Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Κενό πολιτικής

Ανδρέας, Πανταζόπουλος

Το Βήμα, Νέες Εποχές, 2009-03-29


Μπορούν να τεθούν δημοκρατικά όρια που όχι μόνο θα σέβονται θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των ξένων αλλά και θα αποσυσχετίζουν ένα πολυδιάστατο πρόβλημα ασφαλείας (αλλά και ανεργίας) που αντιμετωπίζουν οι «εκ καταγωγής» έλληνες πολίτες από τους «άλλους»;

Υπάρχει μια σκόπιμη παραγνώριση ουσιαστικών πλευρών του μεταναστευτικού ζητήματος, που αναδιπλασιάζεται από αλλεπάλληλες ιδεολογικοποιήσεις του, ακόμη και αν αυτές φορούν τον μανδύα του ρεαλισμού. Αναφερόμαστε στους μετανάστες κάθε φορά που για τους δικούς της ενίοτε λόγους η τηλεόραση κυρίως προβάλλει τα προβλήματά τους ή και τα προβλήματα ασφαλείας που θεωρείται ότι δημιουργούνται λόγω της λεγόμενης «λαθρομετανάστευσης». Αυτός όμως ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος, πάντα συγκινησιακός, εν θερμώ και ενίοτε κατασκευασμένος σε ένα φαντασιακό πλαίσιο «έκτακτης ανάγκης», μιας απειλής που στοιχειώνουν οι ξένοι, που τυχαίνει να είναι και «παράνομοι», αφού εισήλθαν λαθραία στον εθνικό χώρο, είναι ο χειρότερος δυνατός, ο πλέον επικίνδυνος όχι μόνο για τους ίδιους αλλά δυνάμει ακόμη και για τον εθνικό πληθυσμό. Οπως επίσης αποπροσανατολιστικός και πολιτικά ανεύθυνος είναι εκείνος ο λόγος που επικροτεί για λόγους αρχής τη χωρίς όρια είσοδο στη χώρα όλων όσοι το ζητούν.

Το ζήτημα της ενσωμάτωσης

Αν οι τελευταίοι φαντασιώνονται αφελώς στους «χωρίς χαρτιά», στους «άθλιους» του εικοστού πρώτου αιώνα, το νέο επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο, οι πρώτοι φέρουν σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό την ουσιαστική ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση έμμεσης αλλά σαφούς στοχοποίησης των ξένων για το πρόβλημα ασφαλείας (αλλά και ανεργίας) που φαίνεται να αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Το περιεχόμενο αυτής της ευθύνης συγκεκριμενοποιείται όχι απλώς σε μια αδυναμία αλλά σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο, στην παραδειγματική αδιαφορία του συνόλου σχεδόν της ελληνικής πολιτικής τάξης να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει εδώ και 20 χρόνια μια συνεκτική πολιτική ενσωμάτωσης των ξένων στην κοινωνία. Η αφετηρία του προβλήματος βρίσκεται εδώ: οι μετανάστες θεωρήθηκαν από μεγάλο τμήμα της πολιτικής ελίτ κάτι το παροδικό, φαινόμενο εφήμερο. Οι ξένοι έρχονται στη χώρα για να εργασθούν κάποια χρόνια και στη συνέχεια θα (πρέπει να) επιστρέψουν στις χώρες τους. Συνεπώς, γιατί να σκεφθούμε μια πολιτική δημοκρατικής ενσωμάτωσής τους;

Προσοχή στον συλλογισμό: αυτός δεν βασίζεται «απλώς» σε μια επιφανειακή ανάγνωση της νέας πραγματικότητας (οι ξένοι ήρθαν και θα φύγουν) αλλά και στη δεοντολογική της υποστήριξη: οι ξένοι πρέπει κάποια στιγμή να φύγουν! Ας θυμηθούμε εδώ την περίπτωση Οδυσσέα Τσενάι και την απειλή που εικόνισε για το εθνοτικό μας φαντασιακό. Ας θυμηθούμε, πάνω από όλα, κάποιο από τα άπειρα πλέον καθημερινά παραδείγματα της αγοραίας εκμετάλλευσής τους, τη στυγνή αγοραία ανοχή που δείχνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας απέναντί τους, την ίδια στιγμή που αυτό εξεγείρεται όταν ελάχιστοι από αυτούς, προβαλλόμενοι ως «εισβολείς», έρχονται να ενσαρκώσουν τον μείζονα κίνδυνο κατά της περιουσίας μας.

