Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ευρωεκλογές χωρίς Ευρώπη

Γυρίζοντας την πλάτη στην ευρωπαϊκή πολιτική υπνομεύουμε το αύριο

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2009-05-26


Χαμηλό εκδηλώνεται το ενδιαφέρον για τις επικείμενες ευρωεκλογές, όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όπου πάει να θερμανθεί το πολιτικό κλίμα, αυτό γίνεται γύρω από εγχώρια ζητήματα, κεντρικής σημασίας στην καλύτερη περίπτωση, συχνά όμως περιστασιακά και μόνο, σαν την αιφνίδια αποκάλυψη για τις δαπάνες των Βρετανών βουλευτών, ή την ορθή ερμηνεία κάποιου συνθήματος που παρακολουθούμε μέρες τώρα στη χώρα μας.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο. Ζώντας μια βαθειά και παγκόσμια οικονομική κρίση, όλοι πια ξέρουμε πόσο περιορισμένα μέσα διαθέτει χωριστά κάθε χώρα, μικρή αλλά και μεγαλύτερη, για να την αντιμετωπίσει. Και έχουμε καταλάβει ότι χωρίς τη συντονισμένη, έστω και διόλου ικανοποιητικά, παρέμβαση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στα πλαίσια του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι συνέπειες θα ήσαν ήδη πολύ βαρύτερες. Για παράδειγμα, ύστερα από το δημοσιονομικό εκτροχιασμό της η Ελλάδα θα είχε αναγκαστεί να περικόψει και τις δημόσιες επενδύσεις την ώρα που μειώνονται κατακόρυφα οι ιδιωτικές, αν δεν είχε ανασταλεί η υποχρέωσή της να καταβάλλει το εθνικό μερίδιο στα κοινοτικά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Οπότε θα είχαμε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία, συμπίεση εισοδημάτων, μείωση της παραγωγής. Είδαμε επίσης ότι όσες κοινωνίες βρίσκονται στον πυρήνα της Ένωσης, την Ευρωζώνη, είναι καλύτερα προστατευμένες. Αρκεί να συγκρίνουμε τη χώρα μας με την Ουγγαρία π.χ. και να αναλογιστούμε με το διπλάσιο δικό μας εξωτερικό έλλειμμα και χρέος τί υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος και φυγή κεφαλαίων θα είχαμε υποστεί αν μέναμε εκτός ευρώ. Κάτι θα πρέπει να θυμόμαστε από τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές του 1990 κατόπιν, πόσο μεγάλες μειώσεις επιβλήθηκαν – διψήφιες και δύο φορές – στους πραγματικούς μισθούς και τις συντάξεις μέσω ενός πληθωρισμού τότε πολύ υψηλότερου από τις όποιες αυξήσεις.

Αλλά ταυτόχρονα έχουμε ακούσει σοβαρά επιχειρήματα που δείχνουν ότι για μια πιο αποφασιστική αντιμετώπιση της κρίσης, της ύφεσης, της ανεργίας, χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, αυξημένες πολιτικές εξουσίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτόν τον καιρό διεξάγεται στη χώρα μας μια όχι ιδιαίτερα διαφωτιστική αντιπαράθεση γύρω από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το υπερασπίζεται ως έχει στα λόγια, ενώ στην πράξη το παραβιάζει κατάφωρα. Όχι μόνο από το 2007, όταν ξαναπέρασε το όριο 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα μόλις βγήκε από το καθεστώς της επιτήρησης, αλλά πέντε χρόνια τώρα, με συνεχή λογιστικά τεχνάσματα και, κυρίως, αγνοώντας την υποχρέωση για διαφάνεια, ιεράρχηση και προγραμματισμό στις δημόσιες δαπάνες. Καθώς το επικαλείται για να αποκρούσει οποιαδήποτε αιτήματα, καλλιεργεί την εντύπωση ότι αυτό φταίει τάχα για την υποχρηματοδότηση της παιδείας, τους απλήρωτους ωρομίσθιους, τα κλειστά μουσεία κ.ο.κ. Περιορισμούς οπωσδήποτε θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας, στο όνομα της διαφύλαξης της σταθερότητας του ευρώ, του νομίσματος που μοιραζόμαστε 16 διαφορετικές χώρες. Δεν ήταν ωστόσο κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης αλλά ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ που εξήγησε ότι η θέσπισή του επιβλήθηκε επειδή η Ένωση δεν διαθέτει ομοσπονδιακό προϋπολογισμό (στη συνέντευξη του Φεβρουαρίου). Αν είχαμε δηλαδή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική, τη δυνατότητα να αντλούνται φορολογικά έσοδα για τη χρηματοδότηση ουσιαστικών δαπανών, αλλά και να γίνεται δανεισμός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Σύμφωνο Σταθερότητας θα ήταν περιττό, στις ΗΠΑ λόγου χάρη δεν υφίσταται. Η απόκλιση στο κόστος του δανεισμού που πλήττει σήμερα τη χώρα μας δεν θα υπήρχε. Προπάντων όμως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ενιαίες πολιτικές για τη στήριξη της παραγωγής και της απασχόλησης, αντί τα εθνικά μέτρα συχνά να αλληλοεξουδετερώνονται, να προωθηθούν επενδυτικά προγράμματα ηπειρωτικής εμβέλειας στην ενέργεια, στις υποδομές, για το περιβάλλον, να ενισχυθεί η παιδεία και η έρευνα. Παράλληλα, πιο αποτελεσματικά θα μπορούσαν να καταπολεμηθούν οι πολύ μεγάλες περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες μέσα από την ανακατανομή των πόρων.

Πώς έγινε και η συζήτηση αυτή, κυρίαρχη μέχρι πριν από λίγα χρόνια, να έχει σήμερα τόσο υποβαθμιστεί στην αντιπαράθεση μεταξύ των ευρωπαϊκών κομμάτων; Μόνο λίγες φωνές να προσπαθούν να την επαναφέρουν, τώρα που η κρίση κάνει φανερή την αναγκαιότητά της; Οι χρόνοι της πολιτικής, των ιδεών και της οικονομίας δεν συμπίπτουν. Η αποτυχία να υιοθετηθεί η ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη ενίσχυσε την πρωτοκαθεδρία της αγοράς στην Ευρώπη, υποβιβάζοντας την πολιτική στην τρέχουσα διαχείριση και τη μίζερη διακυβερνητική συνεργασία. Το ναυάγιο των αγορών δεν αποκατέστησε την πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ούτε είναι βέβαιο ότι θα το κάνει. Μόνο μέσα από αυτό το δρόμο όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί η κοινωνική επιδείνωση που απειλεί την Ευρώπη και κάθε χώρα χωριστά.

Εκτύπωση στις: 2024-04-24
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3570