Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Βιώσιμες και δίκαιες συντάξεις σε μια ανοιχτή κοινωνία

Μάνος, Ματσαγγάνης

The Athens Review of Books, 2010-02-18


Σε έναν διαγωνισμό για το πιο βαρετό θέμα συζήτησης το ασφαλιστικό θα διεκδικούσε με αξιώσεις το πρώτο βραβείο. Έχει όλα τα φόντα για κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχήν, είναι ζοφερό: οι συντάξεις αφορούν μια περίοδο της ζωής που οι περισσότεροι προτιμούν να μη σκέφτονται. Έπειτα, είναι δυσνόητο: έχει διάφορες τεχνικές πλευρές που λίγοι καταλαβαίνουν και ακόμη λιγότεροι είναι σε θέση να εξηγήσουν. Τέλος, είναι καταθλιπτικό: ως προοπτική δεν φαίνεται να υπόσχεται άλλο από περικοπές και ελλείμματα.

Με βάση τα παραπάνω ίσως να μην είναι τόσο παράξενο ότι οι πολιτικοί το αποφεύγουν, ούτε ότι τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με αυτό επιδερμικά, ούτε ότι η κοινή γνώμη το παρακολουθεί ζαλισμένη. Και όμως: το ασφαλιστικό βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης που αγγίζει μια ολόκληρη σειρά από σύγχρονα προβλήματα – μερικά προφανή (η δημοσιονομική εξυγίανση, η φτώχεια των ηλικιωμένων), άλλα λιγότερο προφανή (η θέση της γυναίκας, οι προοπτικές των νέων, τα δικαιώματα των μεταναστών).

Ούτε λίγο ούτε πολύ η έκβαση αυτής της διαμάχης θα καθορίσει πώς θα είναι η κοινωνία στην οποία θα ζούμε στο μέλλον, εμείς και η γενιά των παιδιών μας. Συνεπώς, βαρετό ή όχι, το ασφαλιστικό είναι υπερβολικά σημαντικό ζήτημα για να το αφήσουμε στους πολιτικούς, στους συνδικαλιστές, στους δημοσιογράφους και στους υπόλοιπους ειδικούς (ή «ειδικούς»).

1.

Σε πρώτο επίπεδο, το ασφαλιστικό γίνεται συνήθως αντιληπτό ως πρόβλημα δημοσιονομικό – και δικαίως. Οι συντάξεις απορροφούν μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού μας εισοδήματος (γύρω στο 12%) από ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (γύρω στο 10%). Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά πράγματα. Είναι δικαίωμά μας να δίνουμε μεγαλύτερη προτεραιότητα στις συντάξεις από ό,τι σε άλλα προγράμματα δημόσιας δαπάνης – αν και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό μπορεί τελικά να μην είναι και τόσο έξυπνο.

Αλλού είναι το ζήτημα. Πρώτον, η χρηματοδότηση του συστήματος συντάξεων είναι από τώρα προβληματική: το έλλειμμα (δηλαδή η διαφορά μεταξύ εσόδων από εισφορές και εξόδων για πληρωμή συντάξεων) εκτιμάται σε 4% έως 5% του ΑΕΠ – μιλάμε για σημαντικό τμήμα του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Και επειδή η συνεχής αναφορά σε ελλείμματα μπορεί να προκαλέσει ένα είδος ανοσίας στον δοκιμαζόμενο αναγνώστη, ας σημειωθεί ότι τα συνολικά έσοδα του κράτους από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων φτάνουν το 4,4% του ΑΕΠ.

Δεύτερον, και σπουδαιότερο, εάν τώρα το έλλειμμα είναι δυσβάστακτο, σε λίγες δεκαετίες θα είναι αβάστακτο. Με τα σημερινά δεδομένα (δηλαδή χωρίς δραστική μεταρρύθμιση), η δαπάνη για συντάξεις αναμένεται να εκτοξευτεί στο 19,4% το 2035, και στο 24,1% το 2060 (έναντι μόλις 11,9% και 12,6% στην Ε.Ε. των 27). Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτά τα στοιχεία[1] δεν αμφισβητούνται από κανένα, ενώ επιβεβαιώνουν παλαιότερες εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των συνδικάτων[2]. Άλλωστε, τα τελευταία δεν αρνούνται ότι στις επόμενες δεκαετίες η δαπάνη για συντάξεις θα διπλασιαστεί: απλώς ζητούν «να βρεθούν νέοι πόροι».

Όμως, «νέοι πόροι» της τάξης του 20% και 25% του ΑΕΠ δεν υπάρχουν. Η δαπάνη για συντάξεις δεν πρόκειται καν να πλησιάσει τα αστρονομικά αυτά επίπεδα. Ένα τέτοιο βάρος καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει. Ιδίως μια κοινωνία όπως η δική μας, με ασθμαίνουσα οικονομία αλλά και με τεράστια υστέρηση σε όλες τις κοινωνικές πολιτικές που δεν είναι συντάξεις (π.χ. στις πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, για την προστασία των ανέργων, για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, για τη φροντίδα των ηλικιωμένων – για να μην αναφερθούμε στις πολιτικές για την παιδεία, για την έρευνα, για την προστασία του περιβάλλοντος).

Η αποσιώπηση αυτής της απλής αλήθειας και η εμμονή στην «ανάγκη εξεύρεσης πόρων», ώστε να μην αλλάξει τίποτε, αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα όψη της διαμάχης: ότι μερικοί, προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, είναι έτοιμοι να στείλουν το λογαριασμό –και τι λογαριασμό!– στη γενιά των παιδιών τους, στο όνομα πάντοτε της αλληλεγγύης των γενεών.

Όμως, οι αποτυχίες δεν εξαντλούνται εδώ. Εάν το ασφαλιστικό με τη σημερινή μορφή του παραβιάζει τις πιο στοιχειώδεις αρχές της δικαιοσύνης μεταξύ γενεών (δηλαδή ακριβώς εκείνες τις αρχές που κάθε σύστημα συντάξεων καλείται να υπηρετεί), παραβιάζει εξίσου κατάφωρα την ισονομία των πολιτών της τωρινής γενιάς. Τα 175 ταμεία του, με διαφορετικούς κανόνες το καθένα, δεν συνιστούν ένα σύστημα αλλά πολλά, με αποτέλεσμα άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά να απολαμβάνουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα (π.χ. σε σχέση με την ηλικία συνταξιοδότησης, τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης, το ύψος της σύνταξης κ.τ.λ.).

Η παραβίαση της ισονομίας των πολιτών έχει πολλές δηλητηριώδεις παρενέργειες, μερικές από τις οποίες θα συζητήσουμε στη συνέχεια. Εδώ ας σταθούμε σε μια από αυτές. Οι κάθε άλλο παρά ασήμαντοι πόροι που δαπανώνται για τις συντάξεις κατανέμονται τόσο άνισα, που η κοινωνική τους επίδραση είναι απογοητευτική: οι εισοδηματικές ανισότητες είναι πιο έντονες μεταξύ των συνταξιούχων από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων κάτω από το όριο φτώχειας παραμένει υψηλό. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ξοδεύουν αναλογικά λιγότερα για συντάξεις, παρ’ ότι έχουν αναλογικά περισσότερους ηλικιωμένους, και ταυτόχρονα τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στο πεδίο της μείωσης των ανισοτήτων και της φτώχειας των ηλικιωμένων.

