Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ξέρω τι δεν θέλω, αλλά δεν ξέρω τι θέλω

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2004-06-30


Την προπερασμένη Κυριακή διάβασα στην «Ε» συνέντευξη του Αλέκου Αλαβάνου, όπου ο βουλευτής του Συνασπισμού μίλησε, μεταξύ άλλων, για τρεις προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιηθούν, όχι μόνο για να διεκδικήσει τη θέση του αρχηγού αλλά και για να παραμείνει στο κόμμα. Μία απ’ αυτές έχει να κάνει με το ιδεολογικό στίγμα του Συνασπισμού.

Σύμφωνα με τον Α. Αλαβάνο, «η διαμόρφωση της ταυτότητάς του [θα πρέπει να γίνει] σε πλήρη διάκριση από τη σοσιαλδημοκρατία».

Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η δήλωση; Θέτω το ερώτημα διότι παρά την επιφανειακή ενάργειά της, η θέση του Α. Αλαβάνου υποκρύπτει την εξής ασάφεια: αν εννοεί την πολιτική που ασκούν σήμερα διάφορα κόμματα στη Δυτική Ευρώπη που εξακολουθούν να δηλώνουν σοσιαλδημοκρατικά, τότε η διάκριση ίσως παραπέμπει στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο όπως το ξέραμε πριν από την προέλαση του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή μεικτή οικονομία και κοινωνικό κράτος. Μια τέτοια ερμηνεία όμως φαίνεται υπερβολικά ήπια για κάποιον που επιθυμεί στενότερες σχέσεις με το ΚΚΕ. Συνεπώς άγομαι στο συμπέρασμα ότι ο Α. Αλαβάνος προτείνει μια λύση πολύ πιο ριζοσπαστική: απορρίπτει τη σοσιαλδημοκρατία σε αμφότερες τις εκδοχές της, και τάσσεται υπέρ του αμιγούς σοσιαλισμού.

Τότε γιατί δεν το λέει ανοιχτά; Μολονότι δεν είμαι κοινωνός των ενδόμυχων σκέψεων και προθέσεών του, διακινδυνεύω τη διάγνωση ότι δεν πρόκειται για τυχαία παράλειψη. Η κατάθεση μιας πολιτικής στάσης, η οποία απορρίπτει μόνο, χωρίς να δεσμεύεται από αντιπρόταση, μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να απαντήσουμε σε διάφορα ενοχλητικά ερωτήματα, τα οποία προκύπτουν από τη δική μας επιλογή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Α. Αλαβάνος και όσοι άλλοι τοποθετούνται πέραν της σοσιαλδημοκρατίας, ουδέποτε μπήκαν στον κόπο να διευκρινίσουν σε τι θα διαφέρει ο νέος και φέρελπις σοσιαλισμός από την ερεβώδη εκδοχή του που εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ενωση. Ή, για να περάσουμε στα ακόμα πιο δύσκολα, ο μελλοντικός σοσιαλισμός θα μπορέσει να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους επιτυγχάνει η άδικη μεν, αποδοτική δε οικονομία της αγοράς και της εκμετάλλευσης; Μήπως λοιπόν, μέχρι να αλλάξουν οι αυτονόητες έννοιες που εκ βαθέων προκαθορίζουν τα κοινωνικά μας αντανακλαστικά, θα πρέπει να διαλέγουμε ανάμεσα στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ευημερία μας;

Η πατρότητα, ή μάλλον η μητρότητα, της φράσης που διάλεξα για τίτλο, «Ξέρω τι δεν θέλω, αλλά δεν ξέρω τι θέλω», ανήκει σε μια φίλη και εκστομίστηκε σε συζήτηση που είχαμε αρχίσει λίγες ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Νομίζω ότι συνοψίζει εύστοχα την περιβόητη αμηχανία της Αριστεράς όταν καλείται να αντιμετωπίσει με πνεύμα κριτικό το μέλλον της σε συνδυασμό με το παρελθόν της. (Τα δυο πάνε μαζί, κι ας λένε μερικοί). Ως αμηχανία τη γνωρίζω και τη συμμερίζομαι. Οφείλω όμως να επισημάνω ότι με μια κίνηση που σπανίως γίνεται αντιληπτή, αυτή η εμφανής αδυναμία μετατρέπεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα, για τον εξής απλούστατο λόγο: εφόσον ζούμε (και θα ζούμε) σε έναν κόσμο ατελή, όποιος καταγγέλλει έχει πάντα δίκιο. Τα δύσκολα αρχίζουν όταν υποχρεωθεί να αντιπροτείνει. Οχι μόνο τα δύσκολα, αλλά και η πολιτική. Γι’ αυτό και συνιστά πολιτική ανευθυνότητα να αποκρύπτουμε από τον εαυτό μας τα ακανθώδη ερωτήματα που απορρέουν από τις δικές μας λύσεις. Φοβάμαι ότι συχνά είναι ο μόνος τρόπος να διασώσουμε το πολιτικό μας προφίλ, και συνεπώς να διατηρήσουμε τον προσφιλή ρόλο του εισαγγελέα.

Δυστυχώς αυτή η στάση δεν μας επιτρέπει να δούμε και μιαν άλλη κρυφή και δυσοίωνη αντίφαση: για την τεράστια πλειονότητα των συμπολιτών μας, όπως δείχνουν πεντακάθαρα τα αλλεπάλληλα εκλογικά αποτελέσματα, η Αριστερά έχει πάψει να αποτελεί πολιτική επιλογή (δεν φταίει μόνο ο δικομματισμός, όπως μας αρέσει να παραμυθιαζόμαστε). Μέσα όμως στον ολοένα συρρικνούμενο μικρόκοσμό της, άλλα ισχύουν. Εφόσον οι ένοικοί του αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, το έργο όσων θέλουν να αναδειχθούν και να ηγεμονεύσουν γίνεται εύκολο και ταυτόχρονα μάταιο. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να πλειοδοτήσουν σε αριστεροσύνη, δηλαδή σε κάτι που οι αριστεροί θεωρούν εξ ορισμού καλό. Αυτό ακριβώς επιχειρεί και ο Α. Αλαβάνος. Η πρότασή του να ταχθούμε στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, αποφεύγοντας όμως συστηματικά να μας εξηγήσει τι σημαίνει, τι συνεπάγεται και πώς θα το πετύχουμε, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας βαθύτατα απολιτικής αγωνιστικότητας που φοράει το μανδύα του ριζοσπασπισμού. Και το μεγάλο κακό είναι ότι έτσι πηγαίνουμε ακόμα πιο πίσω την προοπτική ενός κόσμου πιο δίκαιου, χωρίς εκμετάλλευση, προοπτική που οφείλουμε να διατηρήσουμε ως απώτερο στόχο. Εκείνο που σήμερα μας περισσεύει είναι η πλειοδοτούσα «αριστερή» φιλαρέσκεια.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=488