Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Απότομη προσγείωση

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2009-02-22


Απότομα προσγείωσαν την κυβέρνηση η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το «σχέδιο», που υπερήφανα διακήρυσσε πριν από δέκα ημέρες ακόμα ο πρωθυπουργός, καταδείχτηκε ανυπόστατο. Οι υπουργοί που το συνέταξαν, ο Γ. Σουφλιάς πρώτος, ο Γ. Παπαθανασίου κατόπιν, διαβεβαιώνουν ότι θα κάνουν όσες προσαρμογές απαιτηθούν. Στο μεταξύ ολοκληρωμένη πολιτική για να ξέρουμε πού βαδίζουμε δεν υπάρχει, μόνο διάσπαρτες επί μέρους πρωτοβουλίες.

Για μια φορά πάντως η πάγια τακτική της κυβέρνησης Καραμανλή, να διαμορφώνει τις πολιτικές της με βάση τι ακούει στις δημοσκοπήσεις, λειτούργησε σε σωστή κατεύθυνση: Η τροπολογία που ανήγγειλε στη Βουλή ο υπουργός Οικονομίας Γιάννης Παπαθανασίου, να μην επιτρέπεται στις τράπεζες που έχουν υπαχθεί στο σχέδιο ενίσχυσης της ρευστότητας -και για όσο χρόνο παραμένουν- να διανείμουν μερίσματα στους μετόχους τους παρά μόνο με τη μορφή νέων μετοχών, δεν ανταποκρίνεται μόνο σε ένα στοιχειώδες αίσθημα δικαιοσύνης.

Προφανώς δεν νοείται να ενισχύονται με δημόσιους πόρους για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και ένα μέρος από τους πόρους αυτούς να το μοιράζουν σαν κερδη. Αλλά αποσκοπεί επίσης στη μέγιστη διοχέτευση δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά αυξάνοντας ταυτόχρονα το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών.

Πρώτος εφάρμοσε ένα τέτοιο μέτρο ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν, άλλες κυβερνήσεις δεν ακολούθησαν όμως μπροστά στις οξείες αντιδράσεις.

Περισσότερη σκέψη χρειάζεται ίσως το δεύτερο σκέλος της τροπολογίας, που απαγορεύει στις τράπεζες να αγοράζουν δικές τους μετοχές. Ξέρουμε ότι κερδοσκοπικά παιχνίδια πάντα γίνονται, αλλά σε συνθήκες πτώσης των χρηματιστηριακών αξιών η επαναγορά μετοχών από μια τράπεζα (ή επιχείρηση) συνιστά κάποτε πρόσφορο μέσο για τη στήριξη της τιμής της μετοχής της.

Αν δεν καταφέρει να τη συγκρατήσει, επιδεινώνεται η σχέση των δικών της προς τα δανειακά κεφάλαια, η τράπεζα αδυνατεί να ανταποκριθεί στους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, επομένως και να χορηγεί νέα δάνεια.

Ως προς το «πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης» που ήταν το κύριο θέμα της κοινοβουλευτικής του τοποθέτησης, ο κ. Παπαθανασίου επιχείρησε να «πετάξει το μπαλάκι» στην αντιπολίτευση. Κοινός τόπος της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος και της αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναγνώρισε, είναι ότι η προσαρμογή πρέπει να είναι άμεση και όχι σταδιακή, επειδή οι αγορές τιμωρούν την Ελλάδα με υψηλότερα επιτόκια.

Χωρίς να απαντήσει στο κρίσιμο ζήτημα του κόστους του δανεισμού ούτε σε οποιοδήποτε κριτικό επιχείρημα, ο υπουργός κάλεσε τα άλλα κόμματα να πάρουν θέση επαναλαμβάνοντας αναλυτικά τα (από μέρα σε μέρα μεταβαλλόμενα) μέτρα που προβλέπει η κυβέρνηση για να ισχυριστεί απλώς ότι θα οδηγήσουν σε μια σταδιακή προσαρμογή και ότι είναι δυνατό να μειώσουν το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2011 ή και το 2010...

Εναλλακτική στρατηγική

Το κυβερνητικό πρόγραμμα σταθερότητας αγνοεί παντελώς η έκθεση για τη νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος που υποβλήθηκε στη Βουλή τη Δευτέρα. Ο δε διοικητής της Τράπεζας Γιώργος Προβόπουλος αρνήθηκε να το σχολιάσει. Όταν μάλιστα πιέστηκε από τους δημοσιογράφους, απάντησε ότι λέει την άποψή του για την οικονομία παραπέμποντάς τους για την άποψη της κυβέρνησης στον κ. Παπαθανασίου.

Το ενδιαφέρον στην έκθεση δεν είναι μόνον ότι επιμένει πως η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ πρέπει να επιδιωχθεί αποφασιστικά ήδη φέτος. Τη θέση αυτή τεκμηριώνει με το ανερχόμενο κόστος του δημόσιου δανεισμού που προκαλούν η εκρηκτική διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος μαζί με τα επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα που συντηρούσαν πολύ υψηλά το δημόσιο χρέος ενόσω συνεχιζόταν η μεγέθυνση, καθώς και με την πρόβλεψη ότι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας κινδυνεύει να αυξηθεί πολύ περισσότερο στη διάρκεια του έτους εφόσον όλα τα μεγάλα κράτη θα βγαίνουν στις αγορές για τεράστια δάνεια.

