Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Για την επικαιρότητα πολιτικής διεξόδου από την κρίση

Βασίλης, Ζουναλής

Αυγή της Κυριακής, 2009-01-18


Η συζήτηση για τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου καλά κρατεί. Η νηφάλια και αναλυτική διερεύνηση του φαινομένου απαιτεί να μην αποσπάσει την προσοχή μας, αποκλειστικά και μόνον, το ένα και μοναδικό «Συμβάν της εξέγερσης», αλλά και τα συμβάντα που επισκιάζει η «Αλήθεια του ενός Συμβάντος». – Παραδείγματος χάριν, δεν πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι ο Συνασπισμός (ΣΥΡΙΖΑ) δεν είχε να πει και πολλά στους εξεγερμένους μαθητές; Γιατί αρνήθηκε να γονιμοποιήσει πολιτικά την οργή τους, ακριβέστερα γιατί αρνείται να συνδράμει σε μια πολιτική διέξοδο από την κρίση που καθρεφτίστηκε στην οργή τους; Γιατί περιορίστηκε στο «να ακούσουμε τους νέους»; Γιατί περιορίστηκε στη διαμαρτυρία;

Εχει δίκιο ο Παντελής Μπασάκος που τονίζει ότι «ένας τρόπος να καλύπτεις τα συμβάντα είναι να τους στερείς την ιδιαιτερότητά τους, το να αναιρείς την πληθυντικότητά τους με την αναγωγή σ’ένα μοναδικό (υψηλό) Συμβάν»1. Αλλωστε, η «Αλήθεια του ενός Συμβάντος», η Αλήθεια με Α κεφαλαίο, είναι ένας θρησκευτικός και ιδεαλιστικός μύθος.

Ας ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, κάποιες από τις ιδιαιτερότητες (τις «αλήθειες») των συμβάντων του Δεκεμβρίου, αποφεύγοντας τον πειρασμό της Αλήθειας και τα στερεότυπα. Στερεότυπα που παραπέμπουν στο φαντασιακό μιάς κομμουνιστικογενούς εξεγερτικής παράδοσης, «η οποία κατά κανόνα χαρακτηριζόταν από την πίστη και την ελπίδα ότι η εκάστοτε «εξέγερση» των νέων περιέχει τα σπέρματα μιάς μελλοντικής ανάτασης», όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Βούλγαρης2. Στερεότυπα, τα οποία αντιπαραθέτουν στην τυφλή οργή ή/ και βία της σημερινής νεολαίας, την πολιτικοποίηση και τους προγραμματικούς στόχους αλλοτινών νεολαιών, ταυτίζοντας ανεπίτρεπτα εντελώς διαφορετικές εποχές και συγκυρίες. Οπως γράφει και ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, «ο λόγος που δεν καίγαμε τις τράπεζες ήταν επειδή μπροστά μας βλέπαμε ανοιχτό ένα δρόμο προς μια κοινωνία χωρίς τράπεζες. Βλέπαμε δηλαδή τη διέξοδο και την ελπίδα του σοσιαλισμού»3.

Ενώ σήμερα τι βλέπουν οι μαθητές και γενικότερα οι νέοι; Δεν βλέπουν καμιά συλλογική διέξοδο, καμία εναλλακτική προοπτική, παρά αμφίβολες προσωπικές προοπτικές. Είναι παγιδευμένοι. Απόρροιες αυτής της παγίδευσης είναι η απαισιοδοξία, ο φόβος, η απόγνωση, η τυφλή οργή και ένας άγουρος ατομισμός, ελλείψει συλλογικής προοπτικής.

Πως φτάσαμε ως εδώ και γιατί; Μολονότι τελείωσε μία εποχή, γιατί αργεί να ξημερώσει η επόμενη; Υπάρχει, πράγματι, κενότητα του παρόντος; Αν πράγματι υπάρχει, αν τα συμβάντα του Δεκεμβρίου εξέφρασαν αυτήν την κενότητα (όπως ισχυρίζεται και ο Γιάννης Βούλγαρης), επείγει πρωτίστως για την Αριστερά που θέλει να αλλάξει τον κόσμο να καινοτομήσει, να προβάλλει μιά θετικότητα, ένα υλικό πλήρωσης του κενού για να στηριχθούμε πριν βουλιάξουμε σ’αυτό. Το θέλει και το μπορεί ο Συνασπισμός (ΣΥΡΙΖΑ); Ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω αφού σχολιάσω επιτροχάδην ένα πρόσφατο κείμενο του Αριστείδη Μπαλτά.4

