Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ας κοιτάξουμε κατά την Κίνα

Η δημοσιονομική λιτότητα δεν απαγορεύει την ανάπτυξη

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2010-01-13


Από τις πιο εντυπωσιακές διεθνείς οικονομικές ειδήσεις στις αρχές αυτού του έτους: Πουλώντας στον υπόλοιπο κόσμο προϊόντα αξίας πάνω από 1,2 τρισ. δολάρια, η Κίνα φαίνεται το 2009 ότι ξεπέρασε τη Γερμανία και αναδείχθηκε πρώτη εξαγωγική δύναμη («φαίνεται», όσο δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί τα γερμανικά στοιχεία για 1,17 τρισ., όμως ο Τύπος εκεί το προεξοφλεί). Άντεξε καλύτερα στην κρίση που συρρίκνωσε το παγκόσμιο εμπόριο και ταυτόχρονα ήταν το 2009 η μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων, υποσκελίζοντας εδώ τις ΗΠΑ: με μιαν αύξηση 54%, πέρυσι οι Κινέζοι αγόρασαν 13,6 εκατομμύρια καινούργια αυτοκίνητα. Ανά κάτοικο η Κίνα βρίσκεται ακόμα οπωσδήποτε πίσω από τις ισχυρές βιομηχανικές οικονομίες της Δύσης, τόσο στις εξαγωγές όσο και στις αγορές αυτοκινήτων, οι νέες πρωτιές της όμως ενώ διατηρεί υψηλότατους ρυθμούς μεγέθυνσης- 10% προβλέπεται να αυξηθεί το ΑΕΠ της και φέτος- ενισχύουν τις απόψεις που βλέπουν το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας όσο θα προχωράει ο αιώνας να μετατοπίζεται πια στον Ειρηνικό.

Αλλά η ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας μας ενδιαφέρει άμεσα, ανεξάρτητα από το αν θα επιβεβαιωθούν οι όποιες γεωπολιτικές εκτιμήσεις. Καθώς σημαίνει μιαν ανάλογη ανάπτυξη των αναγκών της κινεζικής οικονομίας και της κοινωνίας 1,3 δισεκατομμυρίου ανθρώπων, προσφέρει σε όλον τον κόσμο μεγάλες παραγωγικές ευκαιρίες για την κάλυψή τους. Τις διακρίνουμε στην Ευρώπη, πιο έντονα στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική. Η δική μας χώρα πολύ λίγο συμμετείχε έως τώρα, αν εξαιρέσουμε τη ναυτιλία. Η ελληνική ναυτιλία όμως έχει περισσότερο διεθνή χαρακτήρα, κινείται αυτοτελώς ανά τις θάλασσες και τις ηπείρους, με θετικά πάντως αποτελέσματα για την εθνική οικονομία, πολύ ορατά τα τελευταία χρόνια στο ισοζύγιο πληρωμών. Αλλά οι άλλοι κλάδοι στην πλειονότητά τους, στη μεταποίηση από τα τρόφιμα μέχρι τα δομικά υλικά, ακόμα και στον τουρισμό, χρειάζονται συντονισμό εσωτερικά, μεταξύ τους, με το κράτος και με δημόσιους φορείς, για να αξιοποιήσουν τέτοιες ευκαιρίες, για να προγραμματίσουν πιο μακροχρόνια την παραγωγή τους και τη διάθεσή της σε νέες αγορές. Συντονισμός δεν υπήρξε ούτε σχέδιο. Θα γίνει κάτι τώρα;

Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί η δημοσιονομική κρίση: η μεγάλη αγωνία είναι αν και πώς θα κατορθώσουμε να μειώσουμε το έλλειμμα αρκετά ώστε να αποφύγουμε τα χειρότερα, όλοι αναρωτιόμαστε πόσους φόρους θα πληρώσουμε παραπάνω, ποια επιδόματα, παροχές, προνόμια θα στερηθούμε και ποιοι ακριβώς από εμάς. Φτάσαμε όμως σε αυτές τις δυσκολίες τώρα, έχοντας αφεθεί δέκα χρόνια στη σιγουριά που φαινόταν να παρέχουν η νομισματική σταθερότητα και τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ, οι άφθονοι πόροι από τα κοινοτικά ταμεία. Σαν να είχαμε πιστέψει ότι με αυτά τα πλεονεκτήματα, το ευρώ και τους κοινοτικούς πόρους, η ανάπτυξη θα προέκυπτε από μόνη της, θα την έφερνε η αγορά. Ξέρουμε πλέον ότι το αντίθετο συνέβη: αυξήθηκε υπέρμετρα ο δανεισμός, δημόσιος και ιδιωτικός (ήταν τόσο εύκολος και έμοιαζε φθηνός), τροφοδότησε κυρίως την κατανάλωση ή επενδύσεις στις κατασκευές, ενώ εργοστάσια έκλειναν, η παραγωγική βάση της χώρας συρρικνωνόταν, οι άλλοτε βιομηχανίες μετατρέπονταν σε εισαγωγικές επιχειρήσεις, το εμπόριο ανθούσε. Με υψηλούς σχετικά ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ διατηρούσαμε επίμονα υψηλή ανεργία, στους νέους ανθρώπους πάνω από 20%. Τις σχετικά κακοπληρωμένες ή σκληρές δουλειές που δημιουργούσε η υποβαθμιζόμενη ελληνική οικονομία, μόνο μετανάστες δέχονταν να τις κάνουν.

Ένας από τους πιο δυσάρεστους επικριτές μας τις τελευταίες ημέρες, ο Γιούργκεν Σταρκ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καταλόγιζε στις ελληνικές κυβερνήσεις ευθύνες τόσο για τα υψηλά δημόσια ελλείμματα όσο και για την απώλεια ανταγωνιστικότητας, ισοδύναμα. Η λύση που προφανώς υπαινίσσεται και για τα δύο είναι να μειωθούν δραστικά οι μισθοί. Αλλά η συνταγή αυτή είναι η χειρότερη. Τα αρνητικά της αποτελέσματα ανά τον κόσμο έχουν διαπιστώσει και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, βάζοντας πια νερό στο κρασί τους, τα έχουμε δει και εδώ, όταν η αναγκαστική μείωση των πραγματικών μισθών κατά 12% σχεδόν τη διετία 1986-87 τίποτα δεν διόρθωσε. Τρία χρόνια μετά είχαμε ακόμα χειρότερη κρίση. Και οι μισθοί, αφού στο μεταξύ είχαν κερδίσει τα περισσότερα από τα χαμένα, ξαναμειώθηκαν.

Εξάλειψη δημόσιων ελλειμμάτων χωρίς να συμπιεστούν τα εισοδήματα που καταβάλλονται από το Δημόσιο (μισθοί, συντάξεις, επιδόματα) δεν γίνεται, και στο ερώτημα πόσο και με ποια κατανομή, απάντηση ακόμα δεν δίνεται. Παράλληλα χρειάζεται να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, να διευκρινιστεί και εδώ ποιοι θα πληρώσουν και πόσο. Προπάντων χρειαζόμαστε όμως ένα καλό σχέδιο που θα κινητοποιήσει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας και προοπτικά θα το αυξήσει.


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4243