Η αντίσταση των κερδισμένων

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

2011-08-27


Στην πρόσφατη συνάντησή τους η Μέρκελ και ο Σαρκοζί αποφάσισαν, μεταξύ άλλων, να επιβάλουν στις συναλλαγές του χρηματοπιστωτικού τομέα τον περίφημο «νόμο Tobin», με το σκεπτικό ότι οφείλουν κι αυτοί να συμβάλουν στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση, στο όνομα της οποίας οι πολλοί και οι φτωχοί έχουν συστηματικά ξεζουμιστεί.

Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες και άμεσες. Διάφοροι επιφανείς δήλωσαν ότι ο κλάδος θα πληγεί ανεπανόρθωτα, ότι ο στόχος του Σαρκοζί ήταν το Σίτι του Λονδίνου, ότι κάτι παρόμοιο έγινε προ ετών και στη Σουηδία αλλά δεν δούλεψε, και ότι αν δεν εφαρμοστεί σε ολόκληρο τον κόσμο το μέτρο θα αποτύχει. (Σε αυτό το τελευταίο είχαν δίκιο.)

Ιδωμεν αν τελικά θα συμβεί. Αξίζει όμως να το σκεφτούμε λίγο, γιατί ίσως μπορέσουμε να αντλήσουμε κάποια προφανή συμπεράσματα από πράγματα που όλοι γνωρίζουμε. Και το πρώτο απ’ αυτά είναι ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ή οι παίχτες στο χρηματοπιστωτικό τομέα έχουν μια απόλυτη προτεραιότητα: να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Ολα τα άλλα έπονται. Και αυτό δεν είναι μομφή ούτε συκοφαντία, αλλά ο δεδηλωμένος στόχος τους. Συνεπώς τα περί γενικού ή εθνικού συμφέροντος και οι εκκλήσεις για θυσίες δεν έχουν νόημα στην περίπτωσή τους, επειδή το ίδιο το σύστημα τους έχει αναθέσει άλλο ρόλο.

Και ο ρόλος τους είναι επίσης δεδηλωμένος και απλός: η απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη που όλοι θέλουμε είναι η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Αυτή είναι η ατμομηχανή. Δεν υπάρχει χώρα που να ευημερεί ενώ ο ιδιωτικός τομέας της δεν αυξάνει την παραγωγή του και τα κέρδη του, δεν προσφέρει ανταγωνιστικά προϊόντα και δεν επεκτείνεται. (Το γεγονός ότι επί χρόνια καλοπερνάγαμε χωρίς να συμβαίνