Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η πρόκληση της ευρωπαϊκής ενότητας

Giorgio, Napolitano

Το Βήμα, Νέες Εποχές, 2009-04-12


...Είναι πολύ επίκαιρο το ζήτημα της δημοκρατίας σε μορφές που υπερβαίνουν τα εθνικά όρια αλλά δεν μετακινούν τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες που έχουν καθοριστεί από την ιστορία της Ευρώπης και έχουν ενδυναμωθεί μέσα από την κοινή μας συνείδηση ως Ευρωπαίων. Δεν πρόκειται εδώ για ζήτημα αορίστως θεωρητικό. Δεν είναι επίσης ζήτημα που απασχολεί μόνο τους παθιασμένους ευρωπαϊστές ή, όπως θα έλεγε κάποιος άλλος, τους εραστές της «παλιάς Ευρώπης». Είμαι αντιθέτως πεπεισμένος ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που μπορεί να ενώσει τις γενιές οι οποίες έζησαν τους πολέμους και τις διαιρέσεις του παρελθόντος με τις γενιές που ακολούθησαν: τις γενιές ακριβώς που γνώρισαν και ζουν όλο και περισσότερο ως τμήμα αναπόσπαστο και αδιαφιλονίκητο της ίδιας τους της ταυτότητας την Ευρώπη των ανοικτών συνόρων και του κοινού νομίσματος. Ενα ζήτημα που μπορεί σε δεύτερο χρόνο να ενώσει, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ακόμη και εκείνα τα κομμάτια της ηπείρου μας που υπήρξαν στο παρελθόν, με τραγικό τρόπο και για μακρό χρονικό διάστημα, αποκομμένες από την Κοινότητα. (...)

Μπορεί κανείς φυσικά να προβληματιστεί γύρω από θέματα όπως η αρνητική έκβαση των δημοψηφισμάτων επί της Συνταγματικής Συνθήκης στη Γαλλία και στην Ολλανδία, ιδρυτικές χώρες της Ενωσης, καθώς και του δημοψηφίσματος επί της Συνθήκης της Λισαβόνας στην Ιρλανδία, χώρα η οποία επωφελήθηκε στο έπακρο από τη συμμετοχή στην Ενωση. Αυτά τα δημοψηφίσματα αποτελούν ένα ανησυχητικό πολιτικό γεγονός από το οποίο δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. Θα ήταν όμως βαθύτατα άδικο και λανθασμένο, αν θέλουμε να κάνουμε μια σφαιρική ανάλυση των προοπτικών της Ενωσης, να ρίξουμε όλο το βάρος στην πλειοψηφικά αρνητική απόφανση των συμμετεχόντων σε μια εκλογική διαδικασία σε μία μόνη χώρα εις βάρος των διαδικασιών διαλόγου και δημοκρατικής ψηφοφορίας των κοινοβουλίων (καθώς επίσης, στην περίπτωση της Συνταγματικής Συνθήκης, και των ίδιων των πολιτών στην Ισπανία και στο Λουξεμβούργο) στη συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των άλλων κρατών-μελών.

Δεν πρέπει, επομένως, να αποφεύγουμε τη συζήτηση περί δημοκρατικού ελλείμματος, συζήτηση τη οποία το βιβλίο του Τσάτσου αντιμετωπίζει με ακρίβεια και εις βάθος. (...)

▅Η μεταρρύθμιση των θεσμών

Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος του δημοκρατικού ελλείμματος είναι η χωρίς δισταγμό επιμονή στη μεταρρύθμιση των κοινοτικών θεσμών, η οποία σχεδιάστηκε, με τρόπο συνθετικό και ακριβή, ήδη με τη Διακήρυξη των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στο Λάακεν στις 21 Δεκεμβρίου 2001, και αναπτύχθηκε στη συνέχεια με ορμή και με ανανεωτικό πνεύμα κατά τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης. Στον δρόμο αυτόν εμφανίστηκαν σοβαρά εμπόδια, που όχι μόνο φρενάρισαν την προοπτική συνταγματοποίησης της Ενωσης, αλλά και μπλόκαραν ως τώρα μια περιορισμένη όσο και αναγκαία απλοποίηση των Συνθηκών και των εργαλείων δράσης της Ενωσης. Αυτές οι αρνητικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι χάθηκαν, στο εγγύς παρελθόν, ιστορικές ευκαιρίες. Για παράδειγμα, δεν ξεκαθάρισε με τρόπο σαφή ότι η προσχώρηση στην Ενωση δεν είναι το ίδιο με τη συμμετοχή σε έναν όμιλο αποκλειστικά βάσει ορισμένων προϋποθέσεων και ότι σημαίνει περισσότερο τη συνειδητή ανάληψη ευθύνης και κοινής βούλησης για πολιτική ενοποίηση. Δεν είναι σαν να ανεβαίνουμε σε ένα τρένο, όσο σαν να συναποφασίζουμε σε ποια κατεύθυνση θα πάει. Θα έπρεπε να είχαμε ξεκαθαρίσει εγκαίρως ότι, όπως δείχνουν πάμπολλα παραδείγματα, ειδικά εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης διάφορες μικρές χώρες απέκτησαν έναν ρόλο που διαφορετικά δεν είχαν ποτέ. Και θα μπορούσαμε να αναδείξουμε περισσότερο το γεγονός ότι η επανάκτηση της κρατικής κυριαρχίας εκ μέρους χωρών που εισήλθαν πρόσφατα στην Ενωση (χωρών με τις οποίες ανέκαθεν, από ιστορική και πολιτιστική άποψη, αισθανόμαστε βαθιά συγγένεια) ενδυναμώθηκε με την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση και δεν τέθηκε εν αμφιβόλω εξαιτίας της.

Και ακόμη: χάθηκε η ευκαιρία να εξηγηθεί στα λιγότερο καλά ενημερωμένα τμήματα της κοινής γνώμης ότι η ανεξαρτησία των κοινοτικών θεσμών αποτελεί παρακαταθήκη καθοριστική για τις μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης και συνοχής, ότι ο ρόλος της Επιτροπής είναι στρατηγικός, τόσο περισσότερο όσο αυτή αποδεικνύεται ικανή να δράσει με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, απελευθερωμένη από ειδικούς καταναγκασμούς και από θέσεις που αντιθέτως τείνουν επικίνδυνα να ταυτίσουν τους επιτρόπους με σημαιοφόρους εθνικών συμφερόντων ή ακόμη και εθνικών κυβερνήσεων.

▅Η διαδικασία της «κοινοβουλευτικοποίησης»

Αλλη πονεμένη συζήτηση, αυτή που αφορά τις πολιτικές, πολιτιστικές και δημοσιογραφικές ελίτ της ηπείρου μας και το πόσο λίγο έχουν αντιληφθεί τα τελευταία χρόνια τη σημασία (δεν χρειάζεται δα ειδική τεχνοκρατική γνώση!) των κοινοτικών θεσμών για αποφάσεις οι οποίες αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών. Τα μέσα ενημέρωσης συχνά μιλούν με συγκεχυμένη ορολογία, ιδίως για τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε αρκετά δημοσιεύματα δίνεται περισσότερο βάρος στη δυσκολία που έχουν οι ευρωβουλευτές να παρακολουθούν με σωστό τρόπο τις εργασίες των οργάνων παρά στο περιεχόμενο των νομοθετικών μέτρων που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες ή στο Στρασβούργο.

Μπορούμε τελικά να δούμε να διαμορφώνεται ένα βλαβερό μείγμα απάθειας και άγνοιας σχετικά με την Ευρώπη. Δεν πρέπει πάντως να αποθαρρυνόμαστε. Οφείλουμε να αντιδράσουμε. Αλλα σημάδια, θετικά, είναι ικανά να μας ενθαρρύνουν. Μια κρίσιμη απάντηση μπορεί να έλθει μέσα από τη συνειδητοποίηση της σημασίας της διαδικασίας σταδιακής «κοινοβουλευτικοποίησης» που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Πρόκειται για μια διαδικασία που όχι τυχαία επιταχύνθηκε σε συντονισμό με τον ολοένα πιο έντονο ρυθμό των μεταρρυθμίσεων των Συνθηκών από τη δεκαετία του ΄90 και δώθε, ιδίως μετά τις τεράστιες αλλαγές που επήλθαν στην Ιστορία μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Είναι ένα σημαντικό δεδομένο το οποίο ίσως αρκούσε από μόνο του να ξεδιαλύνει κάθε παρεξήγηση σχετικά με μια δήθεν σύγκρουση μεταξύ μεταρρύθμισης των κοινοτικών θεσμών και «ευρωπαϊκών πολιτικών».

Η αύξηση των αρμοδιοτήτων συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μαζί με την αντίστοιχη των διαδικασιών του Συμβουλίου στις οποίες οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία, υπήρξε μια θεμελιώδης κατάκτηση- και ως τέτοια θα έπρεπε να γίνεται αντιληπτή και να αξιολογείται. Δεν είναι τυχαίο, όπως επισημαίνουν σήμερα διάφοροι μελετητές, ότι περισσότερο από το 60% των κοινοτικών «νόμων» (πιθανώς 90% από τότε που ετέθη σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας) αποτελούν προϊόν συναπόφασης Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων του ετήσιου και του πολυετούς προϋπολογισμού. Δεν είναι άραγε ένα πολιτικό γεγονός ιστορικής σημασίας το ότι, καθώς η Ενωση διευρυνόταν και ξεπερνούσε άδικες διαιρετικές τιμές, την ίδια στιγμή ενδυνάμωνε την ίδια της την κοινοβουλευτική διάσταση;

Και ότι ουσιαστικά βήματα προόδου συντελέστηκαν όσον αφορά το ξεκαθάρισμα αρμοδιοτήτων μεταξύ των διάφορων θεσμικών επιπέδων, μέσα ιδίως από τον καθορισμό σημαντικών αρχών όπως είναι η επικουρικότητα, η αναλογικότητα και η εγγύτητα; Οφείλουμε εξάλλου να εξετάσουμε με ιδιαίτερη προσοχή τη δυναμική που αναπτύσσει η σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκών Κοινοβουλίωνκαι εθνικών κοινοβουλίων, ακόμη και αν στο παρελθόν σφραγίστηκε και από αμοιβαία καχυποψία. Επίσης οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να παίξουν, στο πλαίσιο μιας καθαρής κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ θεσμικών επιπέδων, έναν σημαντικό ρόλο στην εξελικτική πορεία της Ενωσης. Ολα αυτά σημαίνουν ότι το «δημοκρατικό έλλειμμα», για το οποίο μιλούσα πριν, έχει αρχίσει σιγά σιγά να μειώνεται και μπορεί ακόμη να μειωθεί.