Ας ανακεφαλαιώσουμε. Το ασφαλιστικό ήδη παράγει μεγάλα ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά, εάν δεν κάνουμε κάτι σύντομα, θα πάρουν διαστάσεις που απειλούν να υποθηκεύσουν την ευημερία και τα κοινωνικά δικαιώματα της γενιάς των παιδιών μας. Αυτό υποσκάπτει την αλληλεγγύη των γενεών και εξευτελίζει το άγραφο «διαγενεακό συμβόλαιο» πάνω στο οποίο βασίζεται ένα σύστημα συντάξεων. Επιπλέον, προβλέπει ασφαλισμένους πολλών ταχυτήτων, αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις περιορίζει, και αφήνει έναν μεγάλο αριθμό συνταξιούχων με συντάξεις πείνας. Η πεισματική υπεράσπιση ενός τέτοιου συστήματος, όσο «αγωνιστική» και εάν είναι η ρητορεία με την οποία επενδύεται, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά ως στάση ακραίου κοινωνικού εγωισμού.

Άρα, παρ’ ότι το ασφαλιστικό έρχεται κάθε λίγα χρόνια στην επικαιρότητα ως πρόβλημα δημοσιονομικής εξυγίανσης, θα έπρεπε στην πραγματικότητα να το αντιμετωπίζουμε κυρίως ως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Κατά συνέπεια, παρ’ όλο που η πίεση για μεταρρύθμιση προέρχεται κυρίως «από έξω» (όλοι αυτοί οι ενοχλητικοί ξένοι που μας ζητούν περικοπές), θα έπρεπε κανονικά να προέρχεται «από μέσα», δηλαδή από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που πιστεύουν στην ισότητα και στην κοινωνική δικαιοσύνη – ει μη τι άλλο, τουλάχιστον στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής.

2.

Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Το ερώτημα δεν έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Η συζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές συχνά εκτροχιάζεται προς διάφορα counterfactuals του τύπου «εάν δεν είχε συμβεί το Α (ή το Β ή το Γ, ή όλα μαζί) σήμερα τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα» – και, υπονοείται, δεν θα χρειαζόταν να ξεβολευτεί κανείς. Προχωράμε προς το μέλλον με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Αυτό συνήθως εκνευρίζει όσους βιάζονται να φτάσουν στο «διά ταύτα» (π.χ. τους οικονομολόγους), αλλά είναι μάλλον αναπόφευκτο και υπό όρους χρήσιμο: δύσκολα θα βγούμε από τα σημερινά αδιέξοδα χωρίς πρώτα να ξεδιαλύνουμε τις αιτίες τους.

Ας δούμε λοιπόν τις δημοφιλέστερες ερμηνείες της κρίσης του ασφαλιστικού, που είναι κατά σειρά: αστυνομικές (κακοδιαχείριση, απάτες), δημογραφικές (γήρανση του πληθυσμού) και οικονομικές (ανεργία, εισφοροδιαφυγή).

Οι αστυνομικές ερμηνείες προβάλλουν την «καταλήστευση των αποθεματικών των ταμείων» λόγω της υποχρεωτικής κατάθεσής τους σε άτοκο λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1950 έως το 1975. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, οπωσδήποτε όμως οι απώλειες ήταν μεγάλες. Το ερώτημα είναι: θα εξαλειφόταν το έλλειμμα αν τα αποθεματικά είχαν επενδυθεί καλύτερα;

Η απάντηση είναι όχι. Όπως έχει εξηγήσει αναλυτικά κάποιος που έχει διεισδύσει στα άδυτα του ασφαλιστικού βαθύτερα από κάθε άλλον[3], δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια διαφορετική επιλογή θα ήταν προς το συμφέρον των ταμείων ασφάλισης. Πρώτον, επειδή η υποχρεωτική αποταμίευση ενίσχυσε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ενάρετο κύκλο»: η αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων άσκησε ευεργετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη, η ανάπτυξη στην απασχόληση, και η απασχόληση στην κοινωνική ασφάλιση. Δεύτερον, επειδή, όπως έδειξε η πρόσφατη υπόθεση των δομημένων ομολόγων (και παλαιότερα η χρεοκοπία των αγροτικών συνεταιρισμών), η αναγκαστική κατάθεση των αποθεματικών απέτρεψε τουλάχιστον τον όχι και τόσο υποθετικό κίνδυνο πραγματικής κατασπατάλησής τους λόγω ατυχών επενδυτικών αποφάσεων των ίδιων των διοικήσεων των ταμείων. Σε κάθε περίπτωση, η μόνιμη ενίσχυση του ΙΚΑ και των άλλων ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έχει αντισταθμίσει προ πολλού τις λογιστικές απώλειες της μεταπολεμικής περιόδου.

Η επιλογή της εποχής εκείνης δεν ευθύνεται λοιπόν για τα σημερινά ελλείμματα, και ακόμη λιγότερο για τα μελλοντικά. Όμως, ο αναγκαστικός της χαρακτήρας, καθώς και ο μετέπειτα σιωπηρός συμψηφισμός των απωλειών με τις κρατικές επιχορηγήσεις, ευθύνεται οπωσδήποτε για κάτι άλλο: για την ενίσχυση της κακοπιστίας που επικρατεί στη δημόσια συζήτηση, που είναι ούτως ή άλλως ενδημική στην ελληνική πολιτική, αλλά που δυσκολεύει ιδιαιτέρως την ειλικρινή αναζήτηση λύσεων σε ένα ήδη μπερδεμένο πρόβλημα όπως το ασφαλιστικό.

Το ίδιο ισχύει και για τις δευτερεύουσες «πλοκές» της αστυνομικής ερμηνείας. Η υπόθεση των δομημένων ομολόγων επιτάχυνε τη χρεοκοπία του επικουρικού ταμείου των δημοσίων υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ), δεν την προκάλεσε. Οι εφοπλιστές μπορεί να «άρπαξαν τα λεφτά του ΝΑΤ», μπορεί και όχι, αλλά ένα ταμείο με 23.000 ασφαλισμένους και 69.200 συνταξιούχους[4] δεν έχει πολύ μέλλον. Οπωσδήποτε, η απόδοση ευθυνών και η λογιστική, έστω, αποζημίωση των ταμείων για τυχόν απώλειες θα συνέβαλλαν στην οικοδόμηση του –πολύτιμου για κάθε μεταρρύθμιση– κλίματος εμπιστοσύνης, ακόμη και αν δεν μετέβαλλαν τα βασικά δεδομένα του προβλήματος.

