Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Σκέψεις για την παγκόσμια κρίση

Χριστίνα, Αγριαντώνη

Αυγή της Κυριακής, 2009-03-08


Αν δεν ήταν επικίνδυνο, θα ήταν απλώς κωμικό το θέαμα των πολιτικών οι οποίοι επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση παρουσιάζοντάς την περίπου ως φυσική καταστροφή, ενώ με τον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό τους και με τις συγκεκριμένες επιλογές τους έχουν συμβάλει σε αυτήν αποφασιστικά. Θυμίζουν τον δυστυχή πρόεδρο Χούβερ, ο οποίος, αφού επί μακρόν αρνιόταν σθεναρά την ύπαρξη της κρίσης, ακολούθως βύθισε την Αμερική και τον κόσμο ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση ως το 1933, οπότε η νέα ηγεσία άλλαξε δραστικά γραμμή πλεύσης.

Όσοι δεν πιστεύουν ότι οι οικονομικές κρίσεις στα καπιταλιστικά καθεστώτα είναι φυσικά φαινόμενα, όσοι δεν πιστεύουν γενικότερα ότι η οικονομία είναι ένα αυτόνομο πεδίο, υπεράνω πολιτικής και ιδεολογίας, αναζητούν στην πρόσφατη ιστορία την αλληλουχία των πολιτικών επιλογών και των οικονομικών συμπεριφορών που οδήγησαν τα πράγματα ως εδώ. Το ζητούμενο δεν είναι να δαιμονοποιηθούν άνθρωποι, φορείς ή κοινωνικές ομάδες, αλλά να εντοπιστούν, κατά το δυνατόν, οι εστίες παραγωγής της κρίσης και οι μηχανισμοί διάδοσης και διεύρυνσης της ύφεσης: χωρίς κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση περί θεραπείας. [...]

***

Πέρα όμως από το γενικό πλαίσιο, πέρα από τη βαθύτερη και ουσιαστική κριτική στον καπιταλισμό που έχει γίνει από καιρό, το ζητούμενο είναι να εντοπιστούν οι εξελίξεις στην πρόσφατη περίοδο, οι συγκεκριμένες πολιτικές και συμπεριφορές --και οι ιδεολογίες που τις εκτρέφουν--, που θα πρέπει να αποτελέσουν τον πρώτο στόχο οποιασδήποτε προτεινόμενης "θεραπείας". Δύο είναι τα σημαντικότερα ζητήματα στο επίπεδο αυτό.

Το πρώτο είναι οι πολιτικές της συστηματικής απορρύθμισης που εφαρμόστηκαν σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο από τη δεκαετία του 1980 και στόχευαν στην απελευθέρωση των αγορών, στην κατάργηση των ελέγχων και περιορισμών της κίνησης κεφαλαίων, στη μείωση των φόρων (ιδίως για τους πλουσιότερους), στην επιβολή λιτότητας στους μισθούς (αποσύνδεση από τα κέρδη παραγωγικότητας) και στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Οι πολιτικές αυτές προέβαλαν ως κεντρικό στόχο τη νομισματική σταθερότητα και τον έλεγχο του πληθωρισμού και έθεσαν στο περιθώριο τη μέριμνα για την απασχόληση. Το ιδεολογικό τους υπόβαθρο ήταν η απόλυτη πίστη στις ικανότητες της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς -- κάτι που για άλλη μια φορά, πανηγυρικά, διαψεύδεται σήμερα.

Σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές αυτές αποτέλεσαν μια γιγαντιαία επιχείρηση αναδιανομής της "πίτας" σε βάρος της εργασίας και υπέρ της αποκατάστασης του κέρδους των επιχειρήσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και ως το 1978-80 το μέσο ποσοστό του κέρδους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχε κατρακυλήσει από τα επίπεδα του 20%-23% ετησίως στα επίπεδα του 12-13%. Από εκεί και πέρα άρχισε η ανόρθωση, και στα 1996-98 τα επίπεδα των κερδών έφτασαν στο 19% στις ΗΠΑ και στο 24% στην Ευρώπη. Θα ήταν όμως απλουστευτικό να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν μόνον αυτός ο στόχος. Πρώτα πρώτα, η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων εξυπηρετούσε και τα ίδια τα κράτη, που απέκτησαν έτσι πρόσβαση σε ανεξάντλητες πηγές δανεισμού για τη χρηματοδότηση των δικών τους δαπανών. Έπειτα, τόσο η μείωση των φόρων και των ελέγχων όσο και η πειθάρχηση της εξέλιξης των μισθών θεωρήθηκαν απαντήσεις στον διεθνή ανταγωνισμό και στις τάσεις αναχωροθέτησης των επιχειρήσεων σε πλανητική κλίμακα. Έτσι, μπαίνουν στον λογαριασμό και οι πολιτικές των αναπτυσσόμενων κρατών, όπου επίσης από τη δεκαετία του 1980 και εφεξής, εφαρμόστηκαν πολιτικές προσέλκυσης των ξένων κεφαλαίων, με παραχώρηση φοροαπαλλαγών και διακριτική σιωπή στα ζητήματα μεταχείρισης του τοπικού εργατικού δυναμικού. Είναι λοιπόν φανερό ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία απαιτεί και πραγματικά παγκόσμιο συντονισμό και έλεγχο -- και κάθε λογική περιχαράκωσης στο εθνικό επίπεδο είναι απλώς αναχρονισμός.

