Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Μπροστά σε κίνδυνο μακράς ύφεσης η Ελλάδα

Για συγκεκριμένες περικοπές δημοσίων δαπανών πιέζουν οι κοινοτικοί, μέτρα για την παραγωγή δεν συζητούνται

Ελίζα, Παπαδάκη

Κυριακάτικη Αυγή, 2010-01-10


Πολλά σενάρια κυκλοφορούν, αλλά ουσιαστικά παραμένουμε σε άγνοια ως προς τα συγκεκριμένα μέτρα με τα οποία θα επιδιωχθεί η δραστική μείωση του δημοσίου ελλείμματος, κατά 4 μονάδες του ΑΕΠ φέτος και κατά άλλες 6 μονάδες μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Ακόμα διερευνώνται και παζαρεύονται από τον αρμόδιο υπουργό Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Όμως απόλυτα σαφές έγινε πλέον, μετά και την ψυχρολουσία από τους κοινοτικούς στην Αθήνα, ότι θα είναι επώδυνα. Ότι θα σημάνουν δηλαδή συμπίεση εισοδήματος για ευρείες κατηγορίες του πληθυσμού.

Το πρώτο ερώτημα είναι προφανώς πώς θα κατανεμηθεί το αναπότρεπτο κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην ανοίγει τα χαρτιά της. Χρειάστηκε να έρθουν οι «επιθεωρητές» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα για να ακούσουμε από διαρροές αριθμητικές υποδείξεις του τύπου «μειώστε 7% τους μισθούς στο Δημόσιο», ή υπαινιγμούς ότι συντάξεις πάνω από 720 ευρώ το μήνα είναι υψηλές για τα μέτρα μας (οπότε από το επίπεδο αυτό και πάνω μπορούν να κοπούν). Οι κοινοτικοί προκρίνουν τις περικοπές των κρατικών δαπανών, θεωρώντας τις πιο σίγουρες από τα πάντοτε αβέβαια σε κάποιο βαθμό έσοδα, αλλά και οικονομικά πιο αποτελεσματικές. Διότι τα τελευταία χρόνια αυξάνονταν με παράλογα υψηλούς ρυθμούς: κατά 13,1% το 2007 οι πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού (εκτός τόκων δηλαδή και εκτός των επενδύσεων), κατά 9,9% το 2008, κατά 17,2% το 2009, όταν στα φορολογικά έσοδα είχαμε χονδρικά τη μισή αύξηση, 7,6% το 2007 και 5,6% το 2008, κατόπιν μάλιστα μείωση 1% το 2009, με τη διαφορά να διογκώνει τα ελλείμματα και το χρέος ώσπου φτάσαμε στο «μη παρέκει».

Ο κ. Παπακωνσταντίνου από την πλευρά του επί της αρχής δεν έπαψε να υποστηρίζει ότι η μείωση του ελλείμματος πρέπει να προέλθει μισή-μισή από δαπάνες και έσοδα. Εύλογα, εφόσον έχουμε από τα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα ως προς το ΑΕΠ στην Ευρώπη, και τα μειώναμε διαρκώς τα τελευταία χρόνια, την ώρα που η Κύπρος π.χ. τα αύξανε εντυπωσιακά (ενδιαφέροντα στοιχεία από πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν είχαν παρουσιαστεί σε αυτές τις στήλες την περασμένη Κυριακή). Μόνο που μια φορολογική μεταρρύθμιση που θα αυξήσει κατά βιώσιμο, αναπτυξιακό και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο τα έσοδα προϋποθέτει καλό σχεδιασμό, οργάνωση, και, βέβαια, «διαβούλευση». Όλα αυτά απαιτούν χρόνο ο οποίος δεν υπάρχει, εξ ού και οι βιασύνες, η αποσπασματικότητα, ή τα λάθη (από τα τέλη κυκλοφορίας ως την τροπολογία για τη φορολόγηση των εφεξής μεταβιβάσεων με άγνωστο ακόμα τρόπο, προχθές).

Οι ασάφειες που αναπαράγονταν έως και την περασμένη εβδομάδα θα πρέπει ωστόσο σύντομα να ξεπεραστούν: με τη δημοσίευση του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης και τη συζήτησή του στη Βουλή, ώστε να πάρει την οδό για την επίσημη έγκριση στις Βρυξέλλες – που, αρέσει δεν αρέσει, είναι απαραίτητη για να αποφύγουμε πολύ οδυνηρότερες εξελίξεις. Η αγωνία δεν τελειώνει όμως εκεί, και στην προσπάθεια εφαρμογής όσων θα γραφούν στο πρόγραμμα.

Την υστέρηση έναντι της Ευρωζώνης βεβαιώνουν οι δείκτες

Το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι αυτό που λιγότερο συζητείται: πώς, παράλληλα με την αναγκαία προσπάθεια για τη μείωση του ελλείμματος θα ξεκινήσει μια νέα διαδικασία για την ανάπτυξη της χώρας. Σύμφωνα με τις δημοσιευμένες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οικονομική μεγέθυνση στην Ελλάδα το 2010 θα είναι για πρώτη φορά εδώ και 17 χρόνια χαμηλότερη από όσο στην Ευρωζώνη, κατά μία μονάδα: ΕΖ +0,7%, εμείς -0,3%. Και αυτό μολονότι συνεχίζουμε να λαμβάνουμε σημαντικούς κοινοτικούς πόρους για το ΕΣΠΑ, χωρίς τους οποίους η διαφορά θα ήταν αρκετά μεγαλύτερη.