Εάν οι αστυνομικές ερμηνείες είναι αμφιλεγόμενες, οι δημογραφικές είναι αντίθετα υπεράνω πάσης υποψίας, ίσως επειδή όπως λένε και οι Ιταλοί «τα μαθηματικά δεν είναι θέμα γνώμης». Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες η αναλογία των ηλικιωμένων στον πληθυσμό αυξήθηκε πολύ: το 1959 ήταν 8%, το 1979 έφτανε το 13%, σήμερα πλησιάζει το 19%. «Γερνάμε αλλά δεν γεννάμε», όπως είχε πει ο καθηγητής Γιάννης Σπράος.

Το ότι δεν γεννάμε όσο κάποτε είναι σίγουρα αλήθεια, αλλά και περίπλοκο θέμα, όχι δίχως θετικές πλευρές (τέτοιες μου φαίνονται ο έλεγχος της αναπαραγωγής και η πληθυσμιακή ισορροπία του πλανήτη). Το ότι γερνάμε είναι επίσης αλήθεια, αλλά επίσης όχι τόσο κακό – ειδικά αν αναλογιστούμε την εναλλακτική προοπτική (όπως λέγεται ότι είχε δηλώσει ο Σαρλ Αζναβούρ). Όσο για τις επιπτώσεις τους στο ασφαλιστικό, αυτές έχουν σίγουρα υπερτιμηθεί· για την ακρίβεια, εξαρτώνται από το εάν ένα σύστημα συντάξεων παρακολουθεί τις εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των δημογραφικών ή όχι.

Για παράδειγμα, η δημογραφική μεταβολή δεν θα ήταν πρόβλημα για το ασφαλιστικό εάν, καθώς ζούμε περισσότερο, βγαίναμε στη σύνταξη αργότερα – ή εάν ήμασταν διατεθειμένοι να δεχθούμε χαμηλότερη σύνταξη με αντάλλαγμα περισσότερα χρόνια ζωής ως συνταξιούχοι. Πρόβλημα γίνεται όταν περιμένουμε καλύτερες συντάξεις με λιγότερα χρόνια ασφάλισης σε χαμηλότερη ηλικία συνταξιοδότησης. Φυσικά, αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ, με αποτέλεσμα για κάθε 10 ασφαλισμένους να έχουμε σχεδόν 6 συνταξιούχους, ενώ πριν 30 χρόνια είχαμε 3. Ταυτόχρονα, η διάρκεια ασφάλισης όσων συνταξιοδοτούνται παραμένει χαμηλή: π.χ., στο ΙΚΑ είναι κάτω από 26 χρόνια, έναντι περίπου 24 το 1980[5].

Αυτό μας φέρνει στις οικονομικές ερμηνείες, οι οποίες ενοχοποιούν κυρίως τις διαβρωτικές επιπτώσεις των παθογενειών της αγοράς εργασίας. «Πώς να ορθοποδήσει το ασφαλιστικό όταν τόσοι πόροι χάνονται λόγω ανεργίας, εισφοροδιαφυγής, και ανασφάλιστης εργασίας; Ας πάρει μέτρα για την καταπολέμησή τους το κράτος αντί να απαιτεί από τους εργαζόμενους θυσίες».

Το επιχείρημα ακούγεται πειστικό. Δεν χωρά αμφιβολία ότι η αγορά εργασίας λειτουργεί όντως προβληματικά. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι (μετανάστες, γυναίκες, νέοι – και διάφοροι συνδυασμοί αυτών) απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, χωρίς ευκαιρίες εξέλιξης, χωρίς προστασία από το εργατικό δίκαιο, χωρίς κοινωνικά δικαιώματα. Η αμοιβή με «μπλοκάκι», η μεταμφίεση των μισθωτών σε αυτοαπασχολούμενους, η πληρωμή «με λεφτά στο χέρι» (χωρίς φόρους, εισφορές και άλλες ανοησίες), η αδήλωτη εργασία κ.ο.κ. είναι προϊόν της αλλαγής συσχετισμού ισχύος στους χώρους δουλειάς σε βάρος των εργαζομένων. Είναι, επίσης, αποτέλεσμα της κυριαρχίας μιας «νέας» εργοδοτικής κουλτούρας, που έχει παραιτηθεί από τη φιλοδοξία να φέρει στην αγορά ελκυστικά προϊόντα σε λογικές τιμές, πασχίζει απελπισμένα να διατηρήσει κάποια ανταγωνιστικότητα με συνεχή συμπίεση του εργατικού κόστους, ταυτίζει την επιχειρηματικότητα με την «αρπαχτή».

Ούτε λίγο ούτε πολύ, τα παραπάνω συνιστούν ένα «νέο κοινωνικό ζήτημα», που θίγει πολλές πτυχές της σύγχρονης κοινωνίας (μοντέλο ανάπτυξης, ευθύνη επιχειρήσεων, αγορά εργασίας, κοινωνική προστασία, οικογένεια), και που έχουμε συνηθίσει να προσπερνάμε με γενικούς αφορισμούς. Η αντιμετώπισή του είναι ζωτικής σημασίας: θα αποκαταστήσει τη νομιμότητα, θα ανοίξει προοπτικές ζωής σε όσους σήμερα δεν έχουν, θα δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία και, τέλος, θα φέρει έσοδα στα ταμεία ασφάλισης. Το ερώτημα είναι: θα εξαλείψει το έλλειμμα του ασφαλιστικού;

Η απάντηση είναι και πάλι όχι. Κατ’ αρχήν, επειδή παραδόξως οι παθογένειες της αγοράς εργασίας δεν τροφοδοτούν απλώς το ασφαλιστικό πρόβλημα αλλά και τροφοδοτούνται από αυτό. Η παραβατικότητα των επιχειρήσεων ίσως να ήταν λιγότερο εκτεταμένη αν τα οφέλη της δεν ήταν τόσο μεγάλα, αν το κόστος της συμμόρφωσης με την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία δεν ήταν τόσο υψηλό. Πράγματι, η χρηματοδότηση των συντάξεων και άλλων κοινωνικών παροχών κατά βάση από εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών δεν είναι καλή ιδέα: επιβαρύνει υπέρμετρα το κόστος εργασίας, καθιστά απαγορευτικές τις προσλήψεις και αποθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην επίσημη οικονομία. Η ελάφρυνση των κρατήσεων στις αποδοχές με τη μερική μετατόπιση του χρηματοδοτικού βάρους στη γενική φορολογία (σε συνδυασμό με την διοικητική απλοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος) θα καθιστούσε λιγότερο επωφελή την προσφυγή στην παρα(οικο)νομία.

Επιπλέον, ναι μεν η εισφοροδιαφυγή συμφέρει πρωτίστως τον εργοδότη, αλλά συχνά ωφελεί και τον εργαζόμενο. Ένας ασφαλισμένος με χαμηλές αποδοχές θα πάρει την ίδια σύνταξη –την κατώτατη– είτε συγκεντρώσει 4.500 ένσημα (15 έτη ασφάλισης) είτε 9.500 (31 έτη και 8 μήνες). Με αυτά τα δεδομένα, παρ’ ότι καταστροφική για τα οικονομικά του συστήματος, από τη σκοπιά των ασφαλισμένων η εισφοροδιαφυγή συνιστά ορθολογική επιλογή. Γι’ αυτό, όσο ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων παρέχει κίνητρα «χειραγώγησης» των κανόνων του συστήματος[6], οι εκκλήσεις για την πάταξή της θα διατηρούν έναν αυστηρά τελετουργικό χαρακτήρα.

