Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι μονοεδρικές, ο σταυρός και το πολιτικό σύστημα

Πάνος, Σταθόπουλος

Κυρ. Ελευθεροτυπία, 2009-12-20


Είναι κοινός τόπος στην πολιτική επιστήμη ότι τα εκλογικά συστήματα δεν αποτελούν απλή παράθεση διατάξεων και «εμπνεύσεων» του εκάστοτε νομοθέτη που μετατρέπουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις ψήφους σε κοινοβουλευτικές έδρες.

Ο ρόλος τους είναι πολύ ευρύτερος. Καθορίζουν τις παραμέτρους του εκλογικού ανταγωνισμού, επηρεάζουν τη μορφή και τις λειτουργίες των πολιτικών συστημάτων, διαμορφώνουν παραδόσεις και συνήθειες που συνοψίζουν μία εμπεδωμένη πολιτική κουλτούρα.

1 Γι’ αυτό και είναι επίσης αυτονόητο ότι κάθε χώρα πρέπει να ακολουθεί στη μετεξέλιξη των εκλογικών της διατάξεων προσεκτικά βήματα, ιδίως όταν αυτά είναι «ξένα» με βασικά προϋπάρχοντα δεδομένα. Για να το πούμε απλά: Δεν είναι καθόλου εύκολο να λες ότι θα προσαρμόσω το εκλογικό σύστημα κάποιας χώρας σε μία άλλη. Οι ίδιες εκλογικές διατάξεις έχουν διαφορετικό αντίκτυπο και συνέπειες σε διαφορετικά κομματικά συστήματα και παραδόσεις.

* Επιπροσθέτως, καμία μεμονωμένη παρέμβαση (π.χ. μετατρέπω τις εκλογικές περιφέρειες σε μονοεδρικές) δεν μπορεί να αξιολογηθεί αυτοτελώς με βάση και μόνο τον επιδιωκόμενο σκοπό (π.χ. θέλω να περιορίσω το «μαύρο πολιτικό χρήμα»).

* Ολα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι ένα πολιτικό σύστημα πρέπει να είναι φοβικό-συντηρητικό, αποφεύγοντας ακόμα και «ανατρεπτικές» μεταρρυθμίσεις. Σημαίνουν όμως, ότι οι όποιες μεταβολές οφείλουν να γίνονται μετά λόγου γνώσεως, κοιτάζοντας το δάσος των συνεπειών και όχι μόνο ορισμένα μεμονωμένα δέντρα.

2 Με αυτά τα δεδομένα, θα έλεγε κανείς ότι το κορυφαίο θέμα που απορρέει από τη συζήτηση για την εφαρμογή ενός εκλογικού συστήματος σαν το γερμανικό στην Ελλάδα, σχετίζεται πρωτίστως με τον σταυρό προτίμησης και δευτερευόντως με την ύπαρξη μονοεδρικών περιφερειών. Σχεδόν παντού στον κόσμο όπου υπάρχουν μονοεδρικές, δεν υφίσταται επιλογή μεταξύ υποψηφίων του ίδιου κόμματος, αλλά ενιαίο ψηφοδέλτιο, όπου κάθε κόμμα εκπροσωπείται από έναν υποψήφιο.

* Είναι επομένως λογικό να υποθέσει κανείς ότι το ίδιο θα προταθεί και στην Ελλάδα, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση (ψηφοδέλτια κομμάτων με υποψήφιους και σταυρό προτίμησης σε μονοεδρικές) είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν περιορίζονται πράγματι οι ανάγκες διακίνησης «μαύρου χρήματος». Ομολογουμένως, ακούγεται πολύ σοβαρό και μάλλον «ακριβό» να διαγκωνίζονται δύο ή τρεις υποψήφιοι από κάθε κόμμα για μία και μόνο θέση συνολικά.

