Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Χάσμα χωρίζει οικονομίες και πολιτικές στην Ευρώπη

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2011-03-06


Την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της Ευρωζώνης ενέτεινε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προϊδεάζοντας για επικείμενη αύξηση των επιτοκίων. Ενώ πρωθυπουργοί και κοινοτικοί παράγοντες έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη ουσιαστικής διακυβέρνησης, παραμονές της Συνόδου Κορυφής της 11ης Μαρτίου δεν φαίνονταν διόλου πιο κοντά σε μια συμφωνία. Το χάσμα που χωρίζει τις οικονομίες της νομισματικής ένωσης κινδυνεύει έτσι να διευρυνθεί σε βαθμό που να απειληθεί συνολικά η Ένωση.

Η βιασύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει ήδη από τον Απρίλιο πιθανώς τα επιτόκιά της, ενδεχόμενο που άφησε ανοικτό ο πρόεδρός της Ζαν-Κλον Τρισέ την Πέμπτη, αντιμετωπίζεται με ανησυχία από τις χώρες με υψηλό χρέος οι οποίες δεν έχουν βγει ακόμα από την ύφεση. Χαρακτηριστική ήταν προχθές η δυσφορία της ισπανικής εφημερίδας El Pais, που έβλεπε να πλήττονται νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια, επιχειρήσεις και το κράτος. Αλλά αν η Ισπανία μόλις πήγαινε να ανακάμψει, όπως και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, βαρύτερες θα είναι οι επιπτώσεις στην Ελλάδα, όπου η ύφεση παραμένει πολύ βαθιά, οι πιστώσεις εξακολουθούν να πέφτουν, στο δε υπέρογκο δημόσιο χρέος θα αυξάνονται ακόμα περισσότερο οι τόκοι. Σπρώχνονται έτσι πάλι προς τα κάτω οι ασθενέστερες σε αυτή τη φάση οικονομίες, με το χάσμα που τις χωρίζει από τη Γερμανία, τη Γαλλία και όσες άλλες χώρες έχουν μπει σε τροχιά μεγέθυνσης να βαθαίνει. Αλλά και στη Γερμανία ακόμα ακούστηκαν αντίθετες φωνές, όπως του Πέτερ Μπόφινγκερ (του εμπειρογνώμονα μεταξύ των «5 σοφών» που έχουν υποδείξει τα συνδικάτα), ο οποίος θεωρεί υπερβολικές τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό, με ένα μέσο ρυθμό 2,3% στην Ευρωζώνη.

Από την άλλη πλευρά, πάντως, η ΕΚΤ παρέτεινε την απεριόριστη χορήγηση ρευστότητας στις τράπεζες, μέτρο που στηρίζει ακριβώς τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση, και ο κ. Τρισέ αντέκρουσε κατηγορηματικά εισηγήσεις που τις ωθούν στη χρεωκοπία. Σύμφωνα με προδημοσίευση από το Spiegel που κυκλοφορεί αύριο, πιέζει ώστε τα κρατικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ, αιτία σύγκρουσής του με τον Γερμανό Άξελ Βέμπερ, να τα αναλάβει το Ταμείο Σταθερότητας, όπου όμως αντιτίθεται το Βερολίνο.