Παραδόξως, όλα αυτά έχουν μικρή σημασία για το θέμα που μας απασχολεί. Ακόμη και εάν με μαγικό τρόπο πετυχαίναμε την πλήρη κατάργηση της ανεργίας, της εισφοροδιαφυγής και της ανασφάλιστης εργασίας, πάλι δεν θα μειώναμε τα ελλείμματα. Ο λόγος είναι απλός (αν και ανομολόγητος): οι κανόνες συνταξιοδότησης είναι υπερβολικά γενναιόδωροι, με την έννοια ότι οδηγούν σε υψηλότερες συντάξεις από ό,τι δικαιολογείται με βάση τις εισφορές (ακόμη και όταν είναι χαμηλές με βάση το κόστος ζωής ή τα μέσα εισοδήματα).

Εδώ ας μου επιτραπεί να αναφερθώ σε σχετική έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών[7]. Η έρευνα υπολογίζει την ανταποδοτική σύνταξη που θα εισέπρατταν διάφοροι τύποι ασφαλισμένων που συνταξιοδοτήθηκαν το 2008 εάν είχαν καταβάλει τις εισφορές τους (και των εργοδοτών τους) όχι στα ασφαλιστικά ταμεία αλλά σε έναν επενδυτικό λογαριασμό.

Κατ’ αρχήν υποθέσαμε ότι οι αποδόσεις του λογαριασμού ήταν ίσες με αυτές των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Στη συνέχεια μετατρέψαμε το υπόλοιπο αυτού του λογαριασμού (δηλαδή τις συσσωρευμένες εισφορές συν τις αποδόσεις) σε μηνιαίες πληρωμές ανάλογα με την ηλικία (για την ακρίβεια, σύμφωνα με το προσδόκιμο επιβίωσης) κάθε ασφαλισμένου κατά τη συνταξιοδότηση. Με τον ίδιο τρόπο, και για εκατοντάδες τύπους ασφαλισμένων (ανάλογα με το ταμείο, με το φύλο, με το εάν πρόκειται για μητέρα ανηλίκων ή όχι, με την ηλικία συνταξιοδότησης, με το ύψος των αποδοχών, με το εάν το επάγγελμα ανήκει στα «βαρέα και ανθυγιεινά» ή όχι), υπολογίσαμε το ποσό που εξισώνει τις διά βίου παροχές σύνταξης με τις διά βίου εισφορές. Τέλος, συγκρίναμε αυτό το ανταποδοτικό ποσό με τη σύνταξη που όντως εισέπραξε κάθε ασφαλισμένος με βάση τους ισχύοντες κανόνες του συστήματος. Όταν το ανταποδοτικό ποσό υπερβαίνει την πραγματική σύνταξη, αυτό σημαίνει ότι η τελευταία είναι υπο-ανταποδοτική (δηλαδή ο συνταξιούχος θα λάβει συνολικά λιγότερα από όσα πλήρωσε ως ασφαλισμένος). Διαφορετικά, η σύνταξη είναι υπερ-ανταποδοτική: ο συνταξιούχος λαμβάνει από το κοινωνικό σύνολο μια καθαρή εισοδηματική μεταβίβαση ή επιδότηση.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι συντάξεις είναι υπερ-ανταποδοτικές για όλους τους τύπους ασφαλισμένων στο Δημόσιο, στις τράπεζες, στον ΟΓΑ, στις ΔΕΚΟ, καθώς και στα «ευγενή ταμεία» γιατρών-δικηγόρων-μηχανικών. Αντίθετα, οι συντάξεις είναι υπο-ανταποδοτικές για τους μισούς σχεδόν τύπους ασφαλισμένων στο ΙΚΑ[8].

Συνεπώς, οι επιδοτήσεις δεν υπακούουν σε μια αναδιανεμητική λογική, συχνά μάλιστα έχουν κατεύθυνση από τα χαμηλά εισοδήματα προς τα υψηλά. Επίσης, το σύστημα πληρώνει στην πλειονότητα των ασφαλισμένων υψηλότερες συντάξεις από ό,τι δικαιολογούν οι εισφορές που αυτοί κατέβαλαν.

Άλλες έρευνες επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ[9], η καθαρή σύνταξη που θα λάβει ένας μισθωτός μέσου εισοδήματος μπορεί να φθάσει το 111% των καθαρών τελευταίων αποδοχών του στην Ελλάδα, έναντι μόλις 63% στη Σουηδία, 51% στη Γαλλία, 40% στη Γερμανία και 34% στη Βρετανία (με 45 έτη ασφάλισης). Άλλωστε, όπως δείχνουν οι μελέτες του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ, η αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας θα αύξανε το αναλογιστικό έλλειμμα[10].

Με άλλα λόγια, αυτό που παράγει ελλείμματα δεν είναι η ανεργία ή η εισφοροδιαφυγή, αλλά οι κανόνες του συστήματος συντάξεων. Η αύξηση της απασχόλησης και η αποκατάσταση της νομιμότητας στην αγορά εργασίας είναι αναγκαίες ούτως ή άλλως, αλλά δεν θα λύσουν το ασφαλιστικό.

Παρεμπιπτόντως, η απλή παρατήρηση της ιστορίας της κοινωνικής ασφάλισης εν Ελλάδι θα έπρεπε να είχε προϊδεάσει για αυτό που τώρα δείχνουν οι μελέτες. Το κύμα αστυφιλίας από τη δεκαετία του ’50, καθώς και η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας από τη δεκαετία του ’70, τόνωσαν τα οικονομικά του συστήματος – αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα. Οι νεοεισελθόντες αργότερα εξήλθαν (συχνά δε με ευνοϊκότερους όρους), οπότε αποκαλύφθηκε η σκληρή πραγματικότητα: τα διάφορα «ελιξίρια της νεότητας» δεν έχουν μόνιμη επίδραση, ενώ μακροπρόθεσμα επιταχύνουν την παρακμή αντί να την επιβραδύνουν.

Κατ’ αναλογία, η ένταξη των μεταναστών στην ασφάλιση, παρ’ ότι προφανώς αναγκαία, δεν πρόκειται να σώσει το σύστημα, εκτός εάν πάρουμε τώρα τις εισφορές τους χωρίς να τους δώσουμε συντάξεις στο μέλλον. Η αγωνιώδης αναζήτηση ενός «τρυκ» τέτοιου τύπου, που θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως έχουμε μάθει, φαίνεται να εμπνέει τη στάση αρκετών στο διάλογο για το ασφαλιστικό. Ίσως είναι προτιμότερο να το πάρουμε απόφαση ότι τέτοια «τρυκ» δεν υπάρχουν, και να σοβαρευτούμε.

3.

