Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ολοένα κρισιμότερη η εικόνα της ελληνικής οικονομίας

Ελίζα, Παπαδάκη

Κυριακάτικη Αυγή, 2009-10-25


Και με τη βούλα της Eurostat πλέον, η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας το 2008 ήταν η κρισιμότερη της Ευρώπης. Αυτή συνδέεται όμως με την ακόμα πιο ανησυχητική κατάσταση στο παραγωγικό σύστημα της χώρας, όπως αναλύεται και στην πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση, οι νέοι υπουργοί για την ώρα ψάχνουν να αντιμετωπίσουν το ένα πιεστικό πρόβλημα μετά το άλλο, αποκομμένα μεταξύ τους.

Για να δούμε πώς συγκρίνεται η φετινή μας κατάσταση με εκείνην των άλλων ευρωπαϊκών χωρών θα πρέπει να περιμένουμε τη δημοσίευση των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής σε λίγες μέρες. Έχοντας πληγεί πολύ σφοδρότερα από την ύφεση, κάποια κράτη μπορεί να εμφανίζουν έλλειμμα παρόμοιο με το εκρηκτικό δικό μας 12,5% του ΑΕΠ, όχι όμως τόσο υψηλό και ραγδαία ανερχόμενο δημόσιο χρέος.

Στο μεταξύ ενδιαφέρει να κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά τον πίνακα που δημοσίευσε η Eurostat την περασμένη Πέμπτη, όπου για την Ελλάδα καταγράφει δημόσιο έλλειμμα 7,7% και δημόσιο χρέος 99,2% του ΑΕΠ της, με την επιφύλαξη «σημαντικών αβεβαιοτήτων για τα στοιχεία που ανακοίνωσαν οι ελληνικές στατιστικές αρχές». Μόνον η Ιρλανδία είχε παραπλήσιο έλλειμμα 7,2% (μετά τα συνεχή πλεονάσματα των προηγουμένων ετών), σε σοβαρή ύφεση ήδη από πέρυσι, και ακολουθούσαν η Βρετανία με 5% (που συγκλονίστηκε τότε από την τραπεζική κρίση), η Ισπανία με 4,1% (όπου η ανεργία ήδη ανέβαινε ραγδαία με την κατάρρευση της οικοδομικής «φούσκας», και εκεί το κράτος επιδοτεί τους ανέργους, όλα τα προηγούμενα χρόνια άλλωστε επίσης κατέγραφε πλεονάσματα).

Αλλά οι τρεις αυτές χώρες είχαν ακόμα το 2008 δημόσιο χρέος 44,1%, 39,7% και 52% του ΑΕΠ τους αντίστοιχα. Μεγαλύτερο δημόσιο χρέος από την Ελλάδα παρουσίαζε μόνον η Ιταλία, 105,8% του ΑΕΠ της αλλά με έλλειμμα 2,7%, ακολουθούσε το Βέλγιο με 89,8% και έλλειμμα 1,2%, ενώ όλες οι άλλες χώρες ήσαν κάτω από 73%, πολύ χαμηλότερα οι περισσότερες.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η διεύρυνση του ελληνικού ελλείμματος από 3,7% το 2007 σε 7,7% το 2008 οφείλεται αποκλειστικά σε αύξηση δαπανών, καθώς τα έσοδα καταγράφονται σταθερά σχεδόν ως ποσοστό του ΑΕΠ τα δύο χρόνια: 40,4% και 40,6% αντίστοιχα.

Η θεαματική άνοδος του περυσινού ελλείμματος αναφέρθηκε στην Eurostat από το νέο υπουργό Οικονομικών στις 21 Οκτωβρίου, καθώς τα στοιχεία που είχαν σταλεί παραμονές των εκλογών το υπολόγιζαν σε 5%. Η διόρθωση αυτή, μαζί με την εκτίμηση για το φετινό έλλειμμα στο εκρηκτικό 12,5%, οπωσδήποτε συνέβαλαν στην πρώτη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από διεθνή οίκο αξιολόγησης (Fitch 22/10) και την άνοδο των spreads των ελληνικών ομολόγων που ακολούθησε, με κίνδυνο να χειροτερεύσουν οι όροι δανεισμού για το Δημόσιο το επόμενο διάστημα.

Άστοχες είναι όμως οι σχετικές επικρίσεις από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και από προοδευτικές φωνές. Διότι αν είναι σοβαρή, όπως απαιτείται, η πρόθεση να αποκατασταθεί διαφάνεια στα δημόσια οικονομικά, τότε ορθά ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταγράφει στο έλλειμμα τις υποχρεώσεις των κρατικών νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, που η μη εμφάνισή τους ως τώρα δημιουργούσε παραπλανητική εικόνα. Οι οφειλές αυτές έπρεπε να πληρωθούν, αν θέλουμε να λειτουργούν τα νοσοκομεία.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος άλλωστε, οι καθυστερήσεις πληρωμών του Δημοσίου (επίσης σε εργολάβους, εταιρίες πληροφορικής κ.ά.) συνολικά ίσως να υπερβαίνουν τα 12 δισ. Καμία σχέση δεν έχει η καταγραφή τους με τα λογιστικά τεχνάσματα - μπρος πίσω στο χρόνο - στις αμυντικές δαπάνες επί Νέας Δημοκρατίας. Το ζητούμενο είναι στην κατεύθυνση αυτή να υπάρξει συνέπεια και συνέχεια.