Ενα κείμενο ενδεικτικό του ιδεολογικοπολιτικού κλίματος που επικρατεί στην ηγεσία του ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ). Ο φίλος Αριστείδης, θέλοντας να δείξει με το δάκτυλο (και όχι απλώς με τη λέξη) το συνεχές των αντιδράσεων που προκάλεσε ο φόνος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, προβάλλει την εικόνα μιας χορταριασμένης πεδιάδας που λαμπάδιασε από ένα απολύτως αστάθμητο συμβάν : το φόνο του δεκαπεντάχρονου. «Στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη... σχεδόν παντού ό,που υπάρχει Γυμνάσιο ή Λύκειο, οι μαθητές ξεσηκώθηκαν ανεξάρτητα από το αν προέρχονταν από οικογένειες πλούσιες ή φτωχές,..», γράφει. Αυτή είναι η πρώτη συνέχεια. «Η κίνηση του σώματος που πετούσε το νεράτζι ή την πέτρα ... ήταν ίδια με την κίνηση του σώματος που πετούσε αντίστοιχα τη μολότοφ». Ιδού μία άλλη, δεύτερη, μορφή συνέχειας. Για να προκαταλάβει, μάλιστα την εύλογη ένσταση του τύπου για ποιά συνέχεια μιλάει;, απαντά ότι «υπήρχαν τόσες ασυνέχειες και τόσες καίριες διαφορές ανάμεσα σε διαδηλωτές που αναφέρονταν ευθέως στο γεγονός του φόνου και σε «επαγγελματίες» διαδηλωτές, σε «μπάχαλους» και σε κοινούς προβοκάτορες» και δηλώνει πως αυτές οι διαφορές δεν ακυρώνουν τη συνέχεια, καθόσον δεν είναι εντοπίσιμες (!).

Εδώ σηκώνω ψηλά τα χέρια. Εντοπίσιμες ή μη εντοπίσιμες αυτές οι καίριες διαφορές υπήρξαν, το γνωρίζει και το γνωρίζουμε. Το γνωρίζει και επιπλέον οφείλει να τις εντοπίζει ένας πολιτικός οργανισμός αντάξιος του ονόματός του. Εξάλλου, όλοι διαπιστώσαμε ότι το αρχικό ξέσπασμα των μαθητών πέρασε γρήγορα σε άλλη φάση, στην «αντιεξουσιαστική εξουσία» των μπαχαλάκηδων και των οργανώσεων «σφραγίδα». Αυτό το δεύτερο συνεχές ήταν ανύπαρκτο.

Αλλά και το πρώτο συνεχές της πυρπολημένης πεδιάδας χωλαίνει. Οι μαθητές ξεσηκώθηκαν σχεδόν απανταχού της χώρας, αλλά η όποια συνέχεια αυτού του γεγονότος περιορίστηκε στη σωματική διαμαρτυρία τους. Αν ειχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν δικό τους λόγο, πέραν της κατακραυγής τους για τον φόνο του Αλέξανδρου, αυτός ο λόγος θα ήταν μιά κακοφωνία ατομικών λόγων. Κακοφωνία, όχι επειδή ο λόγος τους θα ήταν έτσι και αλλιώς άγουρος αλλά επειδή δεν θα μπορούσε να είναι ο λόγος ενός κάποιου «εμείς οι μαθητές». Δεν θα μπορούσε, διότι είναι πολύ δύσκολο να φτιαχτεί ένα «εμείς» σήμερα στη χώρα μας, και μάλιστα στον μαθητικό χώρο. Σ’αυτό το γεγονός έχουν συμβάλλει τα μέγιστα και ο ξύλινος κομματικός λόγος, και ο λόγος του «εκπαιδευτικού κινήματος» και η ανυπαρξία εναλλακτικής πρότασης για το μέλλον. Η υπόθεση του «δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό» έχει παραπεμφθεί στις καλένδες.

Κραδαίνοντας αυτό το μη συνεκτικό, ατελές και γεμάτο ασυνέχειες «συνεχές των αντιδράσεων» (μη αποδειχθέν στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής του, άρα ψευδές – Σπινόζα), ο Αριστείδης αποφαίνεται ότι «το συνεχές των αντιδράσεων αντιπαρατέθηκε με το συνεχές των θεσμών. Εδώ έχουμε μία αυθαίρετη αξιολογική αναβάθμιση κάποιων επιμέρους μορφών διαμαρτυρίας (καταλήψεις μη πανεπιστημιακών χώρων, παρέμβαση στην ΕΡΤ, πανό στον Ακρόπολη, αποκλεισμοί δρόμων, διακοπή θεατρικών παραστάσεων κ.λ.π.), καθόλου αυθόρμητη πλην εξαιρέσεων, λες και επρόκειτο για μια γενικευμένη και μαζική αντιπαράθεση στο «συνεχές των θεσμών». Προσπερνώ, χάριν συντομίας, το πόσο συνεχές είναι το διάτρητο «συνεχές» των θεσμών στη χώρα μας.

