Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αναγκαίο το Σύμφωνο Σταθερότητας

ΑΝ ΠΑΡΑΛΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ,ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΜΕ ΔΙΚΟ ΜΑΣ

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2009-03-11


Καθώς η αναμενόμενη μεγάλη διόγκωση των δημοσίων ελλειμμάτων εντείνει παντού τις ανησυχίες μήπως, μόλις άρχισαν οι προσπάθειες για την ανάκαμψη, πρέπει να ετοιμαστούμε για μιαν άμεση επιβολή λιτότητας; Το ερώτημα έθετε στη «Le Μonde» χθες - επίκαιρα, αφού την ίδια ημέρα συνεδρίαζε το Συμβούλιο Εcofin με αυτές ακριβώς τις δυσμενείς προβλέψεις για τα ελλείμματα- ο οικονομολόγος Ζαν Πιζανί-Φερί, διευθυντής του Κέντρου Βruegel, καλεσμένος πρόσφατα στην Αθήνα σε ημερίδα του ΙΟΒΕ. Και απαντούσε κατηγορηματικά «όχι»: εν μέσω συρρίκνωσης των οικονομιών, η δημοσιονομική λιτότητα θα ήταν βαρύ σφάλμα. Με την άποψη αυτή σίγουρα θα συμφωνούσε η πολύ μεγάλη πλειονότητα στη χώρα μας. Λιγότερο αυτονόητη θα έβρισκε όμως τη συλλογιστική που τη στηρίζει και την κατάληξή της. Ίσως γι΄ αυτό το άρθρο να χρησίμευε στην ελληνική συζήτηση.

Κάθε άλλο παρά οπαδός της γενικής χαλαρότητας, ο Πιζανί-Φερί υποστηρίζει ότι η ορθή πολιτική θα ήταν να αυξηθούν αποφασιστικά οι δημόσιες δαπάνες σήμερα (ή να μειωθούν φόροι) προκειμένου να στηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα, αλλά ταυτόχρονα εξίσου αποφασιστικά να αναληφθεί η δέσμευση ότι το κράτος θα αποταμιεύσει αύριο, όταν η ύφεση θα έχει ξεπεραστεί. Η Ευρώπη βρίσκεται πίσω από τις ΗΠΑ στις προσπάθειες για την ανάκαμψη, επισημαίνει. Μπορεί η Επιτροπή να μετράει τη δημοσιονομική τόνωση στο 3%-4% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, αλλά αθροίζει εδώ δάνεια που χορηγεί ο δημόσιος τομέας, υποκαθιστώντας τα ιδιωτικά που έχουν παγώσει, και τους λεγόμενους «αυτόματους σταθεροποιητές», δηλαδή την αυτόματη υπό συνθήκες ύφεσης μείωση των φορολογικών εσόδων και αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων, ανεργίας ιδίως. Καθαυτά τα νέα μέτρα των ευρωπαϊκών προϋπολογισμών για τη στήριξη της οικονομίας δεν ξεπερνούν το 0,9% του ΑΕΠ φέτος, έναντι 2% που προβλέπει το αμερικανικό πρόγραμμα. Η υστέρηση οφείλεται στον ευρωπαϊκό κατακερματισμό, ο οποίος στη συνέχεια εκθέτει τα ασθενέστερα κράτη (Ελλάδα, Ιρλανδία) να δανείζονται ακριβότερα. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες χρειάζεται να μετέχουν στις προσπάθειες για την ανάκαμψη, θεωρεί ο Πιζανί-Φερί, και όλες επίσης, προπάντων εκείνες με τα πιο προβληματικά δημόσια οικονομικά, να δεσμευθούν ότι θα τα εξυγιάνουν κατόπιν. Σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι οπαδοί των μόνιμων ελλειμμάτων και οι θιασώτες της ατελείωτης λιτότητας, άμεση πολιτική για την ανάκαμψη και μελλοντική πειθαρχία αλληλοσυμπληρώνονται, γράφει. Θα απαιτούνταν όμως ένα Σύμφωνο Σταθερότητας διαφορετικό από το υφιστάμενο, το οποίο ούτως ή άλλως παραβιάζεται δέκα χρόνια τώρα, χωρίς να ασκείται αξιόπιστη ευρωπαϊκή εποπτεία στην εφαρμογή του (είδαμε στην Ελλάδα την Επιτροπή, τη μια να επαινεί προόδους, την άλλη να ανακαλύπτει μαύρες τρύπες): ένα Σύμφωνο που θα δίνει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών βραχυπρόθεσμα, αλλά θα ελέγχει σοβαρά την εξέλιξη του χρέους μεσοπρόθεσμα. (Προ έξι ετών όταν το έλλειμμα έμοιαζε να συγκρατείται, το χρέος όμως όχι, εμείς αντιστεκόμασταν σθεναρά σε σχετική πρόταση.) Εκτιμώντας πάντως ως μη πιθανή μια τέτοια αλλαγή του Συμφώνου σήμερα, ο αρθρογράφος συμπεραίνει ότι εναπόκειται σε κάθε χώρα να ορίσει δικούς της κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και να δημιουργήσει θεσμούς που θα εγγυώνται την ικανότητά της να τους σεβαστεί. Όσο γρηγορότερα το κάνει τόσο καλύτερα θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μιαν οικονομική κατάσταση που δεν παύει να επιδεινώνεται, καταλήγει.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας φαίνεται να μην είχε παρά αντιπάλους στην Ελλάδα. Πλήθος κοινωνικών κατηγοριών, δημόσιοι υπάλληλοι, άλλοι εργαζόμενοι, αγρότες, επαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες, συνταξιούχοι, το έβλεπαν ως εμπόδιο για να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους από το κράτος, το ίδιο οι φορολογούμενοι που ήθελαν λιγότερα βάρη. Διαδοχικές κυβερνήσεις το παρουσίαζαν ως εξωτερικό καταναγκασμό που απαγόρευε πιο φιλολαϊκά μέτρα ή βολεύονταν να καταγγέλλεται έτσι στον Τύπο, αναζητώντας ταυτόχρονα λογιστικές μεθόδους για να το παρακάμπτουν. Αλλά αντιπολιτευόμενα κόμματα τις μέμφονταν για την υπακοή τους. Μόνον ένας υπουργός Οικονομικών (ο Αλέκος Παπαδόπουλος) βρέθηκε το 1997 να πει ανοιχτά ότι αν δεν υπήρχαν τα κριτήρια του Μάαστριχτ θα έπρεπε να τα εφεύρουμε, γιατί είναι απόλυτη ανάγκη, προς το δικό μας συμφέρον, να μειώσουμε τα ελλείμματα και το χρέος.

Δώδεκα χρόνια δεν το κάναμε και τους κανόνες χρειάζεται να τους θεσπίσουμε σήμερα, υπό δυσμενέστερες συνθήκες, εφόσον επαληθεύεται η απαισιόδοξη εκτίμηση του ΠιζανίΦερί και δεν έχουμε πολλά περισσότερα να περιμένουμε από την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη: με δικά μας κριτήρια για την κατανομή των πόρων, πόσα για να στηριχτούν τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, πόσα για τις επιχειρήσεις, πόσα για δημόσιες πολιτικές, με ποιους φόρους από τους ευπορότερους, με ποιες δεσμεύσεις ότι όντως θα μειωθεί το χρέος, ώστε να συγκρατηθεί το κόστος δανεισμού. Αλλιώς έρχονται τα χειρότερα, πραγματικά απ΄ έξω τώρα.

Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3329