Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το τόξο και το βέλος

Γιάννης, Παπαθεοδώρου

2010-07-22


Αν προσπαθήσει κανείς, σχηματικά έστω, να συστηματοποιήσει την αριστερή κριτική που έχει ασκηθεί ως τώρα στη στάση της Δημοκρατικής Αριστεράς, θα μπορούσε να διακρίνει τρεις βασικές γραμμές αντιμετώπισης του νέου κόμματος. Η πρώτη είναι γενική και αφορά το μείζον δίλημμα της συγκυρίας : με το Μνημόνιο ή εναντίον του Μνημονίου ;(1). Η δεύτερη αφορά τις δήθεν «κεντρώες» θέσεις που έχει υιοθετήσει το κόμμα, με την έμφαση που δίνει στο πελατειακό κράτος.(2) Η τρίτη αφορά την υπονόμευση της περίφημης ενότητας της αριστεράς, ιδίως σε μια στιγμή «μεγάλης επίθεσης απέναντι στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα». (3)Και οι τρεις κριτικές, πάντως, συντείνουν άλλοτε με ρητό και άλλοτε με υπόρρητο τρόπο στο ίδιο καχύποπτο ερώτημα : μήπως τελικά η Δημοκρατική Αριστερά είναι μια «εφεδρική λύση» για την επιβίωση του πολιτικού συστήματος είτε προς την κατεύθυνση κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» είτε προς την κατεύθυνση μιας νέας «κεντροαριστεράς» ; Θεμιτό και νόμιμο το ερώτημα, μόνο που πρέπει να εξετάσουμε και να ελέγξουμε την ορθότητα και τις στοχεύσεις του, ιδίως όταν τα βέλη προέρχονται από το τόξο φίλων και συντρόφων που έχουν μπολιαστεί, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, από τις ιδέες της ανανεωτικής αριστεράς.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το πραγματικά ενδιαφέρον στην πρόσφατη κρίση είναι ότι η αναζήτηση πολιτικών για την αντιμετώπισή της φέρνει στο προσκήνιο πολλές από τις σταθερές προτάσεις της ανανεωτικής αριστεράς, που τα τελευταία χρόνια είχαν ξεχαστεί στο όνομα ενός ανερμάτιστου αριστερίστικου λαϊκισμού. Το δημόσιο συμφέρον, η πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης, η φορολογική μεταρρύθμιση, ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού συστήματος, το εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, η οικολογική εγρήγορση είναι μερικά μόνο από τα σημεία που επανήλθαν με εμβληματική σημασία στις μέρες μας, υπό την πιεστική παρουσία του Μνημονίου και της ευρωπαϊκής κρίσης. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί αυτά που ως χτες φαίνονταν (και ήταν) αριστερά προτάγματα έγιναν αίφνης σήμερα «κεντρώα». Τα περισσότερα, άλλωστε, είχαν ήδη ενταχτεί οργανικά στην αρχική φυσιογνωμία του ΣΥΝ και αλλοιώθηκαν επικίνδυνα –αν δεν εξαφανίστηκαν εντελώς- με τις παραλυτικές ισορροπίες που επέφερε η συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν άλλαξαν λοιπόν οι ιδέες της ανανεωτικής δημοκρατικής αριστεράς, ούτε της χρειάστηκε κάποια «κεντρώα» μετατόπιση για να κατοχυρώσει το ρόλο της χρυσής εφεδρείας στο πολιτικό σύστημα Πολύ φοβάμαι ότι αλλού έγιναν οι μετατοπίσεις – «ανεπαισθήτως», θα έλεγε ο Καβάφης-, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που τα «κόκκινα γυαλιά» του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ παραμορφώνουν πλέον και το πεδίο της όρασης της πραγματικότητας. Για την παρακμιακή κατάληξη αυτής της συμμαχίας δεν έχει κανείς παρά να εξετάσει τις σημερινές κορώνες ορισμένων «συνιστωσών» του ΣΥΡΙΖΑ για την «προλεταριακή στάση πληρωμών», την επιστροφή στη δραχμούλα, την κρατικοποίηση τραπεζών, την έξοδο από την Ε.Ε., και το φωτεινό μονοπάτι «του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα.» ∙ δηλαδή, τη χαοτική χρεοκοπία και τη διεθνή απομόνωση της Ελλάδας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία, που αφορά μάλλον μια «μεσογειακή Κούβα» παρά τη σύγχρονη Ελλάδα που ζει με δανεικά.

