Ο κόκκος άμμου και η Άνγκελα Μέρκελ

Γεράσιμος, Γεωργάτος

Αυγή, 2010-06-01


Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα “Les Echos”, την Τετάρτη, 19/5/10, ο γερμανός υπουργός οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσαν ότι η Γερμανία σκοπεύει να φέρει πρόταση στη σύνοδο των G 20, στο Τορόντο του Καναδά, τον προσεχή Ιούνιο, για επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα και αν οι G 20 δεν την υιοθετήσουν θα την προτείνει στην Ε.Ε των 27. Σε περίπτωση άρνησης των Βρετανών θα ζητήσει την επιβολή του μέτρου στην ευρωζώνη και εφόσον το αποτέλεσμα είναι και πάλι αρνητικό, η Γερμανία θα προχωρήσει μονομερώς στην εφαρμογή του, όπως έκανε και για τις γυμνές βραχυπρόθεσμες χρηματιστηριακές πράξεις.

Είναι η πρώτη φορά που μια συντηρητική πολιτική ηγεσία, της ισχυρότερης μάλιστα ευρωπαϊκής χώρας, καταφέρεται με τόση σαφήνεια κατά της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας υιοθετώντας και προτείνοντας ένα μέτρο το οποίο κινήματα, συνδικάτα, οικονομολόγοι και διανοούμενοι το καταθέτουν και το επαναλαμβάνουν από τα τέλη της δεκαετίας του «90» και για το οποίο έχουν αφιερωθεί πολλά ειδικά σεμινάρια και στρογγυλά τραπέζια στα παγκόσμια και ευρωπαϊκά κοινωνικά φόρουμ. Σημειωτέον ότι περιλαμβάνεται και στις θέσεις - προτάσεις του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και έχει προβληθεί κατά καιρούς και από το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ.

Πρόκειται για την ιδέα του βραβευμένου με Νόμπελ (1981) οικονομολόγου του πανεπιστημίου του Γέηλ, Τζέημς Τόμπιν, ο οποίος πρότεινε ως ρύθμιση «να ρίξουμε ένα κόκκο άμμου στα γρανάζια των χρηματαγορών», με την επιβολή ενός μικρού φόρου στις συναλλαγές που γίνονται παγκοσμίως στο συνάλλαγμα, τα παράγωγα και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.

Έκτοτε η επιβολή ενός τέτοιου φόρου έχει υιοθετηθεί ως πρόταση από την αριστερά και τα κινήματα διεθνώς και έχει αποκτήσει εμβληματικό χαρακτήρα για τον πολιτικό έλεγχο των ανεξέλεγκτων σήμερα χρηματαγορών, όπως ορθά τονίζει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σε παλαιότερο άρθρο του στην ιστοσελίδα της ελληνικής Attac: «Πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι να ανακτήσουμε την οικονομία και την κοινωνία για λογαριασμό της δημοκρατίας από την παντοδυναμία των χρηματοπιστωτικών αγορών και των ειδικών τους. Ο φόρος Τόμπιν μπορεί να συμβάλει σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση».

Η δε γερμανική κυβέρνηση, σύμφωνα με τον Γ. Δραγασάκη, εκτιμά ότι αν επιβληθεί φόρος μόλις 0,05 τοις χιλίοις, θα έχουμε παγκόσμια έσοδα 700 δισ. δολάρια, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για βοήθεια προς τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες του ΟΗΕ.

Ελάχιστα ενδιαφέρουν εδώ οι όποιες πραγματικές προθέσεις της Άγκελα Μέρκελ, η οποία βεβαίως κινούμενη ταυτόχρονα και σε υπερνεοφιλελεύθερη κατεύθυνση υποστηρίζει την ενσωμάτωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στα εθνικά συντάγματα και την προέγκριση των εθνικών προϋπολογισμών από την Κομισσιόν, δηλαδή από ένα μη εκλεγμένο όργανο, πρόταση επιεικώς απαράδεκτη.

Είναι προφανές ότι η κρίση προκαλεί ισχυρούς κραδασμούς και έντονες αντιφάσεις στους κυρίαρχους ευρωπαϊκούς πολιτικούς κύκλους που επιχειρούν αφενός να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που οι ίδιοι προκάλεσαν και αφετέρου να συνεχίσουν να εφαρμόζουν το νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο που ασπάζονται και πιστεύουν.

Η αριστερά όμως, αν θέλει να ασκεί πολιτική υπέρ των ασθενέστερων στρωμάτων, οφείλει να αξιοποιεί κάθε φορά τις κυρίαρχες αντιφάσεις. Εκτός λοιπόν από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, κυρίαρχο σήμερα στη συγκυρία βρίσκεται το ζήτημα της απαλλαγής της πολιτικής και της δημοκρατίας από την υποταγή τους στις αγορές ώστε να καταστεί εφικτή η εφαρμογή ενός εναλλακτικού ως προς τον νεοφιλελευθερισμό προγράμματος σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Και η πρόταση Μέρκελ κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Ευλόγως λοιπόν θα ανέμενε κανείς από την αριστερά στη χώρα μας να προτείνει την υποστήριξή της από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα, όπως έπραξαν πολλά κόμματα και κινήματα ανά την Ευρώπη.

Όμως «κάθε άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τον κόσμο μέσα από την ιδεολογία του» τονίζει στις σελίδες του κεφαλαίου ο Κ. Μαρξ. Και ως δέσμιος των ιδεολογημάτων του αντισυστημισμού και της προσαρμογής στα ανέφικτα επαναστατικά οράματα των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ αποφεύγει παρόμοιες τοποθετήσεις, μην τυχόν περιληφθεί στο κάδρο της συναίνεσης με τους πολιτικούς φορείς του κυρίαρχου ευρωπαϊκού συστήματος το οποίο οφείλει να επανιδρύσει ή από το οποίο οφείλει να αποχωρήσει, σύμφωνα με τις απόψεις που πλειοψηφούν σήμερα εντός του. Αντίστοιχη εξάλλου στάση τηρεί και σε εγχώρια ζητήματα, όπως φάνηκε και από το χειρισμό της υπόθεσης του συμβουλίου των αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Είναι πλέον φανερό ότι η καθ` ημάς αριστερά έχει επιλέξει τον αντισυστημικό αναχωρητισμό αντί του ρεαλιστικού αριστερού μεταρρυθμισμού και επιχειρώντας να αποφύγει το κάδρο της συναίνεσης αυτοτοποθετείται στο κάδρο της περιθωριοποίησης, εξού και δεν ανακάμπτει παρά το θυμό και την απογοήτευση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Στην εξαιρετικά όμως δύσκολη σημερινή πολιτική συγκυρία, η χώρα μας, η Ευρώπη και ο κόσμος έχουν την ανάγκη μιας αριστεράς που μπορεί να ρίξει σήμερα ένα κόκκο άμμου στα γρανάζια των χρηματαγορών, αντί να προσπαθεί να συσσωρεύσει τόνους άμμου για να τις θάψει σε κάποιο αμφίβολο, απώτερο και με απολύτως θολό χρονικό ορίζοντα μέλλον.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4691&export=html