Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το νέο ερευνητικό τοπίο

Δημήτρης, Λουκάς

Κυριακάτικη Αυγή, 2009-10-11


Έντονη ήταν προεκλογικά η αρθρογραφία για τη δημιουργία Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας. Πιθανόν η δεσπόζουσα θέση της Εκκλησίας στο Σύνταγμα να οδήγησε σε δεύτερες σκέψεις σχετικά με την ονομασία. Οι διατυπώσεις της νέας υπουργού Παιδείας όμως είναι σαφείς και απεικονίζουν με ενάργεια ότι παιδεία-έρευνα-τεχνολογία αποτελούν, τουλάχιστον στο επίπεδο των προθέσεων, αδιάσπαστο σύνολο που τίθεται στην πρώτη γραμμή της πολιτικής της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Η εφαρμογή στην πράξη είναι μια άλλη υπόθεση που θα τη βιώσουμε διαμέσου συγκρούσεων συμφερόντων, αντιπαραθέσεων ιδεών και ευκταίων συγκλίσεων που θα πάνε τη χώρα λίγο πιο μπροστά από εκεί που μας την παρέδωσε η ΝΔ.

Το 1985, επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, ψηφίστηκε ο πρώτος καταστατικός χάρτης του ερευνητικού συστήματος της χώρας μας γνωστός ως νόμος 1514/85 ή «νόμος Λιάνη». Με δεδομένη την υποτονική παρουσία της ερευνητικής συνιστώσας στα ελληνικά πανεπιστήμια της εποχής, η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ερευνητικού πόλου έδωσε ώθηση στην ερευνητική διαδικασία. Η παρουσία αυτού του πόλου μπόλιαζε την πανεπιστημιακή ερευνητική διαδικασία και υπενθύμιζε το «ερευνητικό» στο ακρωνύμιο ΔΕΠ.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Στην πορεία της τριακονταετούς συμμετοχής μας στις διεργασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ελληνικά πανεπιστήμια άντλησαν σημαντικούς πόρους που τα βοήθησαν να αναπτύξουν τις εργαστηριακές υποδομές και να διευρύνουν την ερευνητική συνιστώσα των δραστηριοτήτων τους. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε φάση όπου αναπτύσσεται η μετα-πανεπιστημιακή εκπαίδευση και δημιουργείται ο κύκλος των μεταπτυχιακών σπουδών· στις σπουδές αυτές, ως γνωστόν, το προ-ερευνητικό στοιχείο καθίσταται κυρίαρχο.

Στην πορεία αυτή, η εξέλιξη των δύο συστημάτων είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι ερευνητές των εποπτευομένων από τη ΓΓΕΤ κέντρων, που εν πολλοίς επιλέγονται και κρίνονται από μέλη ΔΕΠ, θεώρησαν αυτονόητη τη διαδικασία των εξωτερικών αξιολογήσεων των Ινστιτούτων από επιτροπές διεθνούς κύρους. Και τη θεώρησαν αυτονόητη διότι σε μια οργανωμένη κοινωνία οφείλουμε να διασφαλίζουμε, ταυτόχρονα, την αναγκαία αυτονομία που απαιτείται για την ανέλιξη της ερευνητικής δραστηριότητας αλλά και τους μηχανισμούς αποτίμησης και αξιολόγησης που δικαιούται η κοινωνία η οποία καταβάλει το τίμημα. Η πολιτεία όμως δεν ανέδειξε την πρωτοπορία της συγκεκριμένη διαδικασίας, και σε πολλές περιπτώσεις υποτίμησε την ερευνητική κοινότητα ή και την αδίκησε κατάφωρα. Το ζήτημα της αξιολόγησης αποτέλεσε αιτία σοβαρών συγκρούσεων και στο εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημίων. Ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, αρνούμενο να κατανοήσει ότι το κύριο δεν είναι αυτή καθʼ εαυτή η εξωτερική αξιολόγηση (με την οποία επί της αρχής δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει), αλλά η λογική στην οποία εντάσσεται και τα μέτρα που την ακολουθούν, άφησε το πεδίο ανοικτό στη συντηρητική προπαγάνδα. Η κατάρρευση ισχύος αυτής της προπαγάνδας έγινε φανερή με την καταστροφική πρωτοβουλία Χατζηδάκη να αναδιαρθρώσει το ερευνητικό σύστημα της χώρας στη λογική του «αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν». Ερευνητικά ινστιτούτα που βαθμολογήθηκαν από εξωτερικές επιτροπές με 96 (άριστα το 100) καταργούνταν χωρίς πειστικά επιχειρήματα, και σημαντικό τμήμα των ινστιτούτων του κέντρου προσφέρονταν βορρά στις ορέξεις περιφερειακών κομματικών αρχηγών της συντηρητικής παράταξης. Έτσι πρόσβαλαν και την έννοια της ισόρροπης ανάπτυξης και κατανομής του ερευνητικού ιστού.

