωση. Τα κείμενα που συγκεντρώθηκαν δεν αποτελούν αναλύσεις διπλωματικών ή πολιτικών διεργασιών. Μάλλον εκφράζουν προβληματισμούς που αφορούν την κυπριακή κοινωνία, που ανάγονται στην Ιστορία, ενώ υποδηλώνουν μια πολιτική ευαισθησία αντίστοιχη εκείνης που διατρέχει μια ενεργό «κοινωνία πολιτών». Η πρωτοβουλία ανήκει στον διευθυντή και στον επιμελητή έκδοσης του 11ου τεύχους του Σεπτεμβρίου 2008 της τριμηνιαίας επιθεώρησης «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» από τις εκδόσεις Παπαζήση. Τα κείμενα, ατομικά το καθένα, αποτελούνται κατ΄ αρχήν από τοποθετήσεις του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και του ηγέτη της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, καθώς και άλλων πολιτικών προσωπικοτήτων, ή αποτελούν συνεισφορές διανοουμένων, πανεπιστημιακών και ερευνητών των κοινωνικών και οικονομικών επιστημών. Μας αποκαλύπτουν τις πτυχές ενός μη προϊδεασμένου, αλλά περιεκτικού εσωτερικού κυπριακού διαλόγου που εκφράζει μια πηγαία ροπή προς την αναζήτηση και τον εντοπισμό του κοινού συμφέροντος.

Τέτοιες αναζητήσεις, μετά τις τραυματικές εμπειρίες του 1974 και με την αρχική ενθάρρυνση αριστερών πολιτικών δυνάμεων όπως το ΑΚΕΛ και το CΤΡ του Ταλάτ, ενεργοποιούνται μέσω μιας «κοινωνίας πολιτών» είτε αυτόνομα, στους κόλπους καθεμιάς από τις δύο Κοινότητες, ή διακοινοτικά, υπεράνω της διαχωριστικής «πράσινης» γραμμής. Για παράδειγμα, σε κοινωνικές ή επαγγελματικές οργανώσεις στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, που ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης κατά του Ντενκτάς, οφείλονται οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των ετών 2000-2003 κάτω από ένα νέο «Κοινό Οραμα», έναν νέο στόχο για «Λύση και Ενταξη» και την προσήλωση στην κυπριακή ταυτότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι χάρη και στην Οργάνωση Τουρκοκυπρίων Διδασκάλων τα νεότερα σχολικά βιβλία Ιστορίας στη βόρεια Κύπρο έχουν αποβάλει τα περισσότερα των τουρκο-κεντρικών σοβινιστικών στοιχείων, ταυτίζουν την «πατρίδα» με την Κύπρο ή «το νησί μας», αποφεύγοντας να κάνουν χρήση του όρου «μητέρα πατρίδα» για την Τουρκία. Ανάλογες πρωτοβουλίες της κυπριακής κυβέρνησης προσκόπτουν ακόμη σε αντιδράσεις της Εκκλησίας της Κύπρου.

Η κοινωνιολογική έρευνα από τις δύο Κοινότητες αποβλέπει στη χαρτογράφηση του «άλλου», της πορείας και των αδιεξόδων των δύο αντίρροπων εθνικισμών, των μορφών ενός ευρωπαϊκού συναινετικού πλαισίου. Σταχυολογώντας μερικά από τα εξαιρετικού ενδιαφέροντος πορίσματα σημειώνουμε ότι σχετικές έρευνες καταγράφουν ότι ποσοστό 33,4% μεταξύ των μελών της Ε/Κ Κοινότητας και ποσοστό 20% της Τ/Κ Κοινότητας αυτοπροσδιορίζονται ως Κύπριοι, προτάσσουν την κυπριακή τους ταυτότητα, χωρίς να αμφισβητούν την εθνοτική καταγωγή και την ταύτισή τους με την οικεία τους Κοινότητα. Για τους Ε/Κ της κατηγορίας αυτής οι Τ/Κ είναι οι μελλοντικοί «συνεταίροι», ενώ για τους αντίστοιχους Τ/Κ έμφαση δίδεται επίσης στην «πολιτική ισότητα», σαν θεμέλιο της συνεταιριστικής σχέσης μέσα στην ομοσπονδία. Πέραν της ιδανικής κατηγορίας αυτής, στην οποία υπερέχουν η αμοιβαία εμπιστοσύνη, η συγχώρεση και η συναντίληψη για ένα κοινό μέλλον, υπάρχει μια άλλη κατηγορία ευρύτερου φάσματος αρνητικών παραγόντων. Αυτή, σε ποσοστό 66% επί του συνόλου των Ε/Κ και 80% επί του συνόλου των Τ/Κ, κυμαίνεται μεταξύ ήπιων μέχρι ακραίων μορφών σοβινισμού, καχυποψίας και περιχαράκωσης πίσω από άκαμπτα εθνοτικά τείχη.