Αν υπάρχει, ωστόσο, μια κεντρική διαφορά ανάμεσα στη Δημοκρατική Αριστερά και τα άλλα κόμματα της αριστεράς, αυτή αφορά τη στρατηγική στην αντιμετώπιση της κρίσης. Η στάση μας απέναντι στο Μνημόνιο είναι, νομίζω, χαρακτηριστική. Εκεί που κάποιοι φαντάζονται (φαντασιώνονται, ίσως, είναι το σωστό ρήμα) μια γενικευμένη ταξική σύγκρουση και ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού - λες και η πολιτική συμπεριφορά αποτελεί ευθεία αντανάκλαση της ταξικής σύγκρουσης-, η Δημοκρατική Αριστερά υιοθετεί το δρόμο της «ενεργητικής μεταρρύθμισης». Τονίστηκε έγκαιρα από τους τέσσερις βουλευτές του κόμματος, όχι μόνο η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ για την διολίσθηση προς το Μνημόνιο αλλά και για τον τρόπο που διαχειρίζεται τους όρους της επιβολής του. Από την αρχή της κρίσης έγινε φανερό ότι δεν μας ενδιαφέρουν μόνο τα μέτρα αλλά και τα σταθμά: οι όροι, δηλαδή, που θα εξασφαλίζουν τις αναδιενεμητικές πολιτικές, την αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι θα βαφτίσουμε «δικαιώματα και κεκτημένα» τις στρεβλώσεις του συντεχνιακού συνδικαλισμού και του πελατειακού κράτους που το μόνο που κατάφεραν επί δεκαετίες ήταν να συρρικνώσουν το κοινωνικό κράτος, σε βάρος όχι μόνο των μισθωτών και των εργαζομένων αλλά και της ίδιας της έννοιας του πολίτη.

Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε, λοιπόν, να υπερασπιστούμε εκείνον τον συνδικαλισμό και εκείνο το κράτος, γιατί ήταν αναντίστοιχο με τις προσδοκίες της ανανεωτικής αριστεράς. Όσοι από μας επιμένουν πως ο ριζικός μετασχηματισμός του κράτους ήταν και είναι ακόμη στρατηγικό πεδίο αγώνων και μεταρρυθμίσεων για την αριστερά, δεν πρόκειται να θρηνήσουμε για την απώλεια του παρασιτικού κρατισμού. Και, για να λέμε τα πράματα με το όνομά τους, η κριτική στο πελατειακό κράτος είναι άμεση προτεραιότητα, όχι μόνο επειδή αγγίζει τον ιδεολογικό πυρήνα και τη θεσμική εξέλιξη της μεταπολίτευσης, αλλά κυρίως γιατί αποτελεί ένδειξη της κατεύθυνσης των ταξικών σχέσεων στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Είναι άβολο να θυμίζει κανείς σε φίλους και συντρόφους βασικές μαρξιστικές θέσεις (όπως για παράδειγμα ότι το κράτος αποτελεί συμπύκνωση ταξικών σχέσεων) αλλά ίσως είναι αναγκαίο, την ώρα που ένα κομμάτι της αριστεράς έχει οδηγηθεί σε επικίνδυνες απλουστεύσεις : ότι η κρίση «είναι το παραμύθι με το δράκο», ότι «δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση τους» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που η «μεταφυσική της ενότητας» της αριστεράς δεν μπορεί να απαντήσει σε κανένα πραγματικό πρόβλημα. Η αριστερά σήμερα δεν είναι – και δεν πρέπει να είναι – ένα αθροιστικό σύνολο υπεράσπισης της αδράνειας και της αμυντικής πολιτικής αλλά διαμορφωτής των εξελίξεων στη βάση ενός προωθητικού σχεδίου για την κοινωνία, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Για να θυμηθούμε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη :

«Η στρατηγική όμως της ανανεωτικής αριστεράς, […] βασίζεται στη συνεχή προγραμματική ανανέωση σε συνεχή επαφή και διάλογο με τους πολίτες και τα κινήματα, στη διαμόρφωση προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, στην αναζήτηση ευρύτατων πολιτικών και κοινωνικών συσπειρώσεων και πολιτικών προτάσεων για τη διακυβέρνηση της χώρας και την παρουσία της στην Ευρώπη και τον κόσμο. Μπορεί να μην είναι κατάλληλες οι συνθήκες αυτήν ή εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν είναι παραδεκτό να απορρίπτεται γενικώς και αδιακρίτως κάθε διάλογος και κάθε σύγκλιση. Ιδίως τώρα που με τις εξελίξεις της κρίσης οι πάντες επιδιώκουν διάλογο και συσπειρώσεις με τους πάντες σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο. Οφείλουμε όλοι μας να κρατήσουμε ανοιχτή την προοπτική για το καλό της αριστεράς και της κοινωνίας μας, να αντιταχθούμε με κάθε πολιτικό τρόπο στην αναπαλαίωση των προτάσεων και των πρακτικών της αριστεράς.» 4.

