Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το ελληνικό δημόσιο χρέος, η «χρεοκοπία» και το ευρώ

Γιώργος, Σταθάκης

Αυγή της Κυριακής, 2010-03-14


Μέχρι τα τέλη του 2007, μέχρι δηλαδή τα πρώτα σημάδια της κατάρρευσης της χρηματοπιστωτικής φούσκας, το δημόσιο χρέος, η εξυπηρέτησή του και τα περίφημα spreads δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο αντικείμενο των χρηματαγορών. Οι χώρες με μεγάλο ή μικρό χρέος δανείζονταν με χαμηλά επιτόκια και χωρίς να υπόκεινται σε διαδικασίες ιδιαίτερης αξιολόγησης.

Το 1999 υπήρξε η τελευταία φορά που οι χρηματοπιστωτικές αγορές οδήγησαν στη χρεοκοπία εθνικές οικονομίες. Επρόκειτο για την κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η κρίση όμως τότε είχε συνδυαστεί με τη μαζική φυγή των ξένων κεφαλαίων από τις χρηματαγορές της περιοχής, κάτι που οδήγησε αναπόφευκτα στην υποτίμηση των νομισμάτων, την αναστολή του δανεισμού και την κατάρρευση των οικονομιών τους.

Γιατί οι αγορές ελέγχουν πλέον το δημόσιο χρέος;

Στη διάρκεια του 2008 και του 2009, όταν η κρίση διαχεόταν διεθνώς, άρχισαν οι πολιτικές παρεμβάσεις στην οικονομία: ένας συνδυασμός «μέτρων διάσωσης των τραπεζών» και «δημοσιονομικής στήριξης της πραγματικής οικονομίας». Τα μέτρα διέφεραν από χώρα σε χώρα, αλλά παντού είχαμε αύξηση του τρέχοντος ελλείμματος του προϋπολογισμού και αύξηση του δημόσιου χρέους. Άρα, η έκρηξη των δημοσίων ελλειμμάτων και η αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν διεθνές φαινόμενο.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, το έλλειμμα του προϋπολογισμού έφτασε γύρω στο 10% του ΑΕΠ και κάθε χρόνο προσέθετε άλλες τόσες μονάδες στο δημόσιο χρέος. Οικονομίες με χαμηλό δημόσιο χρέος όπως οι ΗΠΑ είχαν πιο θαρραλέα επέκταση, ενώ άλλες με μεγαλύτερο ήταν λίγο πιο συγκρατημένες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέλεξε δυστυχώς το χειρότερο σενάριο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο επέτρεψε μόνο τη στήριξη των τραπεζών, με παροχή ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα και μετέφερε στις εθνικές κυβερνήσεις την ευθύνη της διαχείρισης της κρίσης, βάζοντας προσωρινά στην άκρη το Σύμφωνο Σταθερότητας και κάνοντας τα στραβά μάτια στα θέματα του ανταγωνισμού. Οι εθνικές κυβερνήσεις ανέλαβαν μεν να διαχειριστούν την κρίση με σχετική αυτονομία, αλλά ταυτόχρονα έμειναν μετέωρες, καθώς θα έπρεπε να διαχειριστούν τα δημοσιονομικά τους μέσω του δανεισμού, εν μέρει ή συνολικά, από τις χρηματαγορές.

Οι χρηματαγορές ήταν ήδη αντιμέτωπες με τη χρεοκοπία των «τοξικών τίτλων» και την πτώση των χρηματιστηρίων και των μετοχών. Για ένα μικρό διάστημα, στις αρχές του 2008, είχαν στραφεί στα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες (η έκρηξη των τιμών του πετρελαίου, του ρυζιού κ.λπ). Στη συνέχεια, στράφηκαν στο δημόσιο χρέος.

Η στροφή στο δημόσιο χρέος ήταν απόλυτη και καθολική. Τα δημόσια οικονομικά άρχισαν να μπαίνουν στο μικροσκόπιο και αναζητούνταν μια «θεωρία», κάποιας μορφής «θεωρία» που να κατέληγε σε κάποιους ποσοστικούς δείκτες οι οποίοι θα αποτελούσαν οδηγό για την ποσοτικοποίηση και την τιμολόγηση του «κινδύνου» του χρέους κάθε χώρας. Φυσικά, τέτοια «θεωρία» δεν υπήρχε. Κατέληξαν στους πιο πρόσφορους δείκτες: το ύψος του χρέους, το δημοσιονομικό ιστορικό της χώρας, τη δυνατότητα εξυπηρέτησής του, τις προβλέψεις βασικών μεγεθών (συντάξεις, δαπάνες υγείας κ.λπ.), και μερικούς ακόμα δείκτες.