Επικίνδυνες εξελίξεις

Είναι σε αυτό το αγοραίο, σε αυτό το μη πολιτικό, μοντέλο ενσωμάτωσης που η πολιτεία άφησε να κλιμακωθούν επικίνδυνα οι εξελίξεις, υπερφορτισμένες φυσικά από τον τηλεοπτικό φακό, και μάλιστα σήμερα, σε σοβαρές συνθήκες κοινωνικο-οικονομικής κρίσης και της ανιούσας ανασφάλειας που τη συνοδεύει. Αυτό το μη πολιτικό μοντέλο αγοραίας ενσωμάτωσης, μαρτυρώντας την οικειοθελή παραίτηση των ελίτ από ένα σύνθετο κοινωνικό, οικονομικό αλλά και πολιτισμικό ζήτημα, έφτιαξε τοπικά και υπερτοπικά δίκτυα διευρυμένης και πολύμορφης μαστροπείας, ενίσχυσε τη σύγχρονη δουλεμπορία και τελικά συνήργησε στην εμπέδωση μιας ρατσιστικής αντιμετώπισης των μεταναστών. Ταυτόχρονα όμως έδωσε και το μήνυμα: η αγοραία ενσωμάτωση μπορεί να αλέσει τα πάντα, ακόμη και τους «παράνομους» μετανάστες, επαναστατικοποιώντας και έτσι διαλύοντας τη σχέση και τα όρια νομιμότητας/παρανομίας. Οθεν μεθερμηνευόμενον: η αγορά είναι η καλύτερη απάντηση σε όλα τα προβλήματα, ακόμη και σε αυτό της «ασφάλειας» την οποία θεωρείται ότι απειλούν οι μετανάστες. Η ενσωμάτωση αρχίζει και τελειώνει στην οικονομία. Ο κοινωνικός δεσμός, η σχέση με τους άλλους είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένα οικονομικό ζήτημα. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σε καθαρή κατάσταση! Κοινωνικά λειτουργικό, πολιτικά βολικό (για τις «κουρασμένες» ελίτ), πολιτισμικά ανοιχτό. Ποια ανάγκη λοιπόν για μεταναστευτική πολιτική, για μια δημοκρατική νομοθεσία που θα σέβεται τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα όλων και θα μεριμνά για μια αξιοπρεπή κοινή συμβίωση;

Η δυσκολία μιας απάντησης

Και αν θα έπρεπε να αντιστρέψουμε τους όρους του προβλήματος; Αν, δηλαδή, εντοπίζαμε κάποιους από αυτούς στο κενό πολιτικής που επέτρεψε και, σε κάθε περίπτωση, μεγιστοποίησε το «πρόβλημα»; Μεταμορφώνοντάς το μάλιστα σε «απειλή»; Ισως βέβαια να είναι αργά, γιατί όταν αποδεικνύεται ότι ούτε η οικονομία μπορεί να κάνει τα πάντα (αυτό και αν είναι το μήνυμα της περιόδου που διανύουμε...), όταν και η «απεγνωσμένη» και τραμπούκικη αυτοδικία κατανοεί την εγκληματική αδυναμία της, τότε, αίφνης, το μαραμένο κράτος αναδύεται από τις στάχτες του εμφανίζοντας την κατασταλτική του όψη. Τώρα τα όρια επανέρχονται και η σχέση νόμιμων και παράνομων αποκαθίσταται «εκτάκτως».

Το ερώτημα όμως έστω και τώρα παραμένει: Μπορούν να τεθούν δημοκρατικά όρια που όχι μόνο θα σέβονται θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των ξένων αλλά και θα αποσυσχετίζουν ένα πολυδιάστατο πρόβλημα ασφαλείας (αλλά και ανεργίας) που αντιμετωπίζουν οι «εκ καταγωγής» έλληνες πολίτες από τους «άλλους»; Ομολογώ τη δυσκολία της απάντησης. Θεωρώ, ωστόσο, ότι αυτό το ερώτημα αποτελεί ουσιαστικό μέρος μιας δημοκρατικά επεξεργασμένης μεταναστευτικής πολιτικής που έχει να αντιπαλέψει δύο αντιπάλους, έναν πανίσχυρο μόνιμο κίνδυνο και μια μεγάλη ψευδαίσθηση. Ο κίνδυνος: τη διολίσθησή της σε ένα καθεστώς ρατσιστικών διακρίσεων. Η ψευδαίσθηση: την ιδεολογία του «μεταναστευτισμού» που, εξιδανικεύοντας συνοπτικά όλους τους «χωρίς» (χαρτιά, πατρίδα κτλ.), εκλαμβάνει εγγενώς τη μετανάστευση ως κάτι το αφ’ εαυτού «θετικό» και εξ αυτού δαιμονοποιεί κάθε σχετική αναρώτηση θεωρώντας κάθε εθνική πολιτική εκ προοιμίου «ρατσιστική». Κενό πολιτικής.

Εκτύπωση στις: 2024-04-16
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3396