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι η εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εδώ έχει συντελεστεί μια μικρή επανάσταση στις πρακτικές αλλά και στις νοοτροπίες. Ας διευκρινιστεί ότι η διάκριση χρηματοπιστωτικού τομέα και "πραγματικής οικονομίας" δεν έχει νόημα από την άποψη αυτή: οι παραγωγικές επιχειρήσεις υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος των εξελίξεων. Η κοινή για όλους, μεγάλη αλλαγή έχει να κάνει με τον τρόπο χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όπου το κύριο βάρος μετατέθηκε από τις τράπεζες στην κεφαλαιαγορά. Στη Γαλλία, το ποσοστό του τραπεζικού δανεισμού επί του συνόλου της εξωτερικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων έπεσε μεταξύ 1980 και 2000 από 63% σε 28%, ενώ αντίστοιχα το μερίδιο της χρηματοδότησης μέσω κεφαλαιαγοράς (έκδοση μετοχών, ομολόγων κ.λπ.) αυξήθηκε από 2,8% σε 52,5%. Οι τράπεζες δηλαδή έχασαν, όπως λέγεται, τον κύριο ρόλο τους ως διαμεσολαβητές στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Και, για να αναπληρώσουν το κενό, στράφηκαν οι ίδιες στις κεφαλαιαγορές και στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους: με λόγια απλά, αντί να δίνουν δάνεια, αγόραζαν τίτλους επιχειρήσεων, και αντί να συλλέγουν καταθέσεις ή να αυξάνουν τα ίδια κεφάλαια, εξέδιδαν δικούς τους τίτλους στην αγορά. [...]

Πέρα από τις τράπεζες όμως, ανάλογες εξελίξεις συνέβησαν και στις επιχειρήσεις. Υπό την πίεση των κατόχων των τίτλων τους (τραπεζών και θεσμικών επενδυτών), το κύριο ενδιαφέρον των μάνατζερ των επιχειρήσεων στράφηκε στη μεγιστοποίηση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής, χωρίς σύνδεση με την ανάπτυξη της δραστηριότητας και της απασχόλησης. [...]

Όλα τα παραπάνω, μακροπρόθεσμοι και μεσο-βραχυπρόθεσμοι παράγοντες της κρίσης, οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: χωρίς συστήματα αναδιανομής του πλούτου και χωρίς κάποιας μορφής έλεγχο του συστήματος, και ιδιαίτερα της πιο επιθετικής συνιστώσας του, που είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν μπορεί να υπάρξει προκοπή -- εάν δεν θέλει κανείς, βέβαια, να υιοθετήσει την ανομολόγητη πλην υπαρκτή όσο και κυνική παραδοχή των ανυποχώρητων υπερασπιστών της μη παρέμβασης, ότι η κρίση αργά ή γρήγορα θα περάσει, αδιάφορο πόσα θύματα θα αφήσει πίσω της...

Προσωπικά, δεν περιμένω αυτοί που οδήγησαν με τις πολιτικές τους επιλογές τα πράγματα ως εδώ να γίνουν και φορείς των νέων λύσεων. Από την άλλη μεριά, δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει διατυπωθεί μια συνεκτική πρόταση αναδιάταξης του συστήματος. Μια μηχανιστική επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατική, κεϋνσιανού τύπου διαχείριση της περιόδου 1950-1975 δεν έχει νόημα, κατά τη γνώμη μου, για τον απλό λόγο ότι ο κόσμος έχει ριζικά αλλάξει στο μεταξύ. Έχει ωστόσο νόημα να υπενθυμίζει κανείς, κυρίως απέναντι στην αλαζονεία της νεοφιλελεύθερης σκέψης, ότι ο δυτικός κόσμος αναπτύχθηκε με ραγδαίους ρυθμούς σχεδόν επί τριάντα χρόνια με τη διαχείριση αυτή -- μια διαχείριση που σήμαινε: συμμετοχή των μισθών στα κέρδη παραγωγικότητας, κράτος πρόνοιας, άσκηση ενεργού οικονομικής πολιτικής μέσω του προϋπολογισμού και του νομίσματος με στόχο τη διατήρηση της ζήτησης, και διευθυνόμενα χρηματοπιστωτικά συστήματα. Οι μεγάλες αλλαγές της τελευταίας τριακονταετίας (από τη διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ως τις δημογραφικές εξελίξεις) επέβαλαν την αναπροσαρμογή του προτύπου αυτού. Άλλο αναπροσαρμογή όμως, και άλλο η συνολική κατεδάφιση που επιχειρήθηκε από τις πολιτικές της περιόδου 1980 και εντεύθεν. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι χρειαζόμαστε νέες ιδέες, για τη νέα και πρωτόγνωρη φάση εξέλιξης του συστήματος στην οποία βρισκόμαστε.

H Χριστίνα Αγριαντώνη διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Το άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένη εκδοχή της παρέμβασης στη συζήτηση που οργάνωσε ο Όμιλος Προβληματισμού και Παρέμβασης "Αριστερά Σήμερα" (ΑΡ.ΣΗ.) για την παγκόσμια κρίση, στις 16.12.2008. Τα "Ενθέματα" δημοσιεύουν σήμερα εκτεταμένα αποσπάσματα, ενώ το κείμενο, στην πλήρη μορφή του, δημοσιεύεται στο τεύχος 103 του περιοδικού "Σύγχρονα Θέματα", που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες.

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3315