Το να σοβαρευτούμε δεν είναι και πολύ απλό. Οι δημοφιλέστερες ερμηνείες για την κρίση του ασφαλιστικού μπορεί να είναι ψευδείς, αλλά αυτό δεν τις εμποδίζει να μακροημερεύουν. Η δημοτικότητά τους οφείλεται στο ότι είναι παρηγορητικές: επιτρέπουν τον εφησυχασμό, δικαιώνουν τη μετάθεση ευθυνών, απενοχοποιούν τον κοινωνικό εγωισμό. Έχουν, όμως, ένα μειονέκτημα: μας εμποδίζουν να λύνουμε τα προβλήματά μας.

Φυσικά, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προσκρούει σε υλικά εμπόδια. Το σπουδαιότερο είναι ότι το σύστημα δεν παράγει μόνο ελλείμματα, παράγει κερδισμένους και χαμένους. Ας δούμε ποιες είναι οι σπουδαιότερες διαχωριστικές γραμμές.

Κατ’ αρχήν, μεταξύ «ευγενών» και «λαϊκών» ταμείων. Μέσω του ιδιοφυούς μηχανισμού τών (κατ’ ευφημισμόν) «κοινωνικών πόρων», τεράστια ποσά μεταφέρονται σε φορείς ασφάλισης εύπορων ομάδων. Έτσι, το ταμείο των μηχανικών (ΤΣΜΕΔΕ) εισπράττει ποσοστό από τις δαπάνες εκτέλεσης δημοσίων έργων, το Ταμείο Νομικών «δικαιώματα» συν ποσοστό από τα έξοδα μεταβίβασης ακινήτων, τα ταμεία πρόνοιας δικηγόρων διάφορα «δικόσημα», τα ταμεία Τύπου «αγγελιόσημο» κ.τ.λ. Συχνά, οι ενισχύσεις έχουν τη μορφή επιχορηγήσεων, όπως όταν το 1997 το Υπουργείο Οικονομικών αποζημίωσε το ταμείο των γιατρών (ΤΣΑΥ) για την κατάργηση της εισφοράς στην τιμή των φαρμάκων που μέχρι τότε αυτό εισέπραττε. Κάποτε οι ενισχύσεις είναι έμμεσες, όπως όταν το 1992 το Ταμείο Νομικών εξαιρέθηκε από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΛΑΦΚΑ) – με διακομματική συναίνεση. Αυτές οι ρυθμίσεις δεν υπακούουν σε καμία γνωστή λογική, εκτός φυσικά της πελατειακής.

Η δεύτερη διαχωριστική γραμμή είναι μεταξύ μισθωτών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες συνταξιοδοτούνται έως και 17 έτη νωρίτερα από ό,τι οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ, ενώ εισπράττουν υψηλότερες συντάξεις που δεν πλήρωσαν με τις εισφορές τους. Η υποχώρηση της κρατικής παρουσίας στους κλάδους της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών έχει περιορίσει τις δυνατότητες μετακύλισης του κόστους τέτοιων ρυθμίσεων στον φορολογούμενο (ή στον καταναλωτή), και τροφοδοτεί τη φιλολογία περί «κατεδάφισης κοινωνικών δικαιωμάτων».

Ειδική μνεία αξίζει η περίπτωση των βουλευτών (που έχουν νομοθετήσει για τον εαυτό τους το δικαίωμα συνταξιοδότησης μετά από 8 χρόνια θητείας – μέχρι πέρυσι 4), των δικαστικών (οι οποίοι απονέμουν ιλιγγιώδεις αυξήσεις στις αποδοχές τους, που συμπαρασύρουν και τις συντάξεις), των στρατιωτικών (κάποιοι από τους οποίους συνταξιοδοτούνται σε ηλικία που άλλοι αρχίζουν να δουλεύουν), και άλλων συναφών κατηγοριών.

Μια τρίτη διάκριση είναι μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αρκετές εργαζόμενες στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες ακόμη απολαμβάνουν απίστευτα προνόμια, όπως το δικαίωμα συνταξιοδότησης μητέρων με ανήλικα παιδιά (συνήθως στην εφηβεία) στην ηλικία των 50 ή και νωρίτερα, δήθεν για την προστασία της μητρότητας. Όμως, η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών δεν δικαιούται καθόλου σύνταξη, είτε επειδή είναι νοικοκυρές (οπότε μπορούν να προσβλέπουν μόνο σε σύνταξη χηρείας), είτε επειδή δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα ένσημα ώστε να στοιχειοθετήσουν δικαίωμα σε δική τους σύνταξη.

Μια άλλη διαχωριστική γραμμή είναι μεταξύ νέων και εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας. Σε όλο τον κόσμο, μια μεταρρύθμιση επηρεάζει λιγότερο όσους απέχουν λιγότερο από τη συνταξιοδότηση. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου οι διάφορες συντεχνίες εκβιάζουν τη συναίνεσή τους στις αλλαγές με αντάλλαγμα χρυσές «εθελούσιες εξόδους» και εγγυήσεις ότι θα τις πληρώσουν οι άλλοι, το βάρος της προσαρμογής πέφτει εξ ολοκλήρου στους ώμους των νεότερων γενεών εργαζομένων.

Μια προφανής διαφορά είναι μεταξύ Ελλήνων εργαζομένων και ξένων. Η απασχόληση των περισσότερων από τους τελευταίους σε δουλειές χωρίς ασφάλιση, ή με τα ελάχιστα ένσημα, μετατρέπει τις διακρίσεις στην αγορά εργασίας σε έλλειμμα κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η τελευταία διάκριση είναι μεταξύ όσων εργάζονται σε «βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα» και όσων όχι (οι πρώτοι συνταξιοδοτούνται 5 έτη νωρίτερα με πλήρη σύνταξη). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο καθεστώς αυτό υπάγεται το 40% των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ – σε μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία. Η λίστα με τα σχετικά επαγγέλματα προκαλεί θυμηδία: συνοδοί εδάφους, παρουσιαστές τηλεόρασης, κομμωτές, σερβιτόροι κ.ά. Το καθεστώς αυτό επεκτάθηκε το 2002 στον δημόσιο τομέα: υποψήφιοι προς ένταξη είναι δεσμοφύλακες, κτηνίατροι, συντηρητές έργων τέχνης κ.ά. Ιστορικά, η ένταξη στα «βαρέα και ανθυγιεινά» ήταν ένα είδος αποζημίωσης για το χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης κάποιου επαγγέλματος (π.χ. μεταλλωρύχοι). Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας κομμωτής (ή κτηνίατρος) που να φοβάται ότι θα ζήσει λιγότερο επειδή είναι κομμωτής (ή κτηνίατρος). Εν τω μεταξύ, στις οικοδομές, στα δημόσια έργα και αλλού δεκάδες εργαζόμενοι χάνουν κάθε χρόνο τη ζωή τους – αλλά αυτοί είναι ξένοι και ανασφάλιστοι, άρα για αυτούς δεν μιλά κανείς.