Η «θεωρία» λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, δεν βρέθηκε και τα εμπειρικά δεδομένα από τη μελέτη του χρέους δεν κατέληγαν σε κανένα γραμμικό αποτέλεσμα, άρα κανένας παράγοντας δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά τις διακυμάνσεις των επιτοκίων και των spreads. Οι θεωρίες περί αποτίμησης του κινδύνου των μετοχών των επιχειρήσεων, των καταναλωτικών δανείων και πληθώρας άλλων τίτλων είχαν ήδη αποτύχει δραματικά με την κρίση του 2008. Εντούτοις, μήνες μετά οι ίδιες επιχειρήσεις και οίκοι αξιολόγησης επανέφεραν παρόμοιες τεχνικές, προκειμένου να αναλύσουν το δημόσιο χρέος. Έτσι άρχισαν να αποτιμούν τη «δυνατότητας άμεσης ρευστοποίησης», καθώς και τον «κίνδυνο μη αποπληρωμής», άρα και ασφάλισης, ενός κρατικού ομολόγου.

Πρόκειται για μια άθλια επανάληψη ενός τραγελαφικού σκηνικού. Οι χώρες δεν είναι ούτε επιχειρήσεις ούτε ιδιώτες καταναλωτές για να χρεοκοπήσουν. Αν οι χρηματαγορές απέτυχαν εκεί, τώρα καλούνται να διαχειριστούν τα κράτη, σαν να ήταν επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές, που στην περίπτωση του δημόσιου χρέους γίνονται απλώς γραφικές. Έτσι άρχισαν να διαπραγματεύονται μετά μανίας τα νομίσματα, το ευρώ, το δολάριο και το γιεν, αλλά και το δημόσιο χρέος κάθε μεμονωμένης χώρας.

Από μια άποψη η μετατόπιση των χρηματαγορών αυτή ήταν αναμενόμενη. Εν μέσω της κρίσης, οι ιδιώτες αποσύρουν κεφάλαια από επισφαλείς αγορές (μετοχές, πρώτες ύλες, περιφερειακά χρηματιστήρια, διεθνείς επισφαλείς επενδύσεις) και επιστρέφουν στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων (πρωτίστως των ΗΠΑ). Υπήρξε μια τεράστια αύξηση στη ζήτηση τίτλων κρατικών ομολόγων, προφανώς των ισχυρότερων οικονομιών. Αυτό ερμηνεύει και την άνοδο του δολαρίου το 2009. Από την άλλη, υπήρξε μια τεράστια προσφορά τίτλων κρατικών ομολόγων, καθώς όλες οι χώρες προσέφευγαν σε επιπρόσθετο δανεισμό. Η αγορά των κρατικών ομολόγων μετατράπηκε στη γρηγορότερα αναπτυσσόμενη αγορά εν μέσω της κρίσης.

Ο ρόλος αυτών των αγορών φυσικά καθορίζεται από τις πολιτικές επιλογές. Αυτό δεν αφορά μόνο το γεγονός ότι η επιβολή «ρυθμίσεων» καθυστερεί δραματικά παρά τις αρχικές διακηρύξεις πολλών παραγόντων, αλλά κυρίως από το πόσο επιτρέπεται να παρεμβαίνουν στα κρατικά ομόλογα. Η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και η Αγγλία, όπως και η Κίνα, στηρίζονται πρωτίστως στην έκδοση ομολόγων που αγοράζει η κεντρική τους τράπεζα, άρα δεν εξαρτώνται τόσο από τις αγορές. Επιτρέπουν φυσικά τη διαπραγμάτευση ενός υποσυνόλου του δημόσιου χρέους.

Αντίθετα στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, το σύνολο σχεδόν του χρέους είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν προέβη στην έκδοση ευρωομολόγου και αρνήθηκε οποιαδήποτε παρέμβαση. Η Ε.Ε. επέλεξε να στείλει τις εκτός ευρωζώνης χώρες της Ε.Ε. (πρώην ανατολικές), στο ΔΝΤ ενώ μόλις εμφανίστηκαν τα προβλήματα και εντός της ευρωζώνης επικαλέστηκε την εθνική ευθύνη και τις χρηματαγορές.