Ολα τα παραπάνω (και όσα παρόμοια θα μπορούσε να εντοπίσει μια πιο διεισδυτική ματιά), τα οποία αμφισβητούν το «συνεχές των αντιδράσεων» που αντιπαρατέθηκε στο «συνεχές των θεσμών», ίσως ήταν και θα είναι ψιλά γράμματα για τον Αριστείδη. Σκοπός του δεν ήταν αυτές καθ’αυτές οι κατασκευές του, αλλά το να στηρίξει πάνω τους ότι δεν υπάρχει πολιτική διέξοδος στην κρίση (εγχώρια και οικουμενική). «Ισως είναι αυτός ένας από τους λόγους», εννοώντας ρητά την καθολική αντιπαράθεση, «που απέτρεψε την ανάδειξη κάποιου κεντρικού αιτήματος. Ακόμη και το αίτημα να φύγει η κυβέρνηση θα πριμοδοτούσε θεσμικά την αντιπολίτευση», συμπεραίνει. Δεν υπάρχει για τον Αριστείδη πολιτική διέξοδος και, το χειρότερο, «εκείνα που μας επιφυλάσσει το σωτήριο έτος 2009 παραμένουν απολύτως και επικινδύνως άδηλα». Για το «συνεχές των θεσμών» ή για όλους μας;

Σύμφωνα με το τελικό σχήμα του Αριστείδη, απέναντι και ενάντια «στο συνεχές του κοινωνικού φαινομένου» συγκροτήθηκε ένα ενιαίο «πολιτικο-τηλεοπτικό συνεχές» (εξαιρέσει του ΣΥΡΙΖΑ και των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς). Υπάρχει, κοντολογίς, ένα δίπολο: σύστημα – αντισύστημα. Φαίνεται ότι αυτό το σχήμα κυριαρχεί και στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις κατά καιρούς αντιφατικές δηλώσεις των Αλαβάνου – Τσίπρα. Μόλις πρόσφατα, πάντως, ο πρόεδρος του Συνασπισμού δήλωσε σε τηλεοπτική εμφάνισή του ότι το σύστημα επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ το αποσταθεροποιεί. Το αποσταθεροποιεί, αν το αποσταθεροποιεί, ώστε να προκύψει τι; Αντί συγκεκριμένων πολιτικών απαιτήσεων, εισπράττουμε «δεκαπέντε στόχους δράσης από τον ΣΥΡΙΖΑ»5, ευχολόγια και «αντισυστημική» γυμναστική.

Πολλά από τα κακώς κείμενα στον τόπο μας (απαξιωμένοι θεσμοί, διαπλοκή, διαφθορά, σκάνδαλα, γενικευμένη ανομία, ξεχαρβαλωμένη παιδεία και τόσα άλλα συναφή) οφείλονται, κυρίως, στις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Επομένως, η θεραπεία πολλών από τα κακώς κείμενα και γενικότερα η αλλαγή του κλίματος προς το καλύτερο, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Η δημοκρατία, η οποία δεν ταυτίζεται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (αυτός τα πάει μιά χαρά και με αντιδημοκρατικά καθεστώτα), παρέχει δυνατότητες εναλλακτικών πολιτικών επιλογών. Είναι ασυγχώρητο λάθος να εξαντλούμε τις δυνάμεις μας και να απογοητεύουμε όσους είναι πρόθυμοι να ακούσουν το θετικό μας λόγο αρμενίζοντας στα θολά νερά του «αντισυστημισμού» και ενός μπαγιάτικου και κακοχωνεμένου Νέγκρι.

Η συζήτηση για το πολιτικό σχέδιο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να ξαναρχίσει. Είμαστε κι εμείς μέρος του προβλήματος, ας το χωνέψουμε. Θα ήταν κρίμα να μείνουν στείρα τα συμβάντα του Δεκεμβρίου, τα οποία ακόμη και με αρνητικό τρόπο (οργής και βίας) εγκαλούν την Αριστερά να συμβάλλει σε μια πολιτική διέξοδο από την κρίση. Διαφορετικά το μέλλον θα είναι, πράγματι, «απολύτως και επικινδύνως άδηλο» όχι μόνον για τους αντιπάλους μας, αλλά και για όλους εμάς.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28 Δεκεμβρίου 2008

2 ΝΕΑ, 10 Ιανουαρίου 2009

3 ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Ιανουαρίου 2009

4 ΑΥΓΗ (Ενθέματα), 11 Ιανουαρίου 2009

5 ΑΥΓΗ, 23 Δεκεμβρίου 2009

Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3148