▅Δημοκρατία και αποτελεσματικότητα

Είναι σημαντικό να γίνει λόγος για τη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας στην Ευρώπη και να μην αρνηθούμε ότι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις έχουν ακόμη δρόμο και πρέπει να τις συνεχίσουμε, με αφετηρία τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Μπροστά μας έχουμε συγκεκριμένες και επείγουσες προκλήσεις. Εξάλλου η ίδια η εκτυλισσόμενη οικονομική κρίση καθιστά πιο προφανή τη στρατηγική αξία της ευρωπαϊκής ενότητας. Κανένα ευρωπαϊκό έθνος όσο πλούσιο και πολυπληθές και να είναι, όσο επιδέξια και αν εμφανίζεται στη διεθνή σκηνή ως «προνομιακός συνομιλητής», δεν μπορεί να έχει το βάρος και την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εφόσον αυτή μιλάει με μία φωνή και δρα με δύναμη και αποφασιστικότητα.

Είμαστε σήμερα αντιμέτωποι με μια κρίσιμη δοκιμασία για κάποιες από τις πιο μεγάλες ευρωπαϊκές κατακτήσεις, όπως το ευρώ και η κοινή αγορά, αλλά επίσης, σε τελική ανάλυση, και για τη συγκρότηση ενός κοινού χώρου δικαιωμάτων, πολιτικής συμμετοχής και ελευθερίας. Είναι εύκολο, όσο και ανησυχητικό, να σκεφτούμε πού μπορούν να μας οδηγήσουν τάσεις προς εθνικές υπαναχωρήσεις και περιχαρακώσεις, οι οποίες ήδη γίνονται αισθητές. Η κρίση μπορεί, αντίθετα, και πρέπει να γίνει ευκαιρία ενδυνάμωσης του υποδείγματος υπερεθνικών μορφών κυριαρχίας, τις οποίες προτείνουμε στον κόσμο ως μοναδική και σημαντική εμπειρία.

Αυτό που επιβάλλεται είναι η ανάληψη ενός ανανεωμένου πολιτιστικού και πολιτικού αγώνα, ώστε να διαχυθεί η συνειδητοποίηση του ρόλου που μπορεί να παίξει η ευρωπαϊκή δημοκρατία στη σύγχρονη εποχή ώστε να τονωθεί η εμπιστοσύνη στην ιδέα της Ευρώπης, κοιτώντας πέρα από τον στενό ορίζοντα.

Αυτό μπόρεσε να κάνει πράξη μια μικρή και ετερόκλητη ομάδα ιταλών αντιφασιστών πολιτικών κρατουμένων στο νησί Βεντοτένε, ευαγγελιζόμενη ένα μέλλον με δημοκρατία, ειρήνη και αλληλεγγύη. Σήμερα, όπως και τότε, δεν ξέρουμε ποια θα είναι η έκβαση αυτού του αγώνα, διότι ισχύει πάντοτε αυτό που είπε πριν από πολλά χρόνια ένας μεγάλος Ευρωπαίος ενώπιον του Κοινοβουλίου του Στρασβούργου, ότι δηλαδή «η μοίρα διστάζει ακόμη».

Δεν μπορούμε να αργήσουμε άλλο.

Παρουσίαση στο Ευρωκοινοβούλιο

Κυκλοφορεί στις 28 Απριλίου η αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Δημήτρη Τσάτσου «Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία» (εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2007) από τις εκδόσεις Βruylant στις Βρυξέλλες με τον τίτλο «Εuropean Sympolity, Τowards a Νew Democratic Discourse». Το βιβλίο προλογίζεται από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο με το κείμενο που σήμερα προδημοσιεύει «Το Βήμα της Κυριακής».Το βιβλίο παρουσιάζεται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπό την αιγίδα της Σοσιαλιστικής Ομάδας,στις 29 Απριλίου το απόγευμα και ενώπιον της Συνταγματικής Επιτροπής του ίδιου Κοινοβουλίου, στην οποία πρόκειται να διεξαχθεί και συζήτηση για τη δημοκρατία στην Ευρώπη,στις 30 Απριλίου το πρωί.

*Ο Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο είναι πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το άρθρο του είναι απόσπασμα από τον πρόλογο στην αγγλική έκδοση του βιβλίου του κ. Δημήτρη Θ. Tσάτσου «Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία».

Εκτύπωση στις: 2024-04-16
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3434