3 Είναι σαφές με άλλα λόγια ότι ουσιαστικά μπαίνει από την πίσω πόρτα η κατάργηση του σταυρού προτίμησης. Είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε; Ιδίως όταν στην Ελλάδα είναι εμπεδωμένη η ακριβώς αντίθετη συνήθεια; Εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα (οι πρώτες επίσημες βουλευτικές εκλογές διεξάγονται το 1844) υπήρξε μία και μόνη εκλογή για το Κοινοβούλιο (το 1985) στην οποία οι ψηφοφόροι δεν είχαν δυνατότητα επιλογής υποψηφίων. Οπως είναι γνωστό, το «πείραμα» αυτό εγκαταλείφθηκε ασμένως.

Κατάργηση του σταυρού

* Παρ’ όλα αυτά, η άποψη για την κατάργηση του σταυρού προτίμησης, πέρα από το «μαύρο» χρήμα, στηρίζεται και στη γενικότερη ισχυρή επιχειρηματολογία ότι ο σταυρός διαιωνίζει τη μεγάλη παθογένεια της «πελατειακής» σχέσης των βουλευτών με τους ψηφοφόρους.

* Παράλληλα, πρέπει να σκεφτούμε ότι η τυχόν επίσημη κατάργηση του σταυρού προτίμησης στις βουλευτικές εκλογές μπορεί να ενεργοποιήσει μία σειρά εναλλακτικών εκδοχών. Π.χ. επίσημες διαδικασίες επιλογής υποψηφίων από τα μέλη και τους «φίλους» των κομμάτων, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι, ακόμα και για τις λεγόμενες «πολυεδρικές λίστες» που θα καταθέτουν τα κόμματα, θα μπορούσε π.χ. να προβλεφθεί η δυνατότητα διαγραφής ονομάτων, αλλάζοντας τη σειρά εκλογής.

* Από τη συζήτηση αυτή όμως προκύπτει τελικά και το εξής καθοριστικό ερώτημα: αν είναι να καταργήσουμε έτσι ή αλλιώς τον σταυρό προτίμησης, γιατί χρειάζεται να πάμε σε μονοεδρικές περιφέρειες; Δεν θα μπορούσαν όλα τα προηγούμενα να γίνουν και σε (μικρές έστω) πολυεδρικές περιφέρειες;

4 Το κύριο επιχείρημα υπέρ των μονοεδρικών έχει να κάνει με τη δυνατότητα καλύτερης «επαφής» και «γνωριμίας» των ψηφοφόρων με τους υποψήφιους βουλευτές και άρα ενός καλύτερου δημοκρατικού ελέγχου. Παράλληλα μπορεί θεωρητικά να βελτιωθεί και το πολιτικό προσωπικό, με την έννοια ότι σε τέτοιες συνθήκες είναι ευκολότερο να εμπλακούν ικανά πρόσωπα που σε άλλη περίπτωση δεν θα το αποφάσιζαν.

* Ο αντίλογος όμως στα επιχειρήματα αυτά θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι στην πράξη δεν θα βελτιωθεί το πολιτικό προσωπικό, αφού οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί επιλογής θα μετατεθούν σε άλλο και ενδεχομένως «σκληρότερο» επίπεδο (εσωτερικό των κομμάτων), ενώ ταυτόχρονα ο περιορισμός της μίας και μόνο εκλόγιμης θέσης, ιδίως σε περιπτώσεις όπου κάποιο κόμμα κυριαρχεί καταφανώς, θα αποθάρρυνε τη γενικότερη εμπλοκή ικανών προσώπων.

* Παράλληλα, οδηγούμαστε σε ένα σύστημα «διωγμού» ουσιαστικά όλων των μικρότερων κομμάτων από τις τοπικές κοινωνίες, αφού πρακτικά (όπως θα δούμε και παρακάτω) φαίνεται αδύνατο να εκλέξουν έστω και ένα βουλευτή σε μονοεδρική.

* Και πώς θα χαράξουμε τις μονοεδρικές; Εχουμε αντιληφθεί τις τεχνικές δυσκολίες του εγχειρήματος, σε μία χώρα που ιστορικά έχει ελάχιστη σχετική παράδοση; Στις δυσκολίες θα μπορούσε να προσθέσει κανείς το επιχείρημα ότι αφού επίκειται η διοικητική μεταρρύθμιση και ο Καποδίστριας 2 γιατί να βιαστούμε; Σε δύο χρόνια (2011) θα έχουμε και απογραφή πληθυσμού και θα ήταν λογικό να περιμένουμε.