Τα νεότερα σχολικά βιβλία Ιστορίας στη Βόρεια Κύπρο ταυτίζουν την «πατρίδα» με την Κύπρο ή «το νησί μας», αποφεύγοντας να κάνουν χρήση του όρου «μητέρα πατρίδα» για την Τουρκία

Αλλες έρευνες, λιγότερο απαισιόδοξες στις διαπιστώσεις τους, σημειώνουν ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις οι πολίτες θέλουν να επαναξιολογήσουν την εθνική τους μυθολογία και να ξαναδούν σοβαρά την προοπτική συμφιλίωσης. Διαπιστώνονται βέβαια κάποιες ροπές που είτε ευνοούν τη διατήρηση του σημερινού διαιρετικού status quo είτε αντιλαμβάνονται απλουστευτικά την ΕΕ ως «χριστιανική» κοινότητα και σαν εργαλείο επιβολής λύσης, που «θα εξαναγκάσει» την Τουρκία να φύγει από την Κύπρο. Απέναντι στις ροπές αυτές δημιουργούνται επιτέλους πυρήνες κριτικά σκεπτόμενων διανοουμένων, ικανών να ανοίξουν νέους δρόμους στην κυπριακή κοινωνία. Οι νέες αυτές τάσεις εκδηλώνονται σαφέστερα μετά τις δυνατότητες επικοινωνίας που προκάλεσαν μεταξύ των αποκομμένων μελών των δύο Κοινοτήτων το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στην «πράσινη» γραμμή το 2003 και η ένταξη στην ΕΕ.

Παρά την ανακούφιση που προκάλεσε το ιστορικό επίτευγμα της ένταξης, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η χώρα που βιώνει την ανοιχτή πληγή της αφύσικης διαίρεσης έχασε πολύτιμο χρόνο κατά την τετραετία 2004-2008, μέχρι να ξεκινήσει μια επαρκής πληροφόρηση για τη μορφή και την έκταση της ενοποιητικής επιρροής της ΕΕ. Αλήθεια, πόσο ενήμεροι είμαστε για τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ λειτουργεί συνεκτικά και παραγωγικά στην περίπτωση του βαθύτατα διχασμένου Βελγίου; Ακόμα η πρόσφατη ιστορία κρατών-μελών με παραπλήσιες διαιρετικές

εμπειρίες παραμένει στο περιθώριο, ίσως μέσα στο πνεύμα μιας αντίδρασης σε οτιδήποτε θα εσκίαζε τη δήθεν άψογη καθαρότητα των ελληνικών συμπεριφορών. Πώς λ.χ. να εξηγηθεί σε όσους μεταξύ των Ε/Κ διαμαρτύρονται για το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει η επανένωση της Κύπρου, ότι, τηρουμένων των αναλογιών, η επανένωση της Γερμανίας το 1989 προκάλεσε στους πολίτες της πρώην Δυτικής Γερμανίας ένα εξίσου δυσβάστακτο οικονομικό κόστος; Πώς επίσης να περιγραφεί η περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία στη μακρά πορεία προς την ενοποίηση της χώρας δέχτηκε το 1998 να θυσιάσει τη συνταγματική διάταξη που αναφερόταν στο ιδεώδες του εθνικού αυτού σκοπού, εξασφαλίζοντας όμως τώρα τη συμμετοχή της στη συνδιοίκηση της (ακόμη) υπό βρετανική κυριαρχία επαρχίας του Ολστερ; Εγγύτερα προς το αντικείμενο των συνομιλιών μεταξύ των δύο ηγετών μπορεί να λεχθεί ότι προεξοφλείται ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας θα είναι διπλά πειστικός στην άποψη ότι η Τ/Κ Κοινότητα πλανάται αν νομίζει ότι η ευημερία των μελών της μπορεί να στηρίζεται στις επιχορηγήσεις της Τουρκίας και στην πρόσκαιρα επικερδή και οριακά παράνομη εκμετάλλευση της αγοράς ακινήτων, αντί στις δυνατότητες μιας ενοποιημένης κυπριακής οικονομίας ενταγμένης συνολικά στη ζώνη του ευρώ.

Ομως ο υγιής και ιδεαλιστικός ρεαλισμός του Προέδρου Χριστόφια θα δοκιμάζεται ενόσω θα αμφισβητείται από τα πράγματα το όραμά του να αντιμετωπίσει σαν πρόκληση της Ιστορίας την οικοδόμηση «... ενός τρίγωνου μόνιμης σταθερότητας μεταξύ Αθηνών, Λευκωσίας και Αγκυρας...». Το όραμα δεν είναι ανέφικτο, αλλά μόνο εάν η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ, ατέρμων και αδιέξοδη υπό τις περιστάσεις, μετεξελιχθεί με την ανάληψη από αυτήν ενός δραστήριου ρόλου στα πλαίσια της «Ενωσης για τη Μεσόγειο». Η κινητικότητα της Αγκυρας ίσως και η πολυπραγμοσύνη της σε θέματα σχέσεων με το Ισραήλ, τη Συρία, την Αρμενία, το Ιράν, στην περιοχή του Καυκάσου κλπ. κλπ., σε αντίθεση με τις αγκυλώσεις ενός ταραγμένου εσωτερικού μετώπου, δημιουργούν την αίσθηση ότι η φυσιολογική της θέση, η άνεση με τον εαυτό της και το περιβάλλον της βρίσκονται έξω από τα θεσμικά πλαίσια της ΕΕ. Εάν «... το πραγματικό κλειδί για την επανένωση της Κύπρου εξακολουθεί να βρίσκεται στην Αγκυρα...», όπως πιστεύει η Ε/Κ πολιτική ηγεσία, μόνο η απεξάρτηση της επανένωσης από την αδιέξοδη ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και η μετάθεση της τελευταίας σε μια νέα «προνομιακή» θέση έναντι της ΕΕ μπορούν ίσως να μετατρέψουν την τουρκική κωλυσιεργία σε υποστήριξη των ενδοκυπριακών προσεγγίσεων. Ο χρόνος θα δείξει.

* Ο Κώστας Δ. Ζέπος είναι Πρέσβης Ε.Τ.

Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3110