Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Kράτος, Eκκλησία, Θρησκεία

Γιατί πρέπει να διαχωριστούν τα του Kαίσαρος από τα του Θεού...

Γιάννης, Βούλγαρης

Τα Νέα, 2005-03-05


Από τα πολλά εξωφρενικά που συμβαίνουν στον χώρο της εκκλησιαστικής Iεραρχίας, δύο πράγματα μου έχουν κάνει εντύπωση. Tο πρώτο είναι ο «μαφιόζικος» τρόπος με τον οποίο κρίθηκε η εκλογή δύο κορυφαίων θέσεων της Iεραρχίας: του Aρχιεπισκόπου Aθηνών και του Πατριάρχη Iεροσολύμων.

H ηθική εξόντωση των αντιπάλων με παρακρατικές μεθόδους σπανίζουν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Το δεύτερο, είναι η ευκολία με την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και οι συν αυτώ κατέφυγαν σε μια χοντροκομμένη «συνωμοσιολογία» επιστρατεύοντας τα ανάλογα μέσα: έναν ξεθυμασμένο «αυριανισμό» και διάφορες φασιστοειδείς φυλλάδες. Αν ο Ελληνισμός είχε τέτοιους υπερασπιστές, θα είχε περιοριστεί στην Αττικοβοιωτία. Τα «παιχνίδια» της Χρυσοπηγής στον ευαίσθητο χώρο των Ιεροσολύμων και η απόπειρα του κ. Χριστόδουλου να εμπλέξει και πάλι το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην κρίση της Ελλαδικής Εκκλησίας μιλούν από μόνα τους.

H σημερινή θλιβερή εικόνα έφερε απότομα στην επικαιρότητα την ανάγκη αναθεώρησης της θεσμικής σχέσης Κράτους και Εκκλησίας. Τον χωρισμό των τα του Καίσαρος από τα του Θεού. Λίγο καιρό νωρίτερα το θέμα αποτελούσε το ταμπού της ελληνικής πολιτικής. H απότομη ωρίμαση οφείλεται πρωτίστως στην αξιοθρήνητη κρίση. Παράλληλα, όμως, έχει προέλθει από την αντίδραση του κόσμου στην πλήρη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας επί Χριστόδουλου, στον ευτελισμό της σε μόνιμο «μιντιακό» μαϊντανό, καθώς και στην ανενδοίαστη πλέον μετατροπή της σε όργανο άσκησης πολιτικής. Σαν να βρισκόμαστε ακόμα στη μετεμφυλιακή περίοδο, ή στη χούντα, ώστε η Εκκλησία να λειτουργεί απροκάλυπτα σαν ιδεολογικός βραχίονας του «κράτους της Δεξιάς». Στη μεταπολιτευτική δημοκρατική Ελλάδα, μια διχαστική και κομματικοποιημένη Εκκλησία δεν μπορεί να διεκδικεί τα θεσμικά πλεονεκτήματα τα οποία - κακώς - έχουν εκχωρηθεί στο όνομα του πνευματικού μη παραταξιακού ρόλου της. Το Εκκλησιαστικό εξελίσσεται στη «διαπλοκή» της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης.

Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας έχει κατ’ αρχάς άμεσο θεσμικό περιεχόμενο. Έχει γίνει σαφές ότι η εκκοσμίκευση των σχέσεων του Κράτους με τους πολίτες του, η απάλειψη των θρησκευτικών απαιτουμένων, δεν εμποδίζονται από το Σύνταγμα ούτε χρειάζεται να μένουν στο... ψυγείο έως την επόμενη αναθεώρησή του. Επομένως, θεσμικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις όπως η απομάκρυνση της Εκκλησίας από το εκπαιδευτικό σύστημα, η υπαγωγή των θρησκευτικών υποθέσεων σε άλλο υπουργείο από εκείνο της Παιδείας, η αλλαγή της νομοθεσίας για τους τόπους λατρείας (τι θα γίνει με εκείνο το τζαμί, αλήθεια;), ο πολιτικός όρκος, το δικαίωμα καύσης των νεκρών κτλ., μπορούν να υιοθετηθούν όποτε η δημοκρατική Πολιτεία αποφασίσει.

Οι πολέμιοι του χωρισμού επικαλούνται συχνά την παράδοση. Στο επιχείρημά τους, όμως, η παράδοση μετατρέπεται σε έναν ανιστορικό και ανιστόρητο αχταρμά, όπου οι εθνικιστικές ιδεοληψίες εκστομίζονται και δυστυχώς περνάνε ως αυτονόητες. H κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας έναντι της θρησκευτικής στο πολυεθνικό Βυζάντιο μπερδεύεται με τον ηγετικό ρόλο του Πατριαρχείου στο ορθόδοξο μιλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ή, από την άλλη, λησμονείται ότι η σημερινή σχέση Κράτους - Εκκλησίας διαμορφώθηκε ως συμβιβασμός στην προσπάθεια του νεαρού εθνικού κράτους να υποτάξει έναν προεθνικό θεσμό, την Ορθόδοξη Εκκλησία, που είχε αντιταχθεί στη γέννησή του.