5 Οι τελευταίες παρατηρήσεις, πάντως, δεν αναιρούν την απόλυτη και άμεση ανάγκη μεταβολής του σημερινού εκλογικού συστήματος. Οχι μόνο γιατί τουλάχιστον οι πολύ μεγάλες εκλογικές περιφέρειες πρέπει επιτέλους να σπάσουν, αλλά και γιατί είναι επιτακτική ανάγκη να διορθωθεί το πλαίσιο προσκύρωσης των εδρών που δικαιούνται τα κόμματα στις επιμέρους εκλογικές περιφέρειες. Ενα προβληματικό πλαίσιο δηλαδή που καταστρατηγεί τις τοπικές αναλογίες και πλειοψηφίες, όπως στο γνωστό παράδειγμα του νομού Χανίων στις εκλογές του 2007 (η Ν.Δ. με εμφανώς μικρότερη εκλογική δύναμη από το ΠΑΣΟΚ εξέλεξε 3 βουλευτές έναντι 1 του ΠΑΣΟΚ). Στις εκλογές του 2009, το φαινόμενο επαναλήφθηκε στον νομό Πιερίας (η Ν.Δ. αν και παρέμεινε πρώτη στον νομό εξέλεξε 1 βουλευτή έναντι 3 του ΠΑΣΟΚ).

* Ανεξάρτητα δηλαδή από το τι θα κάνουμε τελικά με τις μονοεδρικές, το σίγουρο είναι ότι η συζητούμενη λογική περί γερμανικού μοντέλου μπορεί να υιοθετηθεί τουλάχιστον στο βασικό διαρθρωτικό της μέρος. Να εκλέγεται δηλαδή ένα μέρος της Βουλής ορθολογικά και χωρίς παρατυπίες σε βασικές εκλογικές περιφέρειες (μονοεδρικές ή όχι) και το υπόλοιπο της Βουλής σε μεγάλες πολυεδρικές που μπορούν να λειτουργούν (αν θέλουμε) και διορθωτικά, σε σχέση με έναν απαιτούμενο αρχικό αριθμό εδρών που δικαιούνται τα κόμματα.

6 Ενα τέτοιο παράδειγμα παρουσιάζεται στη συνέχεια ακολουθώντας τη βασική δομή των εισηγήσεων που, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, αναμένεται να κατατεθούν. Οι 300 έδρες δηλαδή της Βουλής μοιράζονται σε 180 + 120 έδρες. Οι πρώτες 180 έδρες μπορούν να κατανεμηθούν:

α) σε μονοεδρικές περιφέρειες και, εναλλακτικά,

β) στις σημερινές 56 εκλογικές περιφέρειες ή και σε ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ώστε να εξασφαλίζεται ένα πλήθος μικρών εκλογικών περιφερειών (μέχρι 10 έδρες).

Οι υπόλοιπες 120 έδρες κατανέμονται σε ευρύτερες περιφέρειες, ο αριθμός των οποίων είναι αδιάφορος στο παράδειγμά μας, αφού η κατανομή εδρών γίνεται διορθωτικά ώστε να εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος αριθμός εδρών για κάθε κόμμα σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνθήκες του νόμου Σκανδαλίδη που θεωρείται πιθανό να διατηρηθούν (αναλογική κατανομή 260 εδρών και μπόνους 40 εδρών στο πρώτο κόμμα, συν το φραγμό του 3%).

Κατάτμηση περιφερειών

* Ξεκινώντας από την κατανομή 180 εδρών στις γνωστές 56 σημερινές εκλογικές περιφέρειες με βάση τον νόμιμο πληθυσμό (δημότες) που προβλέπει το Σύνταγμα (βλ. Πίνακα 1) έχουμε αμέσως τον σχηματισμό 14 μονοεδρικών και πολλών άλλων μικρών περιφερειών (μέχρι 5 έδρες). Σχηματίζονται δηλαδή 52 μικρές και πολύ μικρές περιφέρειες και απομένουν μόλις 4 «μεγάλες» που μπορούν να σπάσουν σε μικρότερες όπως στον Πίνακα 2.

