Στην αγκαλιά της τρόικας η Ιρλανδία

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2010-11-21


Στο Δουβλίνο βρίσκονται από προχθές πολυμελείς αντιπροσωπείες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το απόγευμα της Παρασκευής πια ο πρωθυπουργός της χώρας Μπράιαν Κόουαν παραδέχθηκε ότι οι συζητήσεις για τη διάσωση της ιρλανδικής οικονομίας έχουν ξεκινήσει «εποικοδομητικά».

Με την έναρξη των διαπραγματεύσεων Ιρλανδίας - τρόικας έκλεισε άλλο ένα κεφάλαιο της κρίσης στην Ευρωζώνη - το ευρώ ανατιμήθηκε ξανά, τα spreads σταθεροποιούνταν, η Πορτογαλία που βαλλόταν από τις αγορές έδειχνε ανακουφισμένη - ώσπου να ανοίξει το επόμενο. Είχε προηγηθεί έντονη αντίσταση της ιρλανδικής κυβέρνησης στην πίεση από την Ευρωζώνη, δηλαδή από τις περισσότερες κυβερνήσεις που μετέχουν στη νομισματική ένωση, αλλά και από την Κομισιόν, να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης των 750 δισ. ευρώ που συστήθηκε μετά την παρέμβαση στην Ελλάδα, για την περίπτωση που θα βρισκόταν και άλλη χώρα στην ανάγκη του. Όμως η πρόσφατη - τρίτη στη σειρά - διάσωση της εθνικοποιημένης από τον Ιανουάριο του 2009 Αγγλοϊρλανδικής Τράπεζας με δημόσιους πόρους εκτίναξε το φετεινό κρατικό έλλειμμα σε ένα εκρηκτικό 32% του ΑΕΠ, χωρίς καν να έχει εξασφαλισθεί μια εξομάλυνση στον τραπεζικό τομέα της χώρας. Αποδυναμωνόταν έτσι το επιχείρημα της κυβέρνησης Κόουαν ότι δεν έχει ανάγκη το μηχανισμό, αφού έχει καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι τα μέσα του 2011. Και επίσης, ότι δεν χρειάζεται να της υποδειχθεί απ’έξω ένα πρόγραμμα λιτότητας, αφού ήδη έχει στα σκαριά το νέο τετραετές που προβλέπεται να εξοικονομήσει 15 δισ. ευρώ - κάπου το 10% του ΑΕΠ από πρόσθετες περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων - το διάστημα 2011-2014. Τέτοια πολιτική άλλωστε ακολουθεί τα τρία τελευταία χρόνια.

Το πρόβλημα της Ιρλανδίας, πράγματι, ξεκινά από τις τράπεζες που είχαν επεκταθεί με δάνεια τα οποία υπερέβαιναν κατά πολύ την εθνική οικονομία τα χρόνια της χρηματοοικονομικής τρέλας, δάνεια τα οποία αφότου ξέσπασε η κρίση σε μεγάλο βαθμό δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Ένα έως τότε πλεονασματικό Δημόσιο, με πολύ χαμηλό χρέος, ενεπλάκη δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα για να τις σώσει, ώστε να αποφύγει τη συνολική κατάρρευση της οικονομίας, η οποία βυθίσθηκε στην ύφεση. Σιωπηλός συμπαραστάτης στη δύσκολη πορεία της χώρας ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία στο πλαίσιο των «έκτακτων μέτρων» που αποφάσισε την άνοιξη του 2009, στη χειρότερη, πιο επικίνδυνη φάση της κρίσης, χρηματοδοτεί τις ιρλανδικές τράπεζες με φτηνά δάνεια: τον Σεπτέμβριο ισοδυναμούσαν με το 78% του ΑΕΠ της χώρας, σύμφωνα με πληροφορίες των Financial Times, πολύ παραπάνω από το αντίστοιχο 40% της Ελλάδας και 29% της Πορτογαλίας, έγραφε η εφημερίδα.

Αλλά η ΕΚΤ δεν θα συνεχίσει επ’ άπειρον την ευεργετική αυτή «έκτακτη» πολιτική. Στις αρχές Δεκεμβρίου έχει προαναγγείλει ότι θα ανακοινώσει ένα χρονοδιάγραμμα εξόδου από αυτά τα «έκτακτα» μέτρα. Για να το πράξει από καιρό άλλωστε δέχεται έντονη πίεση και εσωτερικά, όπως δεν έχει κρύψει ο Γερμανός πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Άξελ Βέμπερ ο οποίος τον Οκτώβριο του 2011 θα ήθελε να διαδεχθεί τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ στην προεδρία της Τράπεζας.

Γνωρίζοντας όλα αυτά και άλλα πολλά, οι παίκτες στις αγορές ομολόγων έριχναν τις τιμές των «περιφερειακών» - Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας, μέχρι και της Ιταλίας (προφανώς και των δικών μας που προστατευόμαστε όμως από το μηχανισμό), ανεβάζοντας αντίστοιχα αποδόσεις και spreads. Τις τελευταίες μέρες έφτασαν σε επίπεδα αντίστοιχα με των ελληνικών του περασμένου Απριλίου, όταν προδιέγραφαν τη χρεωκοπία μας αν δεν παρενέβαινε μηχανισμός διάσωσης. Προκάλεσαν έτσι και ανάλογες ανησυχίες. Για κίνδυνο που απειλούσε το ευρώ, την ίδια τη νομισματική ένωση, έκανε λόγο π.χ. ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ την Τρίτη, στο περιθώριο του Γιουρογκρουπ που συνεδρίαζε με θέμα την Ιρλανδία.

Αλλά αν τώρα, με την εγκατάσταση της τρόικας στο Δουβλίνο, και με το πρόγραμμα, ένα αντίστοιχο με το δικό μας «Μνημόνιο», που αναμένεται να ανακοινωθεί αυτήν την εβδομάδα, ο κίνδυνος μοιάζει να έχει αποσοβηθεί, σε τρεις εβδομάδες έρχεται το επόμενο κύμα. Και πια δεν θα πρόκειται για επιμέρους πρόβλημα σε κάποια χώρα που επηρεάζει τις υπόλοιπες αλλά για την καρδιά της Ευρωζώνης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 15-16 Δεκεμβρίου έχει να αποφασίσει για τον μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, όπου η γερμανική κυβέρνηση επιμένει να ενταχθεί εκεί και ο ιδιωτικός τομέας, δηλαδή κυρίως οι τράπεζες που χρηματοδοτούσαν χώρα σε κρίση, και να υποστούν απώλειες. Στη γερμανική άποψη φάνηκε να προσχωρεί κατά κάποιο τρόπο με δήλωση της υπουργού Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ και η Γαλλία.

Αλλά αν προχωρήσει η πρόταση αυτή, για να εφαρμοστεί από το 2013, απειλούνται με μεγάλες δυσκολίες περαιτέρω χρηματοδότησης και με πολύ υψηλά επιτόκια εφεξής οι ασθενέστερες χώρες, σαν να μην βρίσκονταν πια στην Ευρωζώνη, αφού όποιος τις δάνειζε θα αναλάμβανε κίνδυνο να χάσει μέρος από το κεφάλαιό του. Ενάντια σε μια τέτοια συγκρότηση του μηχανισμού έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Κατά της πρότασης καταφέρθηκε με δριμύτητα ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου σε συνεδρίαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Παρίσι, προκαλώντας κάποιες απορίες στην Ελλάδα, καθώς η χώρα μας βρίσκεται σε μάλλον αδύναμη θέση για να σηκώσει αυτή την αντιπαράθεση. Ανταπόκριση των Financial Times από τις Βρυξέλλες έφερε ωστόσο τον κ. Παπανδρέου να απηχεί τις απόψεις πολλών εθνικών αντιπροσωπειών. Το θέμα φαίνεται έτσι ακόμα να είναι ανοικτό.

Η ευρωπαϊκή αδυναμία έκδηλη στη Φρανκφούρτη

Η αδυναμία της Ευρώπης να χαράξει μιαν ενιαία πολιτική που να αντιμετωπίζει τα εσωτερικά της προβλήματα και να παρεμβαίνει στη διεθνή σκηνή ήταν έκδηλη στο συνέδριο κεντρικών τραπεζών που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχθές στη Φρανκφούρτη. Ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκε εξέθεσε εκεί την αμερικανική άποψη για την αναγκαία παρέμβαση ώστε να μειωθεί η υψηλή - και μακροχρόνια - ανεργία στη χώρα, αλλά και ευρύτερα για να αμβλυνθούν οι διεθνείς ανισορροπίες που εκφράζονται με υπερβολικά χαμηλή μεγέθυνση στις προηγμένες οικονομίες και υψηλή στις αναπτυσσόμενες, με τα εμπορικά πλεονάσματα/ελλείμματα και τις μεγάλες ροές κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες στις πλούσιες χώρες, καλώντας σε στενότερη διεθνή συνεργασία, όπως στην έξαρση της κρίσης, προς όφελος όλων.

Αλλά ο Ευρωπαίος ομόλογός του Ζαν-Κλοντ Τρισέ περιορίστηκε να εκθειάσει την ισόρροπη θέση της Ευρωζώνης ως προς τον υπόλοιπο κόσμο - εφόσον δεν παρουσιάζει ούτε έλλειμμα, ούτε πλεόνασμα - επιμένοντας να την βλέπει ως ενιαίο σύνολο. Δεν υπεισήλθε έτσι διόλου στα εκρηκτικά ελλείμματα/πλεονάσματα και τις ανισορροπίες στο εσωτερικό της Ευρωζώνης που απειλούν να την τινάξουν στον αέρα, όχι προφανώς επειδή δεν έχει άποψη επ’ αυτών, αλλά επειδή η εντολή του να συνθέτει συγκρουόμενες απόψεις περιορίζει τα περιθώρια που διαθέτει. Απλώς στήριξε τον Μπερνάνκε ως προς το δολάριο και την έμμεση πίεσή του ξανά προς την Κίνα, να αφήσει το νόμισμά της να ανατιμηθεί.

Αντίθετα, ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν δεν δίστασε να επικρίνει τους Ευρωπαίους για το πόσο αργά κινούν τους τροχούς της συνεργασίας. Η δημοσιονομική κρίση δεν τελείωσε, είπε, και η αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα καθυστερεί επειδή οι πολιτικοί δεν βλέπουν αρκετά την πανευρωπαϊκή διάσταση.

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=5397&export=html