Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

O ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ, η οικολογική κρίση και οι συνεργασίες

Στάθης, Λουκάς

2010-01-29


Yπάρχει μιά διάχυτη εκτίμηση σε συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ: ότι η επιτυχία των Οικολόγων-Πράσινων στις ευρωεκλογές, καθώς και η μερική επιτυχία στις εθνικές εκλογές οφείλεται στο ότι «η αστική πολιτική» συνέβαλε στην «προβολή και στην πριμοδότιση των Πράσινων ως ένα εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο...». Αυτή η εκτίμηση τροφοδοτεί και ενισχύει την αντίσταση διαφόρων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις διαδικασίες συγκρίσεων και συγκλίσεων, σε διάφορα θέματα, μεταξύ ΣΥΝ και Οικολόγων-Πρασίνων.

Παρόλο που η οικολογική αντίθεση ήρθε συνολικά στην επιφάνεια, εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια, και την τελευταία δεκαπενταετία προστέθηκε και ο οικολογικός προσδιορισμός στις πινακίδες και τους τίτλους των κομμάτων, η πολιτική και θεωρητική ωρίμανση της συνολικής αριστεράς παραμένει προσκολλημένη στις προσεγγίσεις του δεκάτου εννάτου και του μέσου εικοστού αιώνα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, μέχρι το 2007, είχε υποτιμηθεί (πράγμα που ξεπερνιέται με την παρέμβαση του Μ. Παπαγιαννάκη) από τον ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ η σημασία του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Σημασία που σχετίζεται όχι μόνο με την ποιότητα της ανάπτυξης και την απασχόληση, αλλά και με ό,τι αφορά στην οργάνωση της πολιτικής, στο χώρο, στην προσέγγιση των προβλημάτων και στην προβολή τους, στα «κομβικά σημεία» στα οποία παίρνονται οι πραγματικές αποφάσεις - τυπικές και ουσίας.

«...σημερα ζούμε σε συνθετες κοινωνίες, στις οποίες η πολιτική έχει μια ισχυρά σύνθετη διάρθρωση. Οι χώροι της πολιτικής είναι διάσπαρτοι στο χώρο, στην κοινωνία και στον κόσμο» (Π. Ινγκράο), και το Πρωτόκολλο του Κίοτο αποτελούσε και αποτελεί ένα κλειδί επικοινωνίας και παρέμβασης στη διαφορετικότητα αυτών των κομβικών χώρων.

Η ωρίμανση των προβλημάτων και η αποτυχία - πέρα από τα αναμενόμενα όρια - της συνάντησης της Κοπεγχάγης απαιτούν από την αριστερά, και κύρια από τη ριζοσπαστική-ανανεωτική, δύο βασικές επιλογές στην κατεύθυνση των αλλαγών, πέραν από τις προσθετικές πινακίδες και, πολλές φορές, τις μαξιμαλιστικές κορωνίδες.

Η πρώτη αλλαγή που είναι αναγκαία έχει να κάνει με τον προσδιορισμό ενός νέου περιγράμματος των ιδεωδών της αριστεράς (που πηγάζουν από την πραγματικότητα), ενώ η δεύτερη αλλαγή αφορά σε μια διαφορετική αντίληψη της πολιτικής, καθώς και της πρακτικής της.

Η ροή της εθνικής και διεθνούς πραγματικότητας δείχνει ότι έφτασε η στιγμή που ο ΣΥΝ πρέπει να δηλώσει καθαρά και ξάστερα ότι οι αξίες από τις οποίες ξεκινούν οι γενικές του προγραμματικές προτάσεις δεν προκύπτουν μόνο από την ανάλυση των σχέσεων - κονωνικών, οικονομικών, ιδεολογικών και φύλου - μεταξύ ανδρών και γυναικών, που ιστορικά έγιναν ή ακόμα γίνονται από το κομμουνιστικό, σοσιαλιστικό και δημοκρατικό κίνημα.

Συμληρώνονται και εξιδανικεύονται, αντίθετα, από την οικολογική ανάγνωση και θεώρηση της σχέσεως μεταξύ ανθρωπίνου γένους και φύσης, μεταξύ κονωνικο-οικονομικού σχηματισμού και περιβάλλοντος, δηλ. με την οικολογική αντίθεση.

Η οικολογική αντίθεση γεννιέται από το γεγονός ότι η φύση θεωρείται σαν μέσον για την πραγμάτωση του «επι μέρους σκοπού», που είναι ο μηχανισμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή του στόχου της απεριόριστης «βιομηχανιστικής» αντίληψης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» - και των υπαρκτών κομμουνιστικών ελληνικών βουλγάτων ακόμη και σήμερα.