Το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς δεν θα κριθεί, λοιπόν, από τα εύσημα της «αριστεροσύνης» που θα της δώσει η αναπαλαιωμένη αριστερά της αμυντικής διαμαρτυρίας. Θα κριθεί από την ικανότητα της πολιτικής καθοδήγησης του προοδευτικού κόσμου που, μέσα στη σημερινή κατάσταση, αναζητά εναλλακτική διέξοδο όχι μόνο από την οικονομική αλλά και από την πολιτική κρίση. Με άλλα λόγια, η Δ.Α. θα κριθεί από το αν και κατά πόσο θα διαμορφώσει ένα νέο «πολιτικό ορίζοντα προσδοκίας». Σημαντικά στοιχεία σε αυτό το στοίχημα θα είναι τόσο το πρόγραμμά μας όσο και η αναζήτηση ενός μεταρρυθμιστικού συμβολαίου με τα ζωντανά και προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας, που θέλουν να αφήσουν πίσω τους την Ελλάδα της χρεοκοπίας. Η κρίση που διατρέχει τη χώρα δεν είναι φαινόμενο πρόσκαιρο και επιφανειακό. Αγγίζει το σύνολο των θεσμών και των κοινωνικών πρακτικών, και μας υποχρεώνει να αναστοχαστούμε και τις δικές μας ιδεολογικές διαδρομές και πολιτικές επιλογές, στη μακρά διάρκεια. Για αυτό, από τα δύο συνθετικά του τίτλου μας, εκείνο που βαραίνει, στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι μόνο το «Αριστερά» αλλά και το «Δημοκρατική». Γιατί αυτό που προέχει σήμερα είναι η «δημοκρατική ανασυγκρότηση» της χώρας. Το πεδίο στο οποίο θα συνεχίσει να αναπτύσσεται η κρίση δεν θα είναι μόνο η αδυναμία δανεισμού της χώρας αλλά ο πραγματικός αγώνας για την επαναθεμελίωση της λειτουργίας των θεσμών, των δημόσιων πολιτικών, του ίδιου του κοινοβουλίου.

Ο μεταπολιτικός χουλιγκανισμός των αγανακτισμένων πολιτών (που συμπύκνωσαν την οργή τους στο σύνθημα «να καεί να καεί το μπουρδέλο η βουλή»), πρέπει να μας προβληματίσει σήμερα. Οι άστοχες εκκλήσεις του πρωθυπουργού («να ματώσουμε»), ο νέος ηθικισμός των εξεταστικών επιτροπών, η εκνομίκευση της πολιτικής ζωής μέσα από τα καθαρτήρια τηλεπαράθυρα η ιδιάζουσα ομηρεία του ΠΑΜΕ, η τσαμπουκαλίδικη προτροπή του «Μετώπου» για αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από τη «Βουλή της ντροπής» θέτουν, πριν και πάνω από όλα, ένα μεγάλο πρόβλημα δημοκρατίας. Είναι στο χέρι μας να τοποθετηθούμε απέναντι σε αυτό το σύνθετο πρόβλημα της δημοκρατικής συνθήκης, επιμένοντας πως υπάρχει λύση για την υπεράσπιση της κοινωνίας και του δημόσιου συμφέροντος από την υπεύθυνη Δημοκρατική Αριστερά. Κι όσο για τα άστοχα «εξ οικείων» βέλη, μπορεί να μη φταίει πάντα ο τοξευτής. Ίσως να είναι και το τόξο χαλασμένο.

----

1. Αλ. Τσίπρας, «Δεν υπάρχει χώρος για ένα ακόμη κόμμα στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς», Αυγή, 29/06/2010.

2. Νίκος Φίλης, «Η κρυφή γοητεία του κέντρου», Αυγή, 11/07/2010.

3. Βλ. απόφαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Συνασπισμού (συνεδρίαση 16-17/07/2010), http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=19789&utm_source=twitterfeed&utm_medium=twitter

4. http://www.ananeotiki.gr/el/readAuthors.asp?authorID=62&page=1&textID=3181


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=4878