Ζούμε σε μια σχιζοφρενική κατάσταση. Η Ευρώπη που έχει τα μικρότερα δημοσιονομικά προβλήματα στον κόσμο και τους καλύτερους μακροοικονομικούς δείκτες (σε σχέση με την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ) ξαφνικά μετατράπηκε στην κατεξοχήν προβληματική οικονομική περιοχή του κόσμου. Οι αγορές έχουν μετατραπεί πλέον στον απόλυτο κυρίαρχο και έχουν παγιδεύσει τη δημοσιονομική πολιτική κρατών μελών σε μια διαδικασία πλήρους ελέγχου. Είναι παράδοξο, αλλά εκεί που απέτυχε το Σύμφωνο Σταθερότητας, μιας και ποτέ ουσιαστικά δεν τηρήθηκε, έρχονται οι αγορές να το επιβάλλουν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρωταγωνιστής αυτής της σχιζοφρενικής κατάστασης είναι η Γερμανία που «συνταγματοποιεί» την απαγόρευση δημιουργίας δημοσιονομικού ελλείμματος μετά το 2013, και η οποία, έχοντας ομολογουμένως υποστεί βαριά τις συνέπειες της κρίσης (-5,5% του ΑΕΠ το 2009), επιμένει ότι η ύφεση είναι προτιμότερη από τη χαλάρωση της νομισματικής σταθερότητας. Οι ευρωπαϊκοί κεντρικοί θεσμοί (Επιτροπή, Τράπεζα) συμμερίζονται μάλλον με εξόφθαλμο τρόπο το νεοφιλελεύθερο δόγμα, ακόμα και εν μέσω της κρίσης. Μόνο που καθώς η κρίση διαχέεται εντός της ευρωζώνης όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη· μόνο που, καθώς η αλλαγή θα συμπαρασύρει το σύνολο των κανόνων της Ε.Ε., αρχίζει ένας νέος «πόλεμος θέσεων», προκειμένου οι αλλαγές να έχουν ή να μην έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά, είτε πρόκειται για ένα νέο Ταμείο είτε για την αναθεώρηση της Λισσαβώνας είτε για την έκταση της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» στο ελληνικό πρόβλημα.

Υπάρχει κίνδυνος για το ευρώ;

Στις εξελίξεις όπως διαμορφώνονται στην Ευρώπη έχουν θέση όλα τα πιθανά σενάρια εκτός τη χρεοκοπία μιας χώρας ή τη διάλυση του ευρώ. Οι λόγοι είναι πολλοί:

α) Οι μακροοικονομικοί δείκτες της Ε.Ε. Είναι μια πλεονασματική εμπορικά οικονομία (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ) και με μικρό συνολικό δημόσιο χρέος που δεν ξεπερνάει το 60% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ (η Ιαπωνία έχει 200% του ΑΕΠ).

β) Η νομισματική ένωση είναι απαραίτητο συστατικό της εμπορικής και οικονομικής ενοποίησης. Για τον λόγο αυτό υπήρχε πάντα ένα σύστημα σχετικά σταθερών ισοτιμιών στην ΕΟΚ και την Ε.Ε. (Μπρέτον Γουντς, «Φιδάκι», κοινό νόμισμα).

γ) Ακόμα και οι χώρες που είναι εκτός ευρωζώνης και προχώρησαν σε υποτιμήσεις και προσφυγή στο ΔΝΤ προέβησαν σε ελεγχόμενες υποτιμήσεις, καθώς κάθε μεγαλύτερη απόκλιση θα προκαλούσε αντιδράσεις. Η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία ήδη δουλεύει σε τριήμερες βάρδιες και κάθε απόκτηση πλεονεκτήματος για την αυτοκινητοβιομηχανία της Τσεχίας θα προκαλούσε έντονες γαλλικές αντιδράσεις.

δ) Η Ε.Ε. έχει πολύ υψηλό βαθμό οικονομικής σύγκλισης, εφάμιλλο ακόμα και των πολιτειών των ΗΠΑ (με εξαίρεση την κινητικότητα της εργασίας). Η Ελλάδα, έπειτα από μια δεκαετία οικονομικής ανόδου ταχύτερης της Ευρώπης, έχει ήδη συγκλίνει στο 90% του κατά κεφαλή εισοδήματος της ευρωζώνης.

ε) Οποιαδήποτε απειλή διάλυσης του ευρώ θα είναι καταστροφική, καθώς θα εγκαινίαζε διαδοχικές χρεοκοπίες του τραπεζικού συστήματος, ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων και το χειρότερο διακυμάνσεις των νέων εθνικών νομισμάτων, μέσω των αγορών.