Τα προηγούμενα φιλοτεχνούν την εικόνα ενός «κράτους πελατειακών παροχών»[11], όπου τα δικαιώματα συνήθως κατανέμονται ανάλογα με την ισχύ, σπανίως ανάλογα με την ανάγκη.

Στο ίδιο μοτίβο, πριν λίγα χρόνια η τότε Ευρωπαία Επίτροπος Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είχε διηγηθεί μια διδακτική ιστορία: «Στην εκλογική μου περιφέρεια υπάρχουν τα εργοστάσια της ΔΕΗ. Εκεί θα συναντήσετε τρεις εργάτες να δουλεύουν μαζί. Ο πρώτος, μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ, θα συνταξιοδοτηθεί στα 50 και θα παίρνει σύνταξη 1.800€ το μήνα. Ο δεύτερος, υπάλληλος του υπεργολάβου, θα συνταξιοδοτηθεί στα 65, με σύνταξη 375€ το μήνα. Ο τρίτος, ξένος μετανάστης, υπάλληλος και αυτός του υπεργολάβου, θα “συνταξιοδοτηθεί” κάποτε, με την έννοια ότι θα σταματήσει να δουλεύει, όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πάρει ποτέ σύνταξη»[12].

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ασφαλιστικό είναι ένα κλασικό πρόβλημα πολιτικής οικονομίας. Το ισχύον σύστημα προσβάλλει κάθε αρχή κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ επίσης υποσκάπτει την ευημερία της χώρας, ιδίως τη μελλοντική. Η απάλειψη των σκανδαλωδών προνομίων και η εξισορρόπηση των κοινωνικών δικαιωμάτων θα είχε ευεργετικές επιδράσεις, οικονομικές και κοινωνικές. Όμως, τα οφέλη της μεταρρύθμισης διαχέονται προς κοινωνικές κατηγορίες που είτε υπο-εκπροσωπούνται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης (εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, νέοι, γυναίκες, μετανάστες) είτε απουσιάζουν εντελώς (επερχόμενες γενεές). Αντίθετα, εκείνοι που ωφελούνται από το σημερινό σύστημα υπερ-εκπροσωπούνται στα συνδικάτα, στα κόμματα, καθώς και στα διάφορα πολιτικά ή κοινωνικά λόμπι, ενώ δείχνουν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους με νύχια και με δόντια.

Κατά συνέπεια, μια εξισωτική μεταρρύθμιση (και όχι απλώς μια περικοπή δαπανών) θα είναι εφικτή μόνο όταν μια κρίσιμη μάζα πολιτών ρίξουν το βάρος τους υπέρ της, παρ’ ότι οι ίδιοι ωφελούνται περισσότερο από το σημερινό οικονομικά και ηθικά χρεοκοπημένο σύστημα.

Προτού συμβεί αυτό, πρέπει να πληρείται μια άλλη προϋπόθεση. Όπως γράφει ένας Ιταλός συνάδελφός μου: «Με δεδομένα τα πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια, ο μόνος βατός δρόμος είναι αυτός της κριτικής και του διαλόγου, της διανοητικής πρόκλησης, της τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας. Καμιά μεταρρύθμιση δεν περνά χωρίς την υποστήριξη ενός κοινωνικού συνασπισμού που ενδιαφέρεται για αυτήν, και πολιτικών δυνάμεων ικανών να την επιβάλουν. Όμως, η πρώτη ύλη κάθε μεταρρύθμισης είναι πάντοτε ένα ιδεατό σχέδιο αλλαγής. Με τον καιρό, μια σοβαρή στράτευση στο χώρο των ιδεών μπορεί να μετακινήσει και τα πιο ανθεκτικά εμπόδια»[13].

4.

Οι διαδοχικές απόπειρες μεταρρύθμισης της οκταετίας Σημίτη (έκθεση Σπράου 1997, μίνι ασφαλιστικό 1998, προτάσεις Γιαννίτση 2001, νόμος Ρέππα 2002), και η μοιραία κατάληξή τους, μπορούν να ερμηνευθούν με διάφορους τρόπους. Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι ο «δειλός μεταρρυθμισμός» ούτε λύσεις δίνει ούτε ήττες αποτρέπει[14]. Είμαι πεισμένος ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μικρές ή μεγάλες προσαρμογές στο υπάρχον σύστημα, αλλά μια «αλλαγή παραδείγματος»: μια βαθμιαία μετατόπιση προς ένα εντελώς νέο σύστημα.

Προφανώς, δεν έχει νόημα να συζητάμε λεπτομερή σχέδια. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι από τεχνική άποψη αυτό δεν θα ήταν δύσκολο: βιώσιμες λύσεις υπάρχουν, κάποιες μάλιστα είναι επιπλέον δίκαιες και απλές (με τα συστατικά αυτά σε διάφορες δοσολογίες). Ας δούμε, χάριν παραδείγματος, το περίγραμμα ενός τέτοιου σχεδίου, ώστε να διακρίνουμε καλύτερα τις πολιτικές όψεις.

Το σημείο εκκίνησης προς ένα νέο σύστημα θα πρέπει να είναι ο πλήρης διαχωρισμός των ασφαλιστικών από τις προνοιακές παροχές. Άλλωστε, και η επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εργασίας αυτό προτείνει. Ένας τέτοιος διαχωρισμός θα οδηγήσει αβίαστα σε ένα σύστημα δύο επιπέδων: μια βασική σύνταξη με αποκλειστικά κρατική χρηματοδότηση, και μια πρόσθετη σύνταξη, των ταμείων, αποκλειστικά χρηματοδοτούμενη από δικούς τους πόρους (κυρίως εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών).

Η χρηματοδότηση της κρατικής σύνταξης θα προέλθει από την «προικοδότησή» της με το ποσό που σήμερα δαπανάται για ενισχύσεις στα ταμεία (με τη μορφή είτε επιχορηγήσεων είτε «κοινωνικών πόρων»). Ας υποθέσουμε για ευκολία ότι το ποσό αυτό είναι 4% του ΑΕΠ. Η κρατική σύνταξη θα μπορούσε να πάρει το χαρακτήρα «εθνικής σύνταξης» ή, ορθότερα, «σύνταξης του πολίτη». Σε μια τέτοια περίπτωση, θα χορηγείται σε κάθε ηλικιωμένο πολίτη με μόνη προϋπόθεση τη συμπλήρωση του (ας πούμε) 65ου έτους της ηλικίας του/της[15]. Σε μια διαφορετική εκδοχή, η κρατική σύνταξη θα μπορούσε να έχει το χαρακτήρα «ελάχιστης εγγύησης», δηλαδή να χρησιμοποιεί τους διαθέσιμους πόρους για να συμπληρώνει το εισόδημα όσων συνταξιούχων έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Για λόγους οικονομικής αποδοτικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, προτιμώ την πρώτη λύση, αλλά παραδέχομαι ότι ούτε η δεύτερη στερείται πλεονεκτημάτων.