Ο δείκτης οικονομικού κλίματος που δημοσιεύει η Επιτροπή παρουσίασε νέα βελτίωση το Δεκέμβριο τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην ΕΕ των 27, αλλά σε εμάς εξακολούθησε να πέφτει μετά την προσωρινή (μετεκλογική) ευφορία του Οκτωβρίου, καταγράφοντας αρνητική εξέλιξη ιδίως στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, στο λιανικό εμπόριο – παρά τις γιορτές, και στη μεταποίηση. Ενώ στην Ευρώπη φαίνεται πάντως να επιστρέφει ένα πνεύμα αισιοδοξίας, οι ανησυχίες παραμένουν. Το 10% έφτασε το ποσοστό ανεργίας το Νοέμβριο στην Ευρωζώνη, το 9,5% στην ΕΕ των 27, με 100 και 185 χιλιάδες ανέργους αντίστοιχα να προστίθενται μέσα σε ένα μήνα, 2 μονάδες αυξήθηκε μέσα σε ένα χρόνο και η προοπτική είναι να ανέβει κι άλλο φέτος – όπως και στις ΗΠΑ άλλωστε. Τη χαμηλότερη αύξηση της ανεργίας, μισή μονάδα, παρουσίασε η Γερμανία, ενώ είχε πληγεί από βαθιά ύφεση πέρυσι, χάρη στις πολιτικές μειωμένου ωραρίου απασχόλησης – αντί απολύσεων – που έχουν συμφωνήσει εκεί επιχειρήσεις, συνδικάτα και κράτος.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον – για εμάς ειδικότερα – παρουσιάζει δημοσκόπηση (του καναλιού ARD) που φέρει την πλειονότητα των Γερμανών να αντιτίθενται στις μειώσεις των φόρων που έχουν εξαγγείλει οι Φιλελεύθεροι και πιο διστακτικά οι Χριστιανοδημοκράτες, στην κυβέρνηση αμφότεροι αφού κέρδισαν στις πρόσφατες εκλογές: το 58% είναι κατά των μειώσεων και μόνον ένα 38% υπέρ, η αντίθεση μάλιστα διαπερνά όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα, ακόμα και τους ψηφοφόρους των ακραία εχθρικών προς τη φορολογία Φιλελευθέρων (53% κατά, 43% υπέρ). Στα πιο ευκατάστατα νοικοκυριά (με διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημα 3.000 ευρώ και πλέον) οι αντίθετοι στη μείωση των φόρων φτάνουν το 69%. Η στάση αυτή αποδίδεται στην ανησυχία των πολιτών για την έως τώρα διόγκωση του δημοσίου χρέους, αλλά και τους φόβους τους ότι τα χειρότερα δεν έχουν περάσει, όπως πιστεύει το 64%. Και έχει ενδιαφέρον επειδή επιβεβαιώνει ότι οι Γερμανοί δεν θυσιάζουν το κοινωνικό τους κράτος για να έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο ιδιωτικό εισόδημα. Ό,τι και να τους τάζουν δημαγωγοί πολιτικοί, ξέρουν ότι πρέπει να το πληρώνουν.

Σε παγίδα

Αυτή η αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας όμως, κατ’ επέκταση και της κυβέρνησής τους, ενέχει κινδύνους για τις ασθενέστερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως είναι και η Ελλάδα, υποστηρίζεται από ορισμένους οικονομολόγους, ανάμεσά τους και από τον Μάρτιν Γουλφ των Financial Times. Διότι μην δαπανώντας περισσότερο η ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία και διατηρώντας τεράστιο πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο, εξωθεί σε ελλείμματα και δανεισμό τους ασθενέστερους (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία), τελικά σε μη διατηρήσιμες ανισορροπίες, οπότε καθώς δεν έχουν πλέον δικό τους νόμισμα να υποτιμήσουν για να ξαναγίνουν ανταγωνιστικοί, κινδυνεύουν να βυθιστούν σε μακροχρόνια ύφεση. Η «ασωτία» της Ελλάδας μοιάζει έτσι η άλλη όψη της «σύνεσης» της Γερμανίας. Και αυτό θέλει να αγνοεί η έπαρση Γερμανών «ιεράκων» όπως του Χανς Γιουργκεν Σταρκ, μέλους του προεδρείου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος απέκλειε κάθε στήριξη προς την Ελλάδα. Άλλωστε δεν είμαστε μόνον εμείς. Πορτογαλική επενδυτική τράπεζα «αποκάλυπτε» την Πέμπτη ότι το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας έφτασε το 100% του ΑΕΠ της το 2009 και θα εξακολουθήσει να ανεβαίνει.

Είμαστε παγιδευμένοι και πρέπει να τα καταφέρουμε να βγούμε από την παγίδα, μας εύχεται ο Γουλφ. Η απαισιόδοξη εξέλιξη που διαγράφει προκύπτει από τη σημερινή κατάσταση αν αφεθούμε στους αυτοματισμούς των αγορών, με δεδομένο ένα ισχυρό ευρώ. Πριν απ’ όλα χρειαζόμαστε επομένως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για να διευρύνουμε την παραγωγική μας ικανότητα. Λιγότερο μπορούμε να βασιστούμε στη στήριξη από την Ευρώπη, όσο και αν απέχει η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ από το να ταυτίζεται με τον συμπατριώτη της Σταρκ, όσο θετικές και αν ήσαν οι πρώτες δηλώσεις του νέου Ισπανού προεδρεύοντος, του πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, για την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας. Πρέπει να τις αξιοποιήσουμε, αλλά αυτό δεν φτάνει.


Εκτύπωση στις: 2024-04-27
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4233