Μεταξύ όσων αναγνωρίζουν την ανάγκη ή το αναπότρεπτο του χωρισμού Κράτους - Εκκλησίας, εκφράζονται κυρίως δύο φόβοι για τις ενδεχόμενες συνέπειες. Ο πρώτος είναι ότι θα αδυνατίσει η κοινωνική συνοχή. Μπορούμε, όμως, να έχουμε πιο αισιόδοξη άποψη για τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Πιστεύω ότι δεν έχει μείνει καθηλωμένη σε ένα επίπεδο προνεωτερικής νηπιότητας και ότι μπορεί να εδραιώνει όλο και σταθερότερα τη συνοχή της στις σύγχρονες αξίες της ελεύθερης και δημοκρατικής συμβίωσης. Ο δεύτερος φόβος έγκειται στον ακροδεξιό, ακραίο συντηρητικό και οπωσδήποτε περισσότερο αυτόνομο πολιτικό ρόλο που μπορεί να αναλάβει η αποκρατικοποιημένη Ιεραρχία στη δημόσια ζωή. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά αφενός τέτοιο συντηρητικό ρόλο παίζει σήμερα και έπαιξε στο μεγαλύτερο μέρος της Νεοελληνικής Ιστορίας, αφετέρου το ίδιο το συμφέρον της θα την οδηγήσει σε πιο ισορροπημένη πολιτική στάση. Ας μην ξεχνάμε, τέλος, ότι υπάρχουν ήδη στο εσωτερικό της έγκυρες φωνές που δέχονται πως η Ελλαδική Εκκλησία πρέπει πια να αποδεχθεί την εκκοσμίκευση των πολιτικών θεσμών των σύγχρονων πλουραλιστικών κοινωνιών, όπως την αποδέχθηκαν όχι μόνο οι Προτεσταντικές εκκλησίες αλλά και η Καθολική. Αυτή η αρχή αποτελεί πλέον θεμελιακό γνώρισμα της κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας και της θεσμικής «φιλοσοφίας» της Ενωμένης Ευρώπης, ασχέτως αν λαμβάνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις διάφορες χώρες, όπως θα λάβει και στην Ελλάδα.

Όταν ο Θεός παίρνει τη... ρεβάνς

Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας δεν αποτελεί απλώς και μόνο καθυστερημένη ευθυγράμμιση της Ελλάδας με μια πιο προωθημένη κουλτούρα. Συμβαίνει σε μια εποχή κατά την οποία ανακινούνται ευρύτερα ζητήματα για τη σχέση θρησκείας και πολιτικής στον σημερινό κόσμο. H πρόβλεψη ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί γραμμική και νομοτελειακή τάση της νεωτερικότητας δεν επαληθεύεται, καθώς η πραγματική εξέλιξη αποδεικνύεται πιο περίπλοκη. Ο θεσμικός χωρισμός της θρησκείας από το κράτος έχει γίνει κανόνας με εξαίρεση τον ισλαμικό κόσμο, αλλά στο πολιτικό - πολιτισμικό επίπεδο παρατηρούμε την αναβίωση του θρησκευτικού αισθήματος, την «επιστροφή του ιερού», τη «ρεβάνς του Θεού». H αναβίωση, όμως, παίρνει διάφορες μορφές. Μία από αυτές είναι η ειρηνική, λάιτ και «φιλική στον χρήστη» δόση πνευματικότητας, που μάλλον συμπληρώνει παρά αντικρούει την πανίσχυρη καπιταλιστική - καταναλωτική κουλτούρα της εποχής. Όλο και συχνότερα, όμως, οι «θεοί επιστρέφουν» με τον μισαλλόδοξο λόγο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Όχι μόνο στις ισλαμικές χώρες. Το ίδιο φαινόμενο έχουμε στο Ισραήλ, στις ΗΠΑ, στους φοβερούς πολέμους της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ενώ στην Ευρώπη η ακροδεξιά θέλει να χρησιμοποιήσει τον Χριστιανισμό σαν όπλο για την καταπίεση των ισλαμικών μειονοτήτων. Έναντι αυτών των καταστάσεων, η αρχή της κοσμικότητας (laicitι) εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα των αξιών που ιστορικά σημάδεψαν την πρόοδο στη νεωτερικότητα: ελευθερία συνείδηση, θρησκευτική ανεκτικότητα, ισονομία, κριτική σκέψη. Ταυτόχρονα, όμως, αποκτά νέα χαρακτηριστικά. Δεν εμφορείται από αντικληρικαλισμό (στην Ελλάδα, άλλωστε, δεν μπορεί να πάρει τη μαχητική γαλλική εκδοχή). Δεν αποτελεί σύγκρουση μεταξύ πιστών και άθεων, όσο και αν οι Ελλαδίτες ιεράρχες το υποστηρίζουν. Το αντίστροφο ακριβώς. H εφαρμογή της αρχής της κοσμικότητας, ο χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας, στηρίζεται κυριολεκτικά σε μια πίστη. Ενώνει όσους και όσες πιστεύουν ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η συμβίωση των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών είναι επιθυμητή και δυνατή. Τόσο στο εσωτερικό κάθε χώρας όσο και στην παγκόσμια σκηνή. Ότι οι θρησκευόμενοι κάθε δόγματος, οι μη θρησκευόμενοι, οι αγνωστικιστές, οι άθεοι, από κοινού συμβάλλουν ώστε η δημόσια σφαίρα να είναι τόπος συνάντησης ελεύθερων πολιτών χωρίς διακρίσεις λόγω θρησκευτικών - πολιτισμικών διαφορών. Με αυτήν την έννοια, η αρχή της κοσμικότητας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης γίνεται εκ νέου επίκαιρη ως περιεχόμενο της πολιτικής διάκρισης προόδου και συντήρησης.

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=536