Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Θεσμοί, βία και Βοτανικός

Νίκος Κ., Αλιβιζάτος

Η Καθημερινή της Κυριακής, 2009-01-25


Μετά τις οδυνηρές εμπειρίες του Μεσοπολέμου, η σχέση θεσμών και βίας ήταν μοιραίο να απασχολήσει κάθε δημοσιολόγο της μεταπολεμικής γενιάς: τι προκαλεί την κατάρρευση της δημοκρατίας; Μήπως η κρίση των θεσμών βρίσκεται πίσω από τα πραξικοπήματα και τη βία των κυβερνώντων; Η απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής δεν είναι τουλάχιστον εξίσου «υπεύθυνη» με τους άλλους παράγοντες (κοινωνικούς, οικονομικές κρίσεις, ξένες επεμβάσεις) για τις δικτατορίες στη νεότερη ιστορία, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών;

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, όταν πια πεισθήκαμε ότι ο κοινοβουλευτισμός σταθεροποιήθηκε, η σχέση θεσμών και βίας άρχισε να μας απασχολεί από την άλλη πλευρά της: εκτός από τα βαθύτερα αίτια της, μήπως η βία ως κοινωνικό φαινόμενο οφείλεται και στις αβελτηρίες μιας κομματικά διαβρωμένης αστυνομίας; Η εγκληματικότητα δεν σχετίζεται και με την αδικαιολόγητα αργή απονομή της δικαιοσύνης από δικαστήρια προσκολλημένα σε παρωχημένα οργανωτικά πρότυπα και με εκνευριστικά ξεπερασμένη νοοτροπία; Και πάνω απ’ όλα, οι ακραίες διαμαρτυρίες στην πολιτική αντιπαράθεση –από τις καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και τα μπλόκα στις εθνικές οδούς έως τα βίαια συλλαλητήρια και το σπάσιμο των βιτρίνων– δεν σχετίζονται με την έλλειψη μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμα πεδία της δημόσιας ζωής; Δεν οφείλονται και στην απουσία αποτελεσματικών αντιβάρων για τον έλεγχο και τη λογοδοσία των κυβερνώντων;

Συνώνυμα της αλαζονείας μιας θεσμικά ανέλεγκτης, κοινωνικά ανάλγητης και πολιτικά αναποτελεσματικής εξουσίας, «ομόλογα», «Siemens» και «Βατοπέδι», βάρυναν πολύ, όπως πιστεύω, στο ξέσπασμα της βίας του περασμένου Δεκεμβρίου. Ορθώς, λοιπόν, καταγγέλλονται ως οι θρυαλλίδες της έκρηξης και το βαθύτερο αίτιο της απαισιοδοξίας που σήμερα βιώνουμε και την οποία, πολύ φοβούμαι, ότι θα αργήσουμε να ξεπεράσουμε.

Το στοιχείο, λοιπόν, που εντυπωσιάζει στις αναλύσεις του τελευταίου καιρού δεν είναι η ανάδειξη της πρόδηλης αυτής σχέσης της βίας (πρόσφατης και απώτερης) με τα κραυγαλέα ελλείμματα των θεσμών μας. Είναι, όπως πιστεύω, η πεισματική άρνηση ορισμένων σχολιαστών να προχωρήσουν, μετά τη διάγνωση, στα αναπόδραστα συμπεράσματα. Νομίζω ότι το παράδειγμα του Βοτανικού είναι πολύ χαρακτηριστικό.

Κατά τη γνώμη μου, η δικαιοσύνη δεν είναι υπεράνω κριτικής: σε μια δημοκρατία, όχι μόνον οι αποφάσεις της, αλλά και η συμπεριφορά των λειτουργών της, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κριτικής –από ειδικούς και μη– σε μιαν απρόσκοπτη δημόσια διαβούλευση, που μπορεί μάλιστα να πάρει –σε κάποιες οριακές περιπτώσεις– και τη μορφή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αλίμονο αν η νηφαλιότητα που, δίχως άλλο, πρέπει να περιβάλλει την απονομή της δικαιοσύνης, οδηγήσει στη φίμωση του Τύπου και στην άρνηση του διαλόγου, ακόμη και όταν αυτός ξεπερνά τα εσκαμμένα. Αρκεί να θυμίσει κανείς την υπόθεση Ντρέιφους στη Γαλλία και την υπόθεση Λαμπράκη σε μας.

Εκείνο που δεν μπορώ να ανεχθώ, εν τούτοις, είναι οι υπαινιγμοί για «αδέκαστους» τάχα δικαστές και για τα «ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα» που δήθεν τους επηρεάζουν, οι οποίοι διατυπώνονται κάθε φορά που μια δικαστική απόφαση δεν μας αρέσει. Δεν αναφέρομαι βέβαια στους κατ’ επάγγελμα υβριστές και χυδαιολόγους της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης, αλλά στους σοβαρούς εκείνους σχολιαστές, που κατά τα λοιπά διακρίνονται για την ευκολία με την οποία καταγγέλλουν τις κάθε είδους κακοδαιμονίες της δημόσιας ζωής μας. Πού να οφείλεται άραγε η ασυνέπειά τους;

Προ ετών, όταν η αστυνομία, με μια πολύ επιτυχημένη επιχείρηση, εξάρθρωσε σε λίγες εβδομάδες την «17η Νοέμβρη», αισθάνθηκα την ανάγκη να παινέψω δημόσια τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητά που είχε τότε επιδείξει. Με την ευκαιρία εκείνη, μάλιστα, προσπάθησα να απαντήσω και στο ερώτημα γιατί, επί τόσα χρόνια, διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί και καλλιτέχνες, ενώ για την παραμικρότερη εκτροπή κρατικού οργάνου υπογράφαμε καταγγελίες, οργανώναμε συναυλίες και κατεβαίναμε σε συλλαλητήρια, για την τρομοκρατία αδιαφορούσαμε.