Η ανεξάρτητη ανάπτυξη δύο συστημάτων έρευνας στη χώρα μας με ομόλογα χαρακτηριστικά προσόντων, προσλήψεων, προαγωγών των επιστημόνων δεν μπορεί να συνεχιστεί. Απαιτείται σύγκλιση και συγκέντρωση δυνάμεων σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται ως εποχή της γνώσης, εκατομμύρια νέων Ασιατών εισέρχονται δυναμικά στο πεδίο, και ένας νέος παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας είναι σε εξέλιξη. Το ερευνητικό σύστημα που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) έχει κλείσει τον κύκλο του ως ανεξάρτητη οντότητα. Η ΓΓΕΤ και οι εποπτευόμενοι ερευνητικοί φορείς επιτέλεσαν σημαντικό έργο μέχρι σήμερα, μπόλιασαν το ελληνικό πανεπιστήμιο με τον ερευνητικό βλαστό και τις γενικότερες διαδικασίες αξιολογήσεων ερευνητικών προτάσεων. Σε επίπεδο αριθμών, οι 800 περίπου, ίσως και λιγότεροι, ερευνητές της ΓΓΕΤ αποτελούν το 5% περίπου του συνολικού ερευνητικού δυναμικού, συγκρινόμενοι με τα άνω των 15.000 μέλη ΔΕΠ. Τα μεγέθη δείχνουν ότι κάθε μελλοντικός ερευνητικός σχεδιασμός της χώρας μας θα πορευτεί διαμέσου της ενίσχυσης της ερευνητικής συνιστώσας στο ελληνικό πανεπιστήμιο, και κυρίως στον κύκλο των μεταπτυχιακών σπουδών. Οφείλουμε να εντάξουμε το υφιστάμενο δυναμικό των ερευνητικών κέντρων της ΓΓΕΤ σε μια ενιαία εθνική προσπάθεια. Η υπαγωγή του στο υπουργείο Παιδείας είναι ορθή πράξη. Βεβαίως, τα μεγάλα ζητήματα του πλέγματος παιδεία-έρευνα-τεχνολογία και της διασύνδεσής του με τον παραγωγικό ιστό της χώρας είναι μπροστά μας. Σε μια κοινωνία που θέλει να γεύεται τους καρπούς των νέων τεχνολογιών, ως στοιχείο βελτίωσης της καθημερινότητας του πολίτη, οφείλουμε να συμβάλλουμε στη ενθάρρυνση του καινοτόμου πνεύματος και να εργαστούμε για τη διαμόρφωση νέων συλλογικοτήτων, για τον σεβασμό των δημόσιων αγαθών ως προαπαιτούμενου για την ανέλιξη της προσωπικής ευημερίας του καθενός, και για την υποταγή της οικονομίας στους σκοπούς της αισθητικής, της μοναδικότητας και της ομορφιάς της ανθρώπινης ζωής.

---

Ο Δημήτρης Λουκάς είναι ερευνητής στον Δημόκριτο

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3951