* Συγκεκριμένα, η εκλογική περιφέρεια του Νομού Αττικής (πρώην υπόλοιπο Αττικής) μπορεί να χωριστεί στο ανατολικό και δυτικό κομμάτι, όπως ισχύει ήδη στις νομαρχιακές εκλογές, αποδίδοντας μία 5εδρική και μία 2εδρική αντίστοιχα.

Επίσης, ο Δήμος Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να αποσπαστεί από τη σημερινή Α’ Θεσσαλονίκης η οποία διαχωρίζεται έτσι σε δύο 5εδρικές περιφέρειες.

Η Β’ Αθηνών, τέλος, μπορεί να σπάσει σε 3 ή 4 επιμέρους μέρη, όπως επανειλημμένα έχει συζητηθεί και προταθεί τα τελευταία χρόνια. Εδώ ακολουθείται ένας ενδεικτικός χωρισμός σε 4 μέρη (με τη λογική του μεγαλύτερου δυνατού χωρισμού), ως εξής:

α) Δυτική Β’ Αθήνας: Δήμοι Αγίων Αναργύρων, Αγίας Βαρβάρας, Αιγάλεω, Ιλίου, Καματερού, Νέας Φιλαδέλφειας, Νέας Χαλκηδόνας, Περιστερίου, Πετρούπολης, Χαϊδαρίου.

β) Βόρεια Β’ Αθήνας: Δήμοι, Αμαρουσίου, Βριλησσίων, Γαλατσίου, Εκάλης, Ηρακλείου, Κηφισιάς, Λυκόβρυσης, Μελισσίων, Μεταμόρφωσης, Νέας Ερυθραίας, Νέας Ιωνίας, Νέας Πεντέλης, Νέου Ψυχικού, Πεντέλης, Πεύκης, Φιλοθέης, Χαλανδρίου, Ψυχικού.

γ) Ανατολική Β’ Αθήνας: Δήμοι, Αγ. Δημητρίου, Αγ. Παρασκευής, Βύρωνος, Δάφνης, Ζωγράφου, Ηλιούπολης, Καισαριανής, Παπάγου, Υμηττού, Χολαργού.

δ) Νότια Β’ Αθήνας: Δήμοι Αλίμου, Αργυρούπολης, Γλυφάδας, Ελληνικού, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ν. Σμύρνης, Π. Φαλήρου, Ταύρου.

* Χωρίς να έχουμε λοιπόν μονοεδρικές περιφέρειες, αλλά 61 μικρές βασικές εκλογικές περιφέρειες με μεγαλύτερο αριθμό τις 10 της Α’ Αθηνών και θέλοντας να αποφύγουμε κάθε παρενέργεια δυσαναλογίας θα μπορούσαμε να κάνουμε μία απλή αναλογική κατανομή (π.χ. κάλυψη του εκλογικού μέτρου και στη συνέχεια απονομή των αδιάθετων εδρών με βάση τα μεγαλύτερα υπόλοιπα) σε κάθε βασική εκλογική περιφέρεια, ενώ στις μεγάλες πολυεδρικές περιφέρειες θα κατανέμονται οι έδρες που λείπουν ώστε να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός. Στην περίπτωση αυτή οι έδρες θα αποδίδονταν στα κόμματα όπως δείχνει συνοπτικά ο Πίνακας 3, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών (2009). Παράλληλα, ο Πίνακας 4 μας δείχνει την ίδια εικόνα όταν αντί για τις 61 βασικές εκλογικές περιφέρειες είχαμε 180 μονοεδρικές.

7 Ο Πίνακας 4 αποκαλύπτει ότι όχι μόνο κανένα από τα μικρότερα κόμματα δεν μπορεί να κερδίσει σε κάποια μονοεδρική, αλλά ακόμα και η Ν.Δ. κερδίζει μόλις 30 από τις 180 έδρες.

