Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι επικριτές μας και εμείς

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2010-01-20


Εκτός από τις Βρυξέλλες, το Πρόγραμμα Σταθερότητας να συζητηθεί και εδώ Της Ελίζας Παπαδάκη 14695062Αφότου έγινε έκδηλη η υπερχρέωση της Ελλάδας τους τελευταίους μήνες και αναδείχθηκε σε μείζον θέμα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, έχουμε διαβάσει και μεγάλες ανοησίες: όπως τον Αμερικανό οικονομολόγο που συνιστούσε τις προάλλες να φύγουμε από την ευρωζώνη και πρόβαλλε ως παράδειγμα την Αργεντινή του 2002, όπου φάνηκε να αγνοεί παντελώς τη διαφορά ανάμεσα στο κλείδωμα μιας ισοτιμίας με το δολάριο με πολιτική απόφαση κάποιας μεμονωμένης χώρας, και τη δική μας νομισματική ένωση στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της. Ή ένα στέλεχος της Deutsche Βank που μετρούσε προχθές το τωρινό χρέος της Ελλάδας στο διπλάσιο εκείνου που είχαν αθροιστικά Ρωσία και Αργεντινή όταν χρεοκοπούσαν το 1998 και το 2002 αντίστοιχα, και κινδυνολογούσε ότι θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές χρεοκοπίες στην Ευρώπη...

Στον πρώτο- και σε όσους αναμασούν παρόμοιες υποδείξεις- απαξίωσε να απαντήσει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ: «εξωφρενικές υποθέσεις», είπε, δεν τις σχολιάζει. Κρίνοντας από το πώς αντιμετώπισε έναν καταιγισμό ερωτήσεων γύρω από τη χώρα μας, θα εικάζαμε ανάλογη αντίδραση στο ακόμα εξωφρενικότερο σενάριο του δευτέρου. Διότι στη συνέντευξη Τύπου της περασμένης Πέμπτης, ο κ. Τρισέ απέκλεισε μεν να αλλάξουν οι κανόνες για τα ομόλογα που δέχεται ενέχυρα η Τράπεζα προς χάριν της Ελλάδας επιμένοντας ότι εμείς, στον τόπο μας, «έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε», δεν άφησε όμως καμία αμφιβολία για το αν θα αντεπεξέλθουμε.

Ταυτόχρονα δημοσιεύονται δυσμενείς αναλύσεις για τις οικονομικές μας προοπτικές, μαζί και των άλλων χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία), που αξίζει να τις προσέξουμε. Ο κίνδυνος που επισημαίνουν είναι να βυθιστούμε σε μακροχρόνια ύφεση. Δύο παράγοντες ωθούν προς τα εκεί: η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική που υποχρεωτικά θα ακολουθούμε για καιρό, ώσπου να εξαλειφθεί το δημόσιο έλλειμμα και να μπει σε πτωτική πορεία το χρέος, οπότε το κράτος θα αφαιρεί μέσω φόρων περισσότερο εισόδημα από την οικονομία από όσο θα επιστρέφει με δαπάνες, εφόσον θα πληρώνει τόκους και χρεολύσια. Και συνάμα η απώλεια ανταγωνιστικότητας που έχουμε υποστεί (με διαρκώς μεγαλύτερο πληθωρισμό και υψηλότερες αυξήσεις μισθών από την υπόλοιπη ευρωζώνη, οπότε τα αγαθά και οι υπηρεσίες μας έγιναν ακριβότερα) και θα αδυνατούμε να ανακτήσουμε με το ισχυρό ευρώ.

Η ευθύνη εντοπίζεται κατά μεγάλο μέρος στη νομισματική ένωση, όπως λειτουργεί, και ειδικότερα στην ισχυρότερη οικονομία της, τη Γερμανία: οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης δεν θα αντιμετώπιζαν τέτοιες δυσκολίες και αυξανόμενο κόστος στον δανεισμό τους, υποστηρίζεται, αν η δημοσιονομική πολιτική ήταν ενιαία, με έναν ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που θα ανακατένειμε τους πόρους υπέρ των φτωχότερων ή, τουλάχιστον, αν ακολουθούνταν κοινή πολιτική δανεισμού των κρατών με την έκδοση ευρω-ομολόγων, όπως προτάθηκε επανειλημμένα από την αρχή της κρίσης. Αλλά, προπάντων, ούτε θα είχαν τόσο ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο, αν η Γερμανία δεν εφάρμοζε τόσο επιθετική εξαγωγική πολιτική, συμπιέζοντας τους δικούς της μισθούς και τα εισοδήματα αντί να καταναλώνει και να εισάγει περισσότερα. Τα εξωτερικά ελλείμματα της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας είναι η άλλη όψη των γερμανικών πλεονασμάτων.

Σε μια τέτοια προσέγγιση συγκλίνουν οικονομολόγοι από διαφορετικές αφετηρίες: ο φιλελεύθερος υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης Μάρτιν Γουλφ των «Financial Τimes», πιο επικριτικός ο Γάλλος Ζαν-Πολ Φιτουσί, ο Βρετανός ευρωπαϊστής Σάιμον Τίλφορντ ή ο άλλοτε στενός συνεργάτης του Όσκαρ Λαφοντέν Χάινερ Φλάσμπεκ, από τα Ηνωμένα Έθνη πλέον, και άλλοι. Η ανανεωμένη μετά την κρίση εμμονή στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης είναι ευπρόσδεκτη, μακάρι να δυναμώσει. Η απαισιοδοξία των απόψεων αυτών όμως, που προδικάζουν σχεδόν ύφεση και μεγάλη ανεργία διαρκείας για τις ανταγωνιστικά ασθενέστερες χώρες εφόσον δεν διαθέτουν το όπλο της υποτίμησης, φαίνεται υπερβολικά καθηλωμένη στον αυτοματισμό των αγορών. Πριν από 25 χρόνια δηλαδή γινόταν με μια υποτίμηση της δραχμής και τον συνακόλουθο πληθωρισμό να μειωθούν βάναυσα πραγματικοί μισθοί και συντάξεις, κατόπιν τα επιτόκια να ανέβουν τόσο που ο δανεισμός για τους περισσότερους να είναι αδύνατος. Και σήμερα, με το σταθερό ευρώ, αδυνατούμε οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας να διαπραγματευτούμε μισθούς, συντάξεις, τιμές, κέρδη, φόρους, δάνεια, επενδύσεις, θέσεις εργασίας, δημόσια αγαθά, για να βγούμε από την κρίση της υπερχρέωσης και να βελτιώσουμε την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας;

Πολιτική ανακατανομής των πόρων μπορείκαι πρέπει- να ασκηθεί και στα εθνικά πλαίσια. Συλλογικά φτωχοί δεν είμαστε, έχουμε άλλωστε να λαμβάνουμε σημαντικές χρηματοδοτήσεις από τα κοινοτικά ταμεία ώς το 2013. Το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης σκιαγραφεί μια πορεία. Εκτός από τις Βρυξέλλες χρειάζεται όμως να συζητηθεί αναλυτικά, αυστηρά και εδώ.


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4278