Τέσσερις μέρες μένουν ως τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης, χωρίς να διακρίνεται κάποια σύγκλιση θέσεων. Αυτή τη φορά δύσκολα θα αναθαρρήσει κανείς με την κλασική υπόμνηση ότι πάντα στις δύσκολες διαπραγματεύσεις για σημαντικά ζητήματα στην Ευρώπη, λίγο πριν από την κατάληξη βασικοί παίκτες φαίνεται να στηλώνουν τα πόδια τους, μοιάζουν αδιάλλακτοι, επιδιώκοντας να αποσπάσουν κάτι καλύτερο για τις απόψεις και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν∙ για να επιτευχθεί κατόπιν κάποιος συμβιβασμός που θα οδηγήσει το όλο ευρωπαϊκό εγχείρημα ένα βήμα μπροστά. Γιατί - αν εξαιρέσουμε το φθινόπωρο του 2008, όταν μπροστά στον φόβο να καταρρεύσει το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα οι Ευρωπαίοι γρήγορα συνεννοήθηκαν να σώσουν τις τράπεζές τους και να στηρίξουν τις οικονομίες τους με μεγάλο δημόσιο δανεισμό - καμία προηγούμενη φορά στην εξηντάχρονη ιστορία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης δεν ήταν τόσο κρίσιμο το διακύβευμα: τώρα έχουν απειληθεί με χρεωκοπία κράτη - μέλη του ευρώ, η Ελλάδα πρώτη αλλά και η Ιρλανδία, η Πορτογαλία κατόπιν, μπορεί και η Ισπανία, ακόμα και η Ιταλία και το Βέλγιο, σε ένα ντόμινο που θα διέλυε τη νομισματική ένωση, την πιο σφιχτή εκδοχή συνεργασίας ως τώρα, αντιστρέφοντας απότομα τη μακρόσυρτη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και κατά κοινή παραδοχή τώρα, ως το τέλος Μαρτίου, η Ευρώπη πρέπει να πάρει τις αποφάσεις που θα άρουν τις ανησυχίες των κατόχων κρατικών ομολόγων, τραπεζών αλλά και συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων κεφαλαίων που διαχειρίζονται αποταμιεύσεις, ότι κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους, και τη συνακόλουθη αναταραχή στις αγορές που ανακόπτει μια ομαλή ανάκαμψη.

Το ορόσημο της 25ης Μαρτίου - της λήξης του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - για να ληφθούν οι αναγκαίες «ολοκληρωμένες αποφάσεις» είχε θέσει εδώ και ένα μήνα η ίδια η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, η οποία κρατάει τα βασικά χαρτιά του παιχνιδιού στα χέρια της. Και είχε παρουσιάσει, σε συνεννόηση με τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, τα σημεία που, κατά την αντίληψή της, μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια συντονισμένη οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη, το περιβόητο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας: φρένο στους μισθούς ώστε να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα, σύνδεση των συντάξεων με τις δημογραφικές προοπτικές, ενιαία φορολόγηση επιχειρήσεων, δέσμευση για απάλειψη ελλειμμάτων και μείωση χρέους κ.λπ. Είχαν προηγηθεί συζητήσεις και δηλώσεις αρμοδίων παραγόντων που καθιστούσαν βέβαιη σχεδόν μια επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του δανείου που πήραμε από τον μηχανισμό (των 110 δισ., για την ακρίβεια των 80 δισ. από την Ε.Ε., γιατί του ΔΝΤ είχε εξασφαλισθεί ήδη) και πιθανή μια μείωση του επιτοκίου του, αντίστοιχα και της Ιρλανδίας που είχε ανάλογα αιτήματα. Παράλληλα, είχε διαρρεύσει από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ένα σχέδιο για τη δανειοδότησή μας χαμηλότοκα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, ώστε να επαναγοράσουμε σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική, όπως διαμορφώνεται, ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά ή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (η οποία αγόραζε στη δευτερογενή αγορά για να τα στηρίξει) με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά τι το συνολικό χρέος.

Με τους τρεις αυτούς τρόπους (επιμήκυνση, επιτόκια, επαναγορά) η εξυπηρέτηση του χρέους από το 2013 και μετά, η οποία φαίνεται εξαιρετικά δυσχερής, θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιμετωπιστεί. Ανάλογες διευκολύνσεις θα ετίθεντο στη διάθεση και άλλων χωρών, εφόσον θα τις είχαν ανάγκη, και μέσω του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού που θα διαδεχθεί το προσωρινό Ταμείο. Κάπως έτσι έχει ερμηνευθεί άλλωστε η πιεστική υπόδειξη από μέρους του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ να διευρυνθεί «ποσοτικά και ποιοτικά» ο ρόλος του Ταμείου/Μηχανισμού. Έκτοτε προβλήθηκαν έντονες αντιρρήσεις από διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τις γερμανικές αξιώσεις στο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, τις οποίες ανέλαβαν να λειάνουν οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χέρμαν βαν Ρομπόι και Ζοζέ Μπαρόζο, σε ένα λιγότερο δεσμευτικό κείμενο, το οποίο φάνηκε πρόθυμη να αποδεχτεί η κ. Μέρκελ. Εξαρχής επισημάνθηκαν άλλωστε τα κενά του προτεινόμενου Συμφώνου σε πολιτικές για την απασχόληση και για την ανάπτυξη.

Σε άρθρο - παρέμβασή τους οι Ζακ Ντελόρ και Ρομάνο Πρόντι, πρώην πρόεδροι της Επιτροπής, μαζί με τον Γκι Βέρχοφστατ, πρώην πρωθυπουργό του Βελγίου, παραθέτουν, δίπλα στην εναρμόνιση μισθών, συντάξεων, φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις, της έρευνας και ανάπτυξης, επίσης επενδύσεις στις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες και τις υποδομές της ενέργειας. Προπάντων διαφωνούν όμως με την ιδέα ότι το γαλλο-γερμανικό μοντέλο μπορεί να επιβληθεί σε χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, επιμένοντας στον καθοριστικό ρόλο που θα πρέπει να παίξουν Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Κοινοβούλιο σε μια νέα «Πράξη» - και όχι «Σύμφωνο» - που απαιτείται.

Το κρίσιμο ζήτημα και το πρόβλημα της Μέρκελ

Το άμεσο πρόβλημα ωστόσο δεν βρίσκεται εκεί, όπου κάποια συμβιβαστική φόρμουλα μπορεί να βρεθεί, ώστε όντως να προχωράει σε κάποιο βαθμό τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην Ευρωζώνη. Το κρίσιμο είναι αν θα δοθούν τώρα αποφασιστικές απαντήσεις στην κρίση του χρέους των χωρών της λεγόμενης περιφέρειας. Και εδώ οι εσωτερικές εξελίξεις στη Γερμανία ήταν δυσμενείς: Στη μηνιαία έκθεση του Φεβρουαρίου η Bundesbank (κεντρική τράπεζα) αντιτίθεται σφόδρα στην ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ώστε να μπορεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα χωρών σε δυσχερή θέση, ή να τους χορηγεί χαμηλότοκα δάνεια για να επαναγοράσουν οι ίδιες μέρος του υποτιμημένου στις αγορές χρέους τους. "Θα ισοδυναμούσε με το να εισαγάγουμε τα ευρωομόλογα από την πίσω πόρτα", έγραψε ο πρόεδρος της Τράπεζας Άξελ Βέμπερ, απηχώντας την απέχθεια ισχυρού κομματιού της γερμανικής κοινής γνώμης απέναντι σε κάθε ιδέα βοήθειας προς «άσωτους υπερχρεωμένους». Στο ίδιο πνεύμα ακολούθησαν 189 καθηγητές οικονομολόγοι, ενώσεις επιχειρηματιών και άλλοι που πρόβαλαν την αναδιάρθρωση του χρέους μας ως «τιμωρία» των τραπεζών που κερδοσκόπησαν - παράδοξα, αφού την ίδια ώρα ο πρόεδρος των γερμανικών τραπεζών καθησύχαζε ότι μια χαρά θα απορροφηθεί το «κούρεμα»...

Με τέτοιο το κλίμα στη χώρα της, η κ. Μέρκελ αρνιόταν προχθές στο Ελσίνκι να συζητήσει μείωση επιτοκίων για την Ιρλανδία, όπως ζητούσε ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της χώρας Έντα Κένι στην εκεί σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Ταυτόχρονα, από την Αθήνα ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Νίρουπ Ράσμουσεν ζητούσε να μειωθούν τα επιτόκια για την Ιρλανδία και την Ελλάδα και να συγκροτηθεί ένας ευρύς μηχανισμός στήριξης, ενώ ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου επανερχόταν στο ευρωομόλογο και στον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=5680