Ο Μαρξ, που ανάλυσε τις κονωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην καπιταλιστική κοινωνία, μας άφησε τη ρήση «η εργασία είναι ο πατέρας του υλικού πλούτου και η γή είναι η μητέρα του». Μια ρήση που μας υπογραμμίζει σαν παρακαταθήκη συνειδητοποίησης το μοναδικό ρόλο της φύσης και της δραστηριότητας μετασχηματισμού του ανθρώπινου γένους, ενώ από την άλλη μεριά δεν μας δείχνει τα όρια αυτής της παρέμβασης στη φύση: δεν μπορούσε ο ίδιος να τα προβλέψει.

Πέφτει λοιπόν σε μας αυτό το καθήκον να τα προσδιορίσουμε, λαβαίνοντας υπ’όψη ότι αυτή η οικολογική αντίθεση ενυπάρχει και στους δύο κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, που αναμετρήθηκαν τον περασμένον αιώνα.

Επιστημονικά, οι αρχές της θερμοδυναμικής τείνουν στην κατεύθυνση προσδιορισμού ορίων. Για πρώτη όμως φορά μια συνολική προσπάθεια προσδιορισμού γίνεται το 1972, με τη δημοσίευση «Των ορίων της ανάπτυξης» από τη «Λέσχη (επιστημόνων ) της Ρώμης», για να φθάσουμε στις σημερινές – μέσα απο μια σειρά Διεθνών Διασκέψεων - πιό εμπεριστατωμένες, και επιβεβαιούμενες από την εξέλιξη της πραγματικότητας, επιστημονικές προσεγγίσεις.

Για την αριστερά κομμουνιστικής προέλευσης, η οικολογική αντίθεση έρχεται στην επιφάνεια με τις παρεμβάσεις του Ε. Μπερλινγκουέρ το 1977 και 1979, με την πολιτική πρόταση της «austerità», και τις επακόλουθες αναζητήσεις και συγκρίσεις με το υπό διαμόρφωση οικολογικό κίνημα.

Για τον προσδιορισμό και τον εμπλουτισμό της πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας της αριστεράς δεν φθάνει πιά να προχωρήσουμε με την προσθήκη ταμπελών, με ενσωματώσεις, με παραθέσεις αξιών πλάϊ σε γενικούς προσδιορισμούς («ριζοσπαστική αριστερά» και λενινιστικά κακέκτυπα) και την ενεργειακή πολιτική που διαμορφώνεται απο «οικονομική επιτροπή» κλπ.

Η συνάντηση της πολιτικής κουλτούρας της αριστεράς - κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής προέλευσης - με άλλες κουλτούρες που ωρίμασαν κατά το δεύτερο ήμιση του εικοστού αιώνα έπρεπε και μπορούσε να γίνει με την πολιτισμική και κοινωνική ανανέωση της αριστεράς.

Οι αξίες της οικολογίας, όπως και εκείνες της σεξικής διαφορετικότητας (που δυστυχώς δεν ευδοκιμούν στον ΣΥΝ) είναι «εξωτερικές» σε σχέση με την πολιτισμική παράδοση της ελληνικής αριστεράς, με τη βασανιστική εξαίρεση περιορισμένων ευρωκομμονιστικών τάσεων. Επόμενα πρέπει να είμαστε περισσότερο "αυτοκριτικοί" και να μην δείχνουμε ότι διδάσκουμε τους άλλους απο τη "καθηγητική έδρα" που δεν την είχαμε ούτε την έχουμε. Όμως δεν μπορεί να υπάρξει μια αριστερά του εικοστού πρώτου αιώνα χωρίς την πλήρη ανάληψη και «εσωτερικοποίησή» τους δια μέσου μιας αυτόνομης πολιτισμικής διαδικασίας, που θα διαπερνά και θα διαποτίζει την κοινωνικήν της θεώρηση και θα διαπερνάται απ’ αυτή.

Ενώ κατά συνέπεια η οικολογική θεώρηση της πολιτικής δεν είναι κήρυγμα για μια κοινωνία που είναι μακριά στο χρονικό ορίζοντα και που πρέπει να οικοδομηθεί μετά τη λύση «της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας». Αντίθετα εκράζει ανάγκες και απαιτήσεις του, σήμερα, που είναι συγκεκριμένες, που πρέπει να γίνουν αντιληπτές στην ουσία τους, κι όχι συντεχνιακά κι επί μέρους. Απαιτεί, δηλαδή, μια αριστερή μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία, συγκρίσεις και συγκλίσεις.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4318