Οι ασύμμετρες συνέπειες της κρίσης στις διάφορες οικονομίες, όσο έντονες και να φαντάζουν, δεν αποτελούν απειλές που να μην μπορούν να είναι διαχειρίσιμες από μια Ε.Ε. η οποία, αναγκαστικά ή μη, θα προσαρμόσει τις επιλογές της προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα. Οτιδήποτε άλλο συγκροτεί αυτοκαταστροφικές τάσεις που είναι μάλλον απίθανο να συμβούν.

Χρεοκοπεί η ελληνική οικονομία;

Η απάντηση είναι μονολεκτικά όχι. Οι χώρες, κατά κανόνα, δεν χρεοκοπούν, ως γνωστόν, ούτε διαγράφονται τα χρέη τους. Το ελληνικό χρέος μέχρι σήμερα ήταν διαχειρίσιμο. Από τη στιγμή που βρέθηκε στη δίνη των χρηματαγορών και των εξελίξεων στην Ευρώπη, η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία, ειδικά μετά την αποκάλυψη των παραποιημένων στοιχείων για τα τελευταία 5-10 χρόνια. Το ελληνικό χρέος σήμερα έχει ορισμένα χαρακτηριστικά:

α) Είναι γύρω στα 300 δισ. ευρώ, και η εξυπηρέτησή του είναι ακόμα λογική. Απορροφά μόλις το 4,5% του ελληνικού ΑΕΠ, 5,5% το 2010. Δηλαδή γύρω στο 10-13% των δημοσίων δαπανών.

β) Όλο το χρέος είναι σε ευρώ (97%), άρα δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις του ευρώ με το δολάριο και το γιεν. Ακόμα το 75% βρίσκεται στα χέρια ευρωπαϊκών τραπεζών.

γ) Το 75% είναι με σταθερό επιτόκιο, και το 25% με κυμαινόμενο, άρα η επιρροή των αγορών αφορά πρωτίστως τον νέο δανεισμό.

δ) Το χρέος έχει τα αμέσως επόμενα χρόνια πολλά ληξιπρόθεσμα δάνεια. Η εξυπηρέτηση του το 2011, το 2012 και το 2013, όταν λήγουν πολλά από τα δάνεια των Ολυμπιακών Αγώνων και των εξοπλισμών, θα επιδεινωθεί, καθώς θα μειώσουν τον μέσο χρονικό δείκτη αποπληρωμής των δανείων από τα 10 στα 7 χρόνια. Αυτό θέτει ως κατεπείγον το θέμα της αναχρηματοδότησης και χρονικής επέκτασης της εξόφλησης του χρέους.

ε) Η εξυπηρέτηση του χρέους επηρεάζεται καθοριστικά από δύο κρίσιμους παράγοντες: το ύψος των επιτοκίων διεθνώς και τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Στο πρώτο θέμα η περίοδος των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων παρατείνεται, από ό,τι φαίνεται, έως ότου υπάρξει μια πιο σταθερή ανάκαμψη διεθνώς, ενώ στο δεύτερο θέμα η επιδείνωση της ύφεσης (-4% φέτος) θα δυσκολέψει πολύ τα πράγματα.

Εντούτοις, η ελληνική οικονομία δεν θα χρεοκοπήσει. Μπορεί η πίεση των αγορών για νέα πιο σκληρά μέτρα να συνεχιστεί, μπορεί η κυβέρνηση να επιστρέψει με τρίτο πακέτο μέτρων, μπορεί τα μέτρα του δεύτερου πακέτου να μην αποδώσουν τα αναμενόμενα λόγω της ύφεσης, μπορεί το φορολογικό νομοσχέδιο να διορθώσει κατά τι τη δραματική κοινωνική αδικία που χαρακτηρίζει τα δύο πρώτα πακέτα, αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι το ελληνικό χρέος, που αποτελεί μόλις το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, δεν θα οδηγήσει τη χώρα σε χρεοκοπία. Οι όροι μπορεί να είναι θέμα διαπραγματεύσεων και έντονων κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι καιρός να αποστασιοποιηθούμε από καταστροφολογικά σενάρια και να επικεντρωθούμε στα πραγματικά πολιτικά. Πώς και με ποιους κοινωνικούς διακανονισμούς θα αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση, στα πραγματικά και όχι φαντασιακά όρια της.

Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4437