Η μεταφορά στην κρατική σύνταξη των πόρων που σήμερα ενισχύουν τα ταμεία συνεπάγεται ότι μόλις ολοκληρωθεί η περίοδος μετάβασης στο νέο σύστημα τα τελευταία θα λειτουργούν αποκλειστικά με ίδιους πόρους. Συνεπώς, η πρόσθετη σύνταξη που θα καταβάλλουν θα είναι χαμηλότερη από ό,τι σήμερα – όμως θα προστίθεται στην κρατική σύνταξη. Εάν, όπως είναι λογικό, η πρόσθετη σύνταξη των ταμείων είναι ανταποδοτική, δηλαδή ανάλογη με τις συνολικές εισφορές και την ηλικία συνταξιοδότησης κάθε ασφαλισμένου, τότε το άθροισμα βασικής σύνταξης (από το κράτος) και πρόσθετης σύνταξης (από τα ταμεία) θα ισούται με αυξημένες συντάξεις για όσους ηλικιωμένους αδικούνται από το σημερινό σύστημα, και μειωμένες για τους λίγους που σήμερα απολαμβάνουν προνόμια.

Τα προτερήματα ενός τέτοιου συστήματος είναι φανερά. Κατ’ αρχήν, είναι δικαιότερο. Η βασική σύνταξη περιορίζει την ένταση της φτώχειας των ηλικιωμένων που δεν έχουν άλλη σύνταξη ή άλλους πόρους. Η ανταποδοτικότητα της πρόσθετης σύνταξης, στη βάση ενιαίων κανόνων, εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως ταμείου.

Από την άλλη, είναι διατηρήσιμο. Ο περιορισμός της κρατικής δαπάνης στη βασική σύνταξη και μόνο θέτει τις βάσεις για τη σταθεροποίησή της (στο παράδειγμά μας σε 4% του ΑΕΠ). Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας της πρόσθετης σύνταξης συνεπάγεται αυτοχρηματοδότηση της υπόλοιπης δαπάνης για συντάξεις (δηλαδή από εισφορές και μόνο).

Επιπλέον, είναι δυναμικό. Η εκλογίκευση και απλούστευση των κανόνων συνταξιοδότησης αποκαθιστά τα κίνητρα. Η αυστηρή ανταποδοτικότητα της πρόσθετης σύνταξης συμβάλλει στον περιορισμό της εισφοροδιαφυγής. Η πρόωρη συνταξιοδότηση θα επιλέγεται μόνο από όσους είναι διατεθειμένοι να επωμιστούν οι ίδιοι το κόστος της επιλογής τους αυτής.

Τέλος, (μπορεί να) είναι δημοφιλές. Παρά τις αντιδράσεις όσων θα χάσουν τα προνόμια που απολαμβάνουν στο σημερινό καθεστώς, η διαφάνεια και ευελιξία ενός τέτοιου συστήματος κάνει ευκολότερη (ή λιγότερο δύσκολη) την απόπειρα των δυνάμεων της μεταρρύθμισης να κερδίσουν τη μάχη της κοινής γνώμης. Οι κρατικές ενισχύσεις δεν κατανέμονται πλέον με πελατειακά ή άλλα σκοτεινά κριτήρια, αλλά επί ίσοις όροις. Το ακανθώδες θέμα των ορίων ηλικίας παρακάμπτεται τελείως: η μεν βασική σύνταξη θα καταβάλλεται μόνο μετά από την καθορισμένη ηλικία (π.χ. 65), η δε πρόσθετη σύνταξη θα δίνεται από την ηλικία που επιλέγει κάθε ασφαλισμένος, με αντίστοιχη βέβαια προσαρμογή του ύψους της.

Το περίγραμμα αυτό είναι αδρό: μια σειρά ζητημάτων παραμένουν ανοιχτά. Πρώτα πρώτα, το κρίσιμο θέμα της μετάβασης. Σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, οι νεαρότεροι ασφαλισμένοι λογικά θα ενταχθούν στο νέο σύστημα, οι μεγαλύτερης ηλικίας θα μείνουν στο ισχύον, ενώ όσοι βρίσκονται κάπου ανάμεσα θα ανήκουν λίγο στο ένα και λίγο στο άλλο. Έπειτα, καθώς ο αριθμός των ηλικιωμένων αυξάνεται, η μελλοντική κοινωνία θα πρέπει να αποφασίσει αν προτιμά η αξία της βασικής σύνταξης να χάνει έδαφος ή να μένει σταθερή με αύξηση της ηλικίας από την οποία αρχίζει να καταβάλλεται.

Μια σημαντική εκκρεμότητα αφορά τον τρόπο υπολογισμού της πρόσθετης σύνταξης. Από την επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εργασίας έχουν διοχετευθεί σκέψεις υπέρ του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, στο οποίο οι εισφορές των ασφαλισμένων κατατίθενται σε ατομικούς λογαριασμούς, που στη συνέχεια επενδύονται στις χρηματαγορές. Το σύστημα αυτό έχει πλεονεκτήματα, αλλά και σοβαρά μειονεκτήματα. Ένα από αυτά είναι ότι το ύψος της σύνταξης εξαρτάται από την απόδοση της επένδυσης. Όπως έδειξε η παγκόσμια κρίση του 2008, αυτό μπορεί να σημαίνει μεγάλο ρίσκο για τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων. Εξάλλου, η απόρριψη του κεφαλαιοποιητικού συστήματος από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες (και τις ΗΠΑ) οφείλεται στην εμπειρία του Μεσοπολέμου, όταν το κραχ του 1929 εξανέμισε την αξία των εισφορών και προκάλεσε την κατάρρευση των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων της εποχής.

Αντίθετα, το σύστημα της λεγόμενης «νοητής κεφαλαιοποίησης» μιμείται το μηχανισμό του κεφαλαιοποιητικού ως προς την ευελιξία και την ανταποδοτικότητα, χωρίς από την άλλη να εκθέτει τους ασφαλισμένους σε κινδύνους. Το σύστημα χρησιμοποιεί τις εισφορές όχι για να τις επενδύσει αλλά για να πληρώσει τις τρέχουσες συντάξεις (δηλαδή παραμένει pay-as-you-go ή «διανεμητικό»). Όμως, τη στιγμή της συνταξιοδότησης υπολογίζει τη σύνταξη σε αυστηρά ανταποδοτική βάση, ανάλογα με τις συνολικές εισφορές και την ηλικία του ασφαλισμένου. Πρόκειται για το σύστημα που επικράτησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στη Σουηδία, στην Ιταλία, στην Πολωνία και αλλού[16].

5.

Προφανώς, τα προηγούμενα δεν είναι παρά ασκήσεις επί χάρτου. Δείχνουν, όμως, ελπίζω καθαρά, ότι παρά τις τεχνικές όψεις του, το ασφαλιστικό είναι κυρίως πολιτικό πρόβλημα. Λύσεις υπάρχουν, και μάλιστα ικανές να οδηγήσουν σε αλματώδεις προόδους στο πεδίο της βιωσιμότητας όσο και σε εκείνο της ισότητας. Όμως, είναι προορισμένες να παραμείνουν ασκήσεις επί χάρτου εφόσον η συζήτηση παραμένει εγκλωβισμένη στον μίζερο ορίζοντα ενός «μισού διαλόγου, όπου λέγονται μισές αλήθειες», όπως είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια ο τότε αρμόδιος υφυπουργός[17].