Ούτε είναι μόνο το επιχείρημα ότι μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με αύξηση των κρατικών δαπανών, όπως την ακολουθούν άλλες χώρες για να αντιμετωπίσουν την ύφεση, στις σημερινές ελληνικές συνθήκες θα είχε συσταλτική επίπτωση, επειδή θα αύξανε υπέρμετρα το κόστος χρηματοδότησης για ολόκληρη την οικονομία, συμπαρασύροντας προς τα πάνω τα επιτόκια και για τον ιδιωτικό τομέα.

Ενώ, αντίθετα, μια συσταλτική πολιτική στις δημόσιες δαπάνες θα μπορούσε να φέρει επεκτατικό αποτέλεσμα, στον βαθμό που θα κατόρθωνε να περιορίσει το κόστος της χρηματοδότησης.

Αυτό που προπάντων αξίζει να διερευνηθεί είναι η πεποίθηση της έκθεσης ότι, χωρίς να αυξηθούν, οι δημόσιες δαπάνες είναι δυνατόν να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα. Προϋπόθεση είναι η ανακατανομή τους και η βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους ώστε να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις, «που αποδεδειγμένα έχουν μεγαλύτερο αναπτυξιακό από τέλεσμα από άλλες δαπάνες (οι οποίες πρέπει να περιοριστούν)», όπως γράφει.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα, στην αύξηση της απασχόλησης και τη διαρκή ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού, στις «πράσινες» επενδύσεις μέσα από αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Όλα αυτά, όπως και η δραστική μείωση της φοροδιαφυγής που υποδεικνύεται, θα σήμαιναν ριζική αναθεώρηση του προϋπολογισμού, συγκεκριμένο μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό και μια σειρά μεταρρυθμίσεις. Δεν αρκεί δηλαδή να εξαγγέλλονται απλώς περικοπές «ελαστικών» δαπανών, όπως κάνει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση. Έχουμε άλλωστε κάθε συμφέρον να αποφύγουμε την επιβολή πιο οδυνηρών γενικών περικοπών απ’ έξω, από την οποία κινδυνεύουμε όσο δεν σχεδιάζουμε εμείς τις ανακατανομές.

Θα χρειαζόταν να ξανακοιταχτούν στο σύνολό τους ένα ένα τα κονδύλια, με νέα αναπτυξιακά, αληθινά κοινωνικά κριτήρια, όχι με τα υφιστάμενα των εκλογικών σκοπιμοτήτων. Και θα χρειαζόταν, προφανώς, μια ευρεία διαπραγμάτευση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και με όλα τα κοινωνικά συμφέροντα που επηρεάζονται από τέτοιες ανακατανομές. Αλλά θα έπρεπε να ολοκληρωθεί γρήγορα.

Πιέζει ο χρόνος

Στο μεταξύ σε εξέλιξη βρίσκεται μια άλλη διαπραγμάτευση, ανάμεσα στην κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και τις κυβερνήσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Με διπλωματικές κατʼ αρχήν διατυπώσεις, μένοντας σε πιο τυπικά χαρακτηριστικά, αλλά διόλου λιγότερο αυστηρή σε όσα εννοεί από την έκθεση Προβόπουλου, η αξιολόγηση του ελληνικού κυβερνητικού προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι δηλώσεις του επιτρόπου Χοακίν Αλμούνια, που τη συνόδευσαν, άνοιξαν αυτή τη διαπραγμάτευση.

Πρώτος σταθμός θα είναι η σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. την 1η Μαρτίου, όπου ο πρωθυπουργός θα μπορέσει να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι πώς διαγράφεται η δυνατότητα ευρωπαϊκής στήριξης για τον δανεισμό των ασθενέστερων κρατών.

Η μεταστροφή της μέχρι πρόσφατα αδιάλλακτης γερμανικής κυβέρνησης στο θέμα αυτό, μέσα στη συνεχή επιδείνωση της κρίσης στην Ευρώπη, δεν γίνεται ειδικά για την Ελλάδα. Άλλες χώρες πλήττονται πολύ δριμύτερα, η Ιρλανδία για παράδειγμα, καθώς η αναπτυξιακή της εξωστρέφεια την εξέθεσε πολύ περισσότερο στην παγκόσμια ύφεση ανατρέποντας την υποδειγματική της δημοσιονομική ισορροπία.

Εφόσον υλοποιηθεί σε συγκεκριμένη πολιτική, θα μπορούσε πάντως να ωφελήσει και τη χώρα μας. Αλλά οι όροι δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα συνδέονταν με την ένταξη σε ένα τέτοιο σχέδιο κινδυνεύουν να είναι πολύ πιο σκληροί από όσο έχουμε γνωρίσει μετά το 1994, ανάλογοι πιθανώς με αυτούς που επέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ουγγαρία: πάγωμα μισθών στο Δημόσιο, οδυνηρές αλλαγές στο σύστημα των συντάξεων κ.ο.κ.

Γιʼ αυτό ο κ. Καραμανλής προτίθεται, όπως ανακοίνωσε προχθές, να ζητήσει να συναντήσει όλους τους πολιτικούς αρχηγούς.

Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3276