Απέδωσα τότε την αδιαφορία αυτή των περισσότερων πνευματικών ανθρώπων προς την ωμότερη εκδοχή της βίας, «στα ελλείμματα των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους» απέναντι ιδίως σε μια κατηγορία «ισχυρών» της χώρας μας. Μιλούσα τότε για μια «διαρκώς αναπαραγόμενη κατηγορία ανθρώπων –επιχειρηματιών της “αρπαχτής” και όχι μόνον– που συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται πάνω από τον νόμο». Και διερωτώμουν μήπως, εξαιτίας αυτών των ελλειμμάτων, ο τρομοκράτης εύρισκε μιαν αναπάντεχη ανοχή ως «τιμωρός», όχι μόνον στους διανοούμενους, αλλά σε πλατιά στρώματα της κοινής γνώμης («Τα Νέα», 24-25.8.2002).

Το άρθρο εκείνο προκάλεσε τότε αρκετές αντιδράσεις. Μεταξύ άλλων, μού απάντησε, στο βιβλίο που κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα για την «17η Νοέμβρη», και ο Γιάννης Πρετεντέρης. Αν και χαρακτήριζε την άποψή μου «εξαιρετικά ενδιαφέρουσα», διαφωνούσε με την ανάδειξη της προκλητικά νεοπλουτίστικης αυτής συμπεριφοράς ορισμένων «ισχυρών» της κοινωνίας μας σε βασικό αίτιο της τρομοκρατίας. «Με φοβίζει, έγραφε, ότι μέσα από αυτή την υπερβολή μπορεί να οδηγηθούμε σε μια μορφή υπόκωφης νομιμοποίησης της τρομοκρατίας» (Η αναμέτρηση. Ζωή και θάνατος της 17 Νοέμβρη, εκδ. Εστίας, 2002, σ. 80).

Η συζήτηση επαναλήφθηκε σε μεγάλο βαθμό τον περασμένο Δεκέμβριο. Δεν είχε απαραιτήτως τους ίδιους πρωταγωνιστές. Οσοι πάντως προσπαθήσαμε να βρούμε τα βαθύτερα αίτια της «εξέγερσης των δεκαεξάρηδων» στις αδράνειες μιας καθηλωμένης κοινωνίας και στην ατολμία ενός πολιτικού προσωπικού ανίκανου να προτείνει ρεαλιστικές διεξόδους από την κρίση, κατηγορηθήκαμε, αν όχι για υποκίνηση, τουλάχιστον για ανοχή της βίας. Κάποιοι μάλιστα, αφού μας χαρακτήρισαν «ενοχικούς μεσήλικες», μίλησαν και για τις ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου, που «παραχάιδεψε» τάχα τα παιδιά της.

Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Νομίζω ότι στη ρίζα του κακού μπορεί κανείς να φτάσει μόνον με αναστοχασμό και κριτική, που γίνεται με ταπεινοφροσύνη, με γενναιότητα απέναντι στους ισχυρούς και γενναιοδωρία προς όσους διαφωνούν μαζί μας, κριτική που δεν διστάζει να στεναχωρήσει τον οικείο, τον φίλο, τον συνάδελφο του διπλανού γραφείου, ακόμη και τον προϊστάμενο, όσο επίφοβος και αν είναι αυτός. Παραδέχομαι ότι αυτό δεν είναι εύκολο. Οχι τόσο για λόγους προσωπικού κόστους και καριέρας, όπως θα υποστήριζε ο κυνικός της παρέας, όσο γιατί η κριτική αυτή προϋποθέτει πάνω απ’ όλα τον έλεγχο των δικών μας παρορμήσεων. Από το αν κάποιος είναι διατεθειμένος να τον επιχειρήσει, κρίνεται τελικά πόσο ειλικρινής είναι.

ΥΓ.: Για τον αναγνώστη που δεν έχει εγκύψει στην υπόθεση του Βοτανικού, επισημαίνεται ότι, με κριτήριο την ανθρώπινη ματαιοδοξία, σε αυτήν, περισσότερο και από τον Παναθηναϊκό (που, στο κάτω-κάτω το δικαιούται) εμπλέκεται και ο πιο προκλητικός από τους «ισχυρούς», στους οποίους αναφέρεται το παρόν άρθρο. Και τούτο με πολιτική κάλυψη που εντυπωσιάζει για το πλάτος της. Ολως τυχαίως, για την κρίσιμη αγοραπωλησία, ο ίδιος «ισχυρός» χρησιμοποίησε ως συμβολαιογράφο την εσχάτως γνωστότερη από τους λειτουργούς αυτού του κλάδου, σύζυγο τ. υπουργού.

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3176