Ας κάνει διάλογο η κυβέρνηση με τους κοινωνικούς φορείς. Αρκεί να μην έχει αυταπάτες ότι η λύση θα έλθει συζητώντας με εκείνους που «θα βρεθούν για πολλοστή φορά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τελικό πάντα στόχο το πώς δεν θα αλλάξει το σύστημα», σύμφωνα με μια εύστοχη διατύπωση[18]. Αρκεί να θυμηθεί ότι μια πολιτική δύναμη που θέλει να λέγεται μεταρρυθμιστική οφείλει να απευθύνεται στην κοινή γνώμη – και ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν κερδίζονται στα γραφεία, αλλά μετά από σκληρή μάχη ιδεών, με έπαθλο «το μυαλό και την καρδιά» των πολιτών. Και τότε ίσως ανακαλύψει ότι εκείνοι που αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισης, μολονότι προσωπικά ωφελούνται από το σημερινό σύστημα, είναι περισσότεροι από ό,τι υποψιάζεται.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

19

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Πρόκειται για τις τελευταίες εκτιμήσεις της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής της ΕΕ, οι οποίες μεταξύ άλλων περιέχονται στο Αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση στα μέσα Ιανουαρίου 2010.

[2] Βλ. αντιστοίχως Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αναλογιστική ανασκόπηση του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος (Αθήνα, 2001), και Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ, Αναλογιστική μελέτη του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα: δέσμη προτάσεων (Αθήνα, 2001).

[3] Πλάτων Τήνιος, Κοινωνική ασφάλιση 1955-1980: εφαλτήριο ανάπτυξης ή είσοδος στον σημερινό λαβύρινθο; Διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα» (Αθήνα, 2008).

[4] Βλ. Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Κοινωνικός Προϋπολογισμός 2008 (Αθήνα, 2008), σσ. 263 και 301.

[5] Στατιστικό Δελτίο ΙΚΑ (Αθήνα, διάφορα έτη).

[6] Λέγεται ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια, όταν τα ένσημα των ταμείων ήταν σαν γραμματόσημα που τα κολλά κανείς σε μια καρτέλα, υπήρχε μαύρη αγορά ενσήμων: όσοι είχαν περισσότερα ένσημα από όσα χρειάζονταν πωλούσαν τα περισσευούμενα σε όσους είχαν ανάγκη. Η (μερική, ακόμη) μηχανογράφηση του ασφαλιστικού ιστορικού περιόρισε το φαινόμενο σε κλάδους παλαιάς ασφαλιστικής τεχνολογίας, π.χ. οικοδομή.

[7] Η έρευνα (με τίτλο Η ανταποδοτικότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος: διαχωρίζοντας τις αποταμιευτικές αποδόσεις από τις εισοδηματικές μεταβιβάσεις) χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα Ενίσχυσης Βασικής Έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών 2009-10, και διεξάγεται από τη Χρύσα Λεβέντη σε συνεργασία με τον υπογράφοντα.

[8] Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Εργαζομένη στο Δημόσιο, με αποδοχές διπλάσιες από τις κατώτατες, που συνταξιοδοτείται με 20 έτη ασφάλισης στην ηλικία των 50, θα εισέπραττε ανταποδοτική σύνταξη 366€ το μήνα, ενώ σήμερα λαμβάνει 635€. Μητέρα ανηλίκων στη ΔΕΗ, με αποδοχές τετραπλάσιες από τις κατώτατες, που συνταξιοδοτείται με 20 έτη ασφάλισης στην ηλικία των 50, δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη 992€ το μήνα, έναντι πραγματικής 1.203€. Ασφαλισμένος του ΙΚΑ, με αποδοχές ίσες με τις κατώτατες, που συνταξιοδοτείται με 15 έτη ασφάλισης στην ηλικία των 65, θα εισέπραττε ανταποδοτική σύνταξη 171€ το μήνα, έναντι 463€ (κατώτατη σύνταξη). Αντίθετα, άλλος ασφαλισμένος του ΙΚΑ, με αποδοχές διπλάσιες από τις κατώτατες, που συνταξιοδοτείται με 35 έτη ασφάλισης στην ηλικία των 60, θα εισέπραττε ανταποδοτική σύνταξη 871€ το μήνα, ενώ σήμερα λαμβάνει 851€. Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.

[9] Βλ. OECD, Pensions at a glance: public policies across OECD countries, (Παρίσι, 2007), σ. 35. Βλ. επίσης την ομιλία της Ελίζας Παπαδάκη στην εκδήλωση του Ομίλου «Αριστερά Σήμερα» (Αθήνα, 28 Ιανουαρίου 2008).

[10] Βλ. Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Αναλογιστική μελέτη για το ΙΚΑ Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ: βασικά συμπεράσματα και προτάσεις (Αθήνα, 2005). Σε προηγούμενη μελέτη του 2001 (βλ. σημ. 2), το ΙΝΕ διαπιστώνει ότι το αναλογιστικό έλλειμμα θα αυξανόταν (σε 177% του ΑΕΠ) ακόμη και με θεαματική αύξηση του ποσοστού απασχόλησης από 62% σε 82%.

[11] Κώστας Σημίτης, Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας (Αθήνα, 1989).

[12] Άννα Διαμαντοπούλου, ομιλία σε εκδήλωση της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς για το ασφαλιστικό (Αθήνα, 17 Απριλίου 2003).

[13] Maurizio Ferrera, Le trappole del welfare: uno stato sociale sostenibile per l’Europa del XXI secolo (Bologna, 1998), σ. 108.

[14] Manos Matsaganis (2007) “Union structures and pension outcomes in Greece”. British Journal of Industrial Relations 45 (3) 538-556.

[15] Μια καθολική σύνταξη του πολίτη που χρηματοδοτείται με 4% του ΑΕΠ και που καταβάλλεται σε όλους τους κατοίκους της χώρας ηλικίας 65+ θα εξασφάλιζε μια εισοδηματική βάση τουλάχιστον 700€ το μήνα ανά ζευγάρι ηλικιωμένων.

[16] Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2001, στο διάλογο για το ασφαλιστικό επί υπουργίας Τάσου Γιαννίτση, ένα τέτοιο σύστημα πρότειναν δύο μικρές πολιτικές οργανώσεις, οι Φιλελεύθεροι και η Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς. Παρ’ ότι η πρότασή τους ήταν βιώσιμη, οι ίδιες δεν ήταν: λίγα χρόνια μετά έπαψαν και οι δύο να λειτουργούν.

[17] Ροβέρτος Σπυρόπουλος, ομιλία σε εκδήλωση της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς για το ασφαλιστικό (Θεσσαλονίκη, 7 Μαΐου 2001).

[18] Γενιά των 700 ευρώ, Τα βολεμένα «βαμπίρ» και το Ασφαλιστικό (Newstime, 24 Νοεμβρίου 2009).


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4378