Φαίνεται συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ενδεικτικό χωρισμό σε μονοεδρικές που έγινε για τις απαιτήσεις αυτής της παρουσίασης, ότι η Ν.Δ. μπόρεσε να επικρατήσει και στις 4 μονοεδρικές του Ν. Σερρών, στις 2 από τις 5 του Δήμου Θεσσαλονίκης και στις 2 από τις 5 επίσης της Β’ Θεσσαλονίκης, όπως ακόμα, στις 2 μονοεδρικές της Λακωνίας, στις 2 από τις 3 των Ν. Μεσσηνίας, Εβρου και Πέλλας, έχοντας ακόμα 2 έδρες στη Β’ Αθήνας. Από εκεί και μετά, κερδίζει από μία μονοεδρική στην Α’ Αθηνών, στην Ανατολική Αττική, στους Ν. Κιλκίς, Πιερίας, Χαλκιδικής, Δράμας, Κοζάνης, Καρδίτσας, Μαγνησίας, Φθιώτιδας, Αργολίδας, όπως επίσης και την μονοεδρική της Καστοριάς.

Ολες τις άλλες μονοεδρικές (150) τις κερδίζει το ΠΑΣΟΚ και ουσιαστικά στις 40 από τις 61 βασικές εκλογικές περιφέρειες που θεωρήσαμε έχει εκλέξει αποκλειστικά όλους τους βουλευτές.

8 Ομολογουμένως, η διασπορά αυτή δείχνει πολύ παραστατικά ότι οι βουλευτές των μονοεδρικών είναι κατά βάση «κυβερνητικοί».

Είναι χαρακτηριστικό στο παράδειγμά μας, ότι η Ν.Δ. έχασε απολύτως οριακά (για ελάχιστες ψήφους) περίπου 10 μονοεδρικές, αλλά ταυτόχρονα, κέρδισε σχεδόν άλλες 10 επίσης οριακά. Δηλαδή θα μπορούσε να είχε επικρατήσει σε 40 μονοεδρικές, αλλά και μόνο σε 20, κάτι που επηρεάζει και όσους εκλέγονται στις πολυεδρικές.

Ζήτημα αναλογικότητας

Προκύπτει δηλαδή ακόμα μία σοβαρή συνέπεια που απορρέει από το σύστημα των μονοεδρικών, δηλαδή, ο μεγάλος βαθμός ανασφάλειας-αβεβαιότητας εκλογής των υποψήφιων βουλευτών. Η αβεβαιότητα αυτή μάλιστα δεν έχει να κάνει μόνο με τις ίδιες τις ψήφους των κομμάτων, αλλά και με τη χάραξη των μονοεδρικών.

9 Σε όλα αυτά, τέλος, δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί και ότι σε ένα εκλογικό σύστημα που βασίζεται στις μονοεδρικές περιφέρειες υπάρχουν τεράστιες δυσαναλογίες και οι διορθώσεις είναι απολύτως αναγκαίες. Επιβάλλεται δηλαδή να υπάρχει ένας αρχικός διακανονισμός των εδρών όπως η «ομπρέλα Σκανδαλίδη».

* Η συγκεκριμένη λογική όμως του σταθερού και απαραβίαστου μπόνους, έξω από κάθε διαδικασία επιμερισμού ανάλογα με τη διασπορά των ψήφων και τη διαφορά ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα, είναι σε κάθε περίπτωση προβληματική.

* Κανονικά, το ζητούμενο θα ήταν να αποδίδεται ένα μεταβλητό πλειοψηφικό μπόνους που να ρυθμίζεται από την ίδια τη διασπορά των ψήφων, όπως π.χ. σε γενικές συνθήκες αναλογικής, το πρώτο κόμμα να πριμοδοτείται με τις αδιάθετες έδρες στις περιφέρειες στις οποίες επίσης είναι πρώτο. Μία τέτοια (σαφώς πιο φυσιολογική) ρύθμιση όμως συνδυάζεται μόνο με πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες που αποδίδουν στοιχειώδεις αναλογίες και όχι με μονοεδρικές.

* Ο ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ είναι Δρ Πολιτικής Επιστήμης και μαθηματικός, με ειδίκευση στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4173