Όπως αποπροσανατολιστικό είναι σήμερα να επικεντρώνεται η κριτική στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Χοακίν Αλμούνια ιδίως. Πράγματι αντέφασκε πέντε χρόνια τώρα, για λόγους προφανών σκοπιμοτήτων, «συνέχαιρε την Αθήνα όταν έπρεπε να την προειδοποιεί», τεκμηρίωνε αναλυτικά η Χριστίνα Πουλίδου σε άρθρο της προ δεκαμήνου. Αλλά το πρόβλημα είναι δικό μας, η κύρια ευθύνη ανήκει στις ελληνικές κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις.

Υποβαθμίζονται τεχνικά οι τράπεζες, ουσιαστικά ο παραγωγικός τομέας

Ένα πρώτο δείγμα για τη συνάφεια των δημοσίων οικονομικών με την υπόλοιπη οικονομία έδωσε προχθές η Fitch υποβαθμίζοντας και πέντε ελληνικές τράπεζες: ΑΤΕ, Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς - καθώς εκτιμά ότι μειώνεται η ικανότητα της κυβέρνησης να τις στηρίζει. Μια επιδείνωση των όρων δανεισμού του Δημοσίου μεταφέρεται και στον ιδιωτικό τομέα, υπογράμμιζε και η έκθεση για τη νομισματική πολιτική που δημοσίευσε την Τρίτη η Τράπεζα της Ελλάδος. Αλλά η έκθεση προβλέπει επίσης ότι ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα εξακολουθήσει να πέφτει προς ένα 4% στο τέλος του έτους, ενώ τα επιτόκια των δανείων παραμένουν συγκριτικά υψηλά (η διαφορά τους από τα επιτόκια καταθέσεων έφτασε να είναι μιάμιση μονάδα μεγαλύτερη από το μέσο όρο της Ευρωζώνης) επειδή αυξάνονται οι επισφάλειες. Τα δάνεια σε καθυστέρηση αυξήθηκαν από 5% σε 6,8% του συνόλου μέσα στο πρώτο εξάμηνο (στα καταναλωτικά έφτασαν 10,8%) και εξακολουθούν να ανεβαίνουν.

Ενόψει του νομοσχεδίου για την προστασία των δανειοληπτών η κυβέρνηση έχει μπροστά της μια σκληρή διαπραγμάτευση με τις τράπεζες, καθώς ήδη δυσανασχετούν ηγετικά τους στελέχη. Ακόμα περισσότερο για μια έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών - την οποία δεν προκρίνει αλλά ούτε φάνηκε να αποκλείει ο κ. Παπακωνσταντίνου. Η ετήσια μείωση κερδών που εμφάνιζαν συνολικά στους ισολογισμούς τους το πρώτο εξάμηνο ήταν πάνω από 50% (μετά τους φόρους 58,8% οι τράπεζες, 52% οι όμιλοι, καθαρά κέρδη 503 εκατ. και 992 εκατ. αντίστοιχα), κυρίως επειδή υπερδιπλασίασαν τις προβλέψεις τους για τον πιστωτικό κίνδυνο. Από τα 28 δισ. της κρατικής ενίσχυσης είχαν αξιοποιήσει ως το τέλος Σεπτεμβρίου 11,3 δισ.

Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνει όμως και τις ευρύτερες προεκτάσεις του υπέρογκου δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους: Η μεγάλη φοροδιαφυγή διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό και εντείνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, γράφει, ενώ, στο βαθμό που είναι ευχερέστερη σε ορισμένες δραστηριότητες (υπηρεσίες ιδίως), μετατοπίζονται εκεί οι πόροι, οπότε επιδεινώνεται και το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας. Πλέον η πλειονότητα των νέων επιχειρήσεων που ιδρύονται είναι εμπορικές, εστιατόρια, καφετέριες. Η προβολή του «εύκολου κέρδους», προσθέτει, καλλιεργεί αντιπαραγωγικά και αντικοινωνικά πρότυπα, μακριά από αξίες όπως η παιδεία, η παραγωγική εργασία, η υγιής επιχειρηματικότητα.

Στην έκθεση για το δημόσιο τομέα που μόλις δημοσίευσε ο ΟΟΣΑ (Government at a Glance, 2009) μπορούμε να ξαναδούμε ότι η χώρα μας έχει με απόσταση τις χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες για την παιδεία, μόλις 2,3% του ΑΕΠ το 2006, έναντι 5,6% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.

Αλλά τις διαπιστώσεις λίγο-πολύ όλοι τις ξέρουμε. Τις αλλαγές που απαιτούνται επίσης σε ένα γενικό επίπεδο. Το ερώτημα είναι πώς, κάτω από ασφυκτικές πιέσεις πλέον, θα προχωρήσουμε συγκεκριμένα.

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=3992