Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αγώνας δρόμου του Ομπάμα για τη διάσωση της αμερικανικής οικονομίας

Κάκη, Μπαλλή

Αυγή της Κυριακής, 2009-02-15


Ένα τρισεκατομμύριο εδώ, ένα τρισεκατομμύριο εκεί, τα νούμερα που συνοδεύουν τις επιχειρήσεις σωτηρίας του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος, αλλά και της οικονομίας της κλυδωνιζόμενης υπερδύναμης ξεπερνούν την ανθρώπινη φαντασία. Δυο τέτοιες επιχειρήσεις ξεκινά ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Μπάρακ Ομπάμα, τη μία, έχοντας εξασφαλίσει -με ανταλλάγματα- τις ευλογίες του Κογκρέσου, τη δεύτερη, έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη της Κεντρικής Τράπεζας, της Fed. Αυτό κατʼ αρχήν είναι θετικό, αφού ο χρόνος είναι κρίσιμος παράγοντας στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κρίση. Όμως, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.

Η πρώτη, η επιχείρηση αναθέρμανσης της οικονομίας με σχεδόν 800 δισεκατομμύρια δολάρια, πρωτίστως έχει ένα στόχο: τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο Ομπάμα επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι η επιτυχία της κυβέρνησής του θα «μετρηθεί» με θέσεις εργασίας, τέσσερα εκατομμύρια υποσχέθηκε να φτιάξει. Όμως ήδη ο πήχης χαμήλωσε κατά μισό εκατομμύριο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ηγέτη της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Χάρι Ριντ, ενώ οι ειδικοί αμφιβάλλουν εάν με το «πακέτο» των δισεκατομμυρίων είναι εφικτό να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, εκτιμούν μάλιστα ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία εάν δεν συνεχίζουν να χάνονται.

Το γεγονός ότι η Γερουσία υπερψήφισε με συνοπτικές διαδικασίες το «πακέτο» Ομπάμα και δη με την ψήφο τριών μάλλον γενναίων Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών -κόντρα στην ασφυκτική πίεση του κόμματός τους- του πιστώνεται ως μια πρώτη μεγάλη επιτυχία, έστω κι αν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του έκοψαν μερικά δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο από τα εγκριθέντα 789 δισ. μόλις το ένα πέμπτο, τα 150 δισ. θα πάνε στην κατασκευή δρόμων, την ανακαίνιση σχολείων και γενικότερα στις υποδομές, ενώ υπό την πίεση της Γερουσίας μειώθηκε και το ποσό που είχε προβλεφθεί για την ενίσχυση του συστήματος υγείας και την ασφάλιση των μακροχρόνια ανέργων. Πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια θα δοθούν για την στήριξη των τοπικών προϋπολογισμών των καταχρεωμένων Πολιτειών, ώστε να μη προχωρήσουν σε απολύσεις στη διοίκηση και την κοινή ωφέλεια.

Επιμονή στις φοροελαφρύνσεις

Πάντως, σχεδόν το μισό ποσό, πάνω από 300 δισεκατομμύρια, θα πάει στις σχεδιαζόμενες φοροελαφρύνσεις των αμερικανικών νοικοκυριών. Σύμφωνα με έναν πρόχειρο υπολογισμό το 95% των φορολογουμένων θα πληρώσει τα επόμενα δύο χρόνια 400 δολάρια λιγότερα για φόρους, χρήματα που η κυβέρνηση Ομπάμα ελπίζει να διοχετευτούν στην κατανάλωση. Ωστόσο, πέραν του να ελπίζει δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα, ειδικά όταν ο φόβος της ανεργίας οδηγεί για πρώτη φορά τους Αμερικανούς σε καταναλωτική... απροθυμία.

Τέλος, στο «πακέτο» για την αναθέρμανση της οικονομίας απαλύνθηκε και η ρήτρα «αγοράστε αμερικανικά», που είχε προκαλέσει τη μήνη της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και του Καναδά. Στην πρώτη εκδοχή προβλεπόταν ότι στα δημόσια έργα θα έπρεπε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά σίδηρος, χάλυβας και άλλες πρώτες ύλες από την αμερικανική παραγωγή, στην τελική εκδοχή προστέθηκε και η επισήμανση ότι όλα τα μέτρα θα πρέπει να είναι συμβατά με τις διεθνείς συμφωνίες που δεσμεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το πρόγραμμα για τις τράπεζες

Η δεύτερη επιχείρηση σωτηρίας, αυτή του τραπεζικού συστήματος, την οποία παρουσίασε ο υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ την περασμένη Τρίτη, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο στόχαστρο της κριτικής, ενώ «τιμωρήθηκε» από τη Wall Street με πτώση των δεικτών και υπερβολική δόση γκρίνιας. Σε βαθμό που να προκαλέσει την οργή του προέδρου Ομπάμα, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι «η Wall Street ελπίζει σε μια εύκολη διέξοδο από την κρίση, αλλά τέτοια διέξοδος δεν υπάρχει». Το πρόγραμμα για τις τράπεζες, στο οποίο συμμετέχει και η Fed, αποτελείται ουσιαστικά από τρεις πυλώνες:

- 500 δισεκατομμύρια έως ένα τρισεκατομμύριο δολάρια θα διατεθούν για ένα είδος «κακής τράπεζας»- πρόκειται για ένα επενδυτικό πρόγραμμα που θα παρέχει κίνητρα σε ιδιώτες επενδυτές, τύπου Hedge Funds (κερδοσκοπικά κεφάλαια), να αγοράσουν τα επισφαλή δάνεια και τα «τοξικά» προϊόντα των τραπεζών, τα οποία δηλητηριάζουν τους ισολογισμούς τους και μπλοκάρουν την πιστωτική αγορά.

- 200 δισεκατομμύρια έως ένα τρισ. θα διατεθούν για εγγύηση των πιστώσεων σε επιχειρήσεις και καταναλωτές, ώστε να τερματιστεί η πιστωτική ασφυξία, να κινηθεί πάλι η αγορά αυτοκινήτου, να στηριχθούν τα φοιτητικά δάνεια και να αποφευχθεί ένα κραχ με τις πιστωτικές κάρτες.

- 50 δισ. δολάρια θα διοχετευτούν ώστε να διευκολυνθεί η επαναδιαπραγμάτευση των στεγαστικών δανείων, που οι δικαιούχοι δεν μπορούν να αποπληρώσουν, προκειμένου να τους επιτραπεί να διατηρήσουν το ακίνητό τους. Αυτό το ποσό έρχεται να προστεθεί στα 600 δισ. δολάρια που διαθέτει για τον ίδιο σκοπό η Κεντρική Τράπεζα.

Η θολή «κακή τράπεζα»

Ο πρώτος πυλώνας του προγράμματος είναι και ο πιο προβληματικός. Πώς ακριβώς θα πειστούν ιδιώτες επενδυτές να αγοράσουν τα «σκουπίδια» των τραπεζών; Εάν άξιζαν κάτι θα το είχαν κάνει από καιρό. Συνεπώς ο Γκάιτνερ μάλλον θα αναγκαστεί να προικοδοτήσει μόνο με κρατικά λεφτά την «κακή τράπεζα». Σε αυτή την περίπτωση απλά κοινωνικοποιούνται οι ζημίες των τραπεζών, ο φορολογούμενος φορτώνεται όλο το ρίσκο, και οι τράπεζες τη γλιτώνουν με ξένα κόλλυβα. Αντʼ αυτού, με τόσα λεφτά που σκοπεύει να δώσει, θα μπορούσε να επιλέξει το μοντέλο των κρατικοποιήσεων, μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, και να «καθαρίσει τη μπουγάδα». Όσες τράπεζες σωθούν μπορεί μετά πάλι να τις ιδιωτικοποιήσει -εισπράττοντας πίσω όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος από τα λεφτά των φορολογουμένων- και κάποιες άλλες να τις οδηγήσει συντεταγμένα σε πτώχευση.

Προφανώς δεν είναι ευχάριστο για μια δυτική κυβέρνηση, πόσο μάλιστα των Ηνωμένων Πολιτειών, να κρατικοποιήσει έναν ολόκληρο τομέα της οικονομίας. Αλλά θα ήταν μια καθαρή -και ίσως περισσότερα υποσχόμενη- λύση, σαν αυτή που επέλεξε στις αρχές της δεκαετίας του ʼ90 η Σουηδία. Ωστόσο, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος δεν θέλησε να ακολουθήσει αυτή την οδό. Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε, μίλησε μεν για το σουηδικό μοντέλο, για να το απορρίψει στη συνέχεια μετά πολλών επαίνων- και με το επιχείρημα ότι «στην Αμερική έχουμε άλλες παραδόσεις».

Εν πάση περιπτώσει, ο Γκάιτνερ παρέλειψε να εξηγήσει με λεπτομέρειες πώς ακριβώς θα λειτουργήσει αυτό το επενδυτικό πρόγραμμα τύπου «κακής τράπεζας», κάτι που του επιρρίπτουν πολλοί στην Ουάσινγκτον και στη Wall Street. Η χειρότερη ερμηνεία αυτής της παράλειψης είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν ξέρει ακριβώς τι να κάνει για να αντιμετωπίσει την κρίση, η οποία -γι αυτό είναι πλέον πεπεισμένο το οικονομικό επιτελείο του Ομπάμα- θα αποδειχθεί πολύ πιο βαθιά απʼ ότι νόμιζαν μέχρι χθες.

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3242