Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Δύο τρία πράγματα που γνωρίζω γι΄αυτήν

Γιώργος, Ιωαννίδης, Ιουλία Σκουνάκη

Αυγή της Κυριακής, 2009-06-21


Η προσπάθεια να κατανοήσουμε την εκλογική μας αποτυχία απαιτεί να γυρίσουμε λίγους μήνες πίσω, τότε που εμείς βιώναμε την δημοσκοπική μας άνοιξη, ενώ ο δικομματισμός έπαιρνε την κατηφόρα. Τα στοιχεία που είχαμε από τότε στα χέρια μας έδειχναν ότι δύο κυρίως ομάδες στρέφονταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ: απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και νέοι (από 18 έως 35 ετών). Και το ερώτημα που ζητούσε επειγόντως απάντηση ήταν: γιατί ο κόσμος αυτός κοιτούσε σχεδόν αποκλειστικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι προς το ΚΚΕ ή τους Οικολόγους;

Αντίθετα από την επίσημη άποψη που τότε είχε προβληθεί («πάμε καλά γιατί είμαστε οι αριστερότεροι όλων»), υποστηρίζουμε ότι η δημοσκοπική άνοιξη οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στα ιστορικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Συνασπισμού, δηλαδή στο γεγονός ότι ο ΣΥΝ ήταν ένα κόμμα που συνδύαζε αφενός το αίτημα για κοινωνική αλλαγή, για το σοσιαλισμό, αφετέρου ένα σύνολο μεταρρυθμιστικών προτάσεων εφαρμόσιμων «εδώ και τώρα». Ήταν ο συνδυασμός της ανατροπής με τη μεταρρύθμιση που καθιστούσε τον ΣΥΝ δυνητικά τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, που τον καθιστούσε επί σειρά ετών τη «δεύτερη επιλογή» πολλών. Αυτό που συνέβη ήταν η μετατροπή του δυνητικού σε πραγματικό.

Όμως οι άνθρωποι που συγκυριακά κοιτούσαν προς το μέρος μας δεν είχαν μετατραπεί σώνει και καλά σε ριζοσπάστες Αριστερούς. Η κρίση του δικομματισμού σήμαινε μια θετική προδιάθεση για αλλαγή και ενδιαφέρον για τον λόγο και τις προτάσεις της Αριστεράς. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, δίπλα στον οραματικό, χρειαζόταν να υπάρξει και ένας έντονα προγραμματικός λόγος, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως συμμαχία ήταν αδύνατο να διατυπώσει (για πολλούς και διάφορους λόγους). Αυτός που θα μπορούσε να το κάνει σε ένα βαθμό ήταν ο Συνασπισμός, ο οποίος όμως δεν το έπραξε, γιατί δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τις πολιτικές συνεπαγωγές μιας τέτοιας επιλογής. Έτσι το πρόγραμμα του ΣΥΝ γράφτηκε μεν και εγκρίθηκε πανηγυρικά, δεν αποτέλεσε όμως ποτέ οργανικό στοιχείο του λόγου των στελεχών του κόμματος. Πολλοί επικαλούνταν την ύπαρξη του, αλλά απειροελάχιστοι το περιεχόμενό του.

Σε άμεση συνάφεια με τα παραπάνω ήταν και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι νέοι. Σωστή η επιλογή να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον κύριο εκφραστή των αιτημάτων και των ανησυχιών της νέας γενιάς, σωστή και η παρουσία μας στα νεολαιίστικα κινήματα (από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης έως και το εκπαιδευτικό κίνημα και τη γενιά των 700€). Και τα δύο είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της απήχησης μας στις νεότερες ηλικιακά ομάδες. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να «διαβάσει» σε βάθος τη γενιά των 700€. Θεώρησε ότι είναι αποκλειστικά οι νέοι 18-24 ετών, ενώ στην πραγματικότητα είναι και οι νέοι 25-35 ετών. Θεώρησε ότι είναι μόνο φοιτητές, ενώ είναι και απόφοιτοι πανεπιστημίου που εργάζονται. Θεώρησε ότι είναι μόνο έφηβοι, ενώ πολλοί από αυτούς έχουν ήδη μικρά παιδιά. Με άλλα λόγια, δεν κατάλαβε ότι άνθρωποι που έχουν ενταχθεί στην παραγωγή, που εργάζονται, που πληρώνουν οι ίδιοι το νοίκι τους, κλπ χρειάζονται κάτι παραπάνω από αμυντικό καταγγελτικό λόγο και ρητορικά σχήματα περί ανατροπής. Αυτή η ανάγκη γινόταν ακόμη πιο πιεστική εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που ψαλίδιζε προσδοκίες και γεννούσε μεγαλύτερη ανασφάλεια. Το ποιος θα πληρώσει την κρίση τελικά όλοι το γνωρίζουν… Τίποτα το αισιόδοξο και προωθητικό δεν υπάρχει ούτε στο ερώτημα ούτε στην ευκόλως εννοούμενη απάντηση. Η Αριστερά έπρεπε να δείχνει το μέλλον («πώς θα βγούμε από την κρίση;»), τη λύση, όχι μόνο το ζοφερό παρόν.

Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο αφορά τη μνημειώδη αμηχανία μας ως προς τη διακυβέρνηση, δηλαδή ως προς το ποιος θα διαχειριστεί το αύριο. Εδώ βέβαια το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μας αλλά πανευρωπαϊκό. Στην Ελλάδα όμως, λόγω της συγκυρίας, το ερώτημα έμπαινε πιεστικά. Αλλά ο μόνος τότε που στοιχειωδώς προσπαθούσε να κάνει πολιτική ήταν ο Αλαβάνος. Οι «προτάσεις συνεργασίας» στη βάση της «επικαιρότητας της προηγούμενης εβδομάδας» δεν στόχευαν στη συνεργασία αλλά στο να εκθέσουν το ΠΑΣΟΚ. Να πείσουν την κοινωνία ότι η προοδευτική αριστερή πλειοψηφία δεν είναι εφικτή όχι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται, αλλά γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει να υποστηρίξει προοδευτικές προτάσεις. Η θολή διατύπωση για «μια κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία με πυρήνα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς» προφανώς δεν απαντούσε στο ερώτημα, έδινε όμως μια προσωρινή διέξοδο, μεταθέτοντας την απάντηση για αργότερα, όταν –πού ξέρεις;– τα ποσοστά ίσως επαληθεύονταν στις κάλπες και οι συσχετισμοί ήταν άλλοι. Ωστόσο η γραμμή Αλαβάνου «πάγωσε» το πολιτικό προσωπικό του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο δεν την υποστήριξε – την ανέχτηκε, αλλά δεν την υποστήριξε.

Δεν είναι λοιπόν ούτε «το σύστημα», ούτε η «πολιτική αρχών» που ευθύνεται για την καταρχήν δημοσκοπική κάμψη της συμμαχίας. Είναι το γεγονός ότι κάναμε πολιτική αποκλειστικά σχεδόν μέσω της διατύπωσης γενικών αρχών, είναι ότι δεν απαντήσαμε σε υπαρκτά ερωτήματα που έθετε η κοινωνία παρά το γεγονός ότι τα βλέπαμε να έρχονται (χαρακτηριστικό το παράδειγμα των μεταναστών). Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΝ όμηροι μιας υπέρ-ιδεολογικοποίησης πρότειναν στην κοινωνία έναν Τσε Γκεβάρα, τη στιγμή που η ίδια αναζητούσε έναν Αλιέντε (χωρίς τη χούντα) ή, ακόμη χειρότερα, τον Λαζόπουλο στις παραλίες.

Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και η διολίσθηση του λόγου της συμμαχίας σε έναν έντονο ευρωσκεπτικισμό (σχεδόν αντιευρωπαϊσμό), ο οποίος αποτυπώθηκε και στις υποψηφιότητες των ευρωβουλευτών. Είναι προφανές ότι στην ΕΕ έχουν κυριαρχήσει στυγνές νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Είναι όμως επίσης προφανές ότι η οικονομική κρίση έθεσε νέα διλλήματα που απαιτούσαν απαντήσεις σε υπερεθνικό επίπεδο. Εκεί η Αριστερά μπορούσε να διατυπώσει εναλλακτική πρόταση, αλλά δεν το έκανε. Από την μια υποστηρίζαμε ότι είμαστε με την Ευρώπη των λαών, από την άλλη δεν προβάλαμε ούτε μια πρόταση για το πώς η Ευρώπη των λαών αποτυπώνεται και στο θεσμικό οικοδόμημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποστήριξε ότι διεκδικεί τη διάλυση της ΕΕ, δεν διατύπωσε όμως ούτε μια θετική προγραμματική πρόταση για αυτή, περιορίστηκε απλά στην κριτική. Τα μηνύματα που στέλναμε ήταν αντιφατικά, και πάντως όχι πειστικά για ένα μεγάλο τμήμα των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΣΥΝ. Και βέβαια, εν μέσω εκλογών, η ασάφεια έστειλε την ψήφο του κόσμου παντού αλλού. Θυμηθείτε πόσο αφόρητα σαφείς ήταν οι αντίπαλοί μας: «να φύγει η ΝΔ» έλεγε το ΠΑΣΟΚ, «να φύγουμε από την Ε.Ε.» το ΚΚΕ, «να φύγουν οι μετανάστες» το ΛΑΟΣ, «να έρθει η οικολογία» οι Οικολόγοι Πράσινοι.

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι ο ΣΥΝ, το κόμμα μας, αποτυγχάνει στο να δώσει μια συλλογική ερμηνεία του αποτελέσματος. Τελικά στο ερώτημα «γιατί πήγαμε τόσο χάλια στις εκλογές» η ηγεσία απάντησε με ένα τετριμμένο «φταίνε παραλείψεις και χρόνιες αδυναμίες», χωρίς να λέγεται ποιες είναι αυτές, χώρια που συνήθως εννοούνται γνωστά οργανωτικά προβλήματα. Ταυτόχρονα στο περιθώριο των συζητήσεων οι ένοχοι αναζητούνται σε μοχθηρούς εσωτερικούς εχθρούς. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι σήμερα έχει διαρραγεί η πολιτική και ψυχική ενότητα του ΣΥΝ. Δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη για το μέλλον του, δεν υπάρχει από κοινού υπεράσπιση τού όλου και των μερών του. Ο ΣΥΝ ως κόμμα και ως πολιτικός-ιδεολογικός χώρος δεν διευρύνεται σε ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διαλύεται και μαζί φεύγουν και αρκετοί άνθρωποί του. Επείγει η ηγεσία να επιβεβαιώσει την απόφασή μας να πορευόμαστε όλοι μαζί, να βρει μια κοινή συνισταμένη ως προς τα αίτια του κακού αποτελέσματος, την στρατηγική του κόμματος μας και τον τρόπο με τον οποίο θα την υπηρετήσει, προκειμένου να πετύχουμε την ανατροπή που θέλουμε τώρα, όχι κάποτε στο μακρινό μέλλον, όταν η κοινωνία από μόνη της «καταλάβει το ορθόν των προτάσεών μας». Μακροπρόθεσμα δεν μας ενδιαφέρει η δικαίωση, γιατί μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί. Η Αριστερά ούτε ξεκίνησε με εμάς, ούτε θα τελειώσει με εμάς. Ωστόσο όσον αφορά εμάς, ας είναι η θνητότητά μας το όριο της πολιτικής μας στρατηγικής.

Γιώργος Ιωαννίδης (μέλος της ΠΚ Αμπελοκήπων)

Ιουλία Σκουνάκη (μέλος ΠΚ Αμπελοκήπων και της ΚΠΕ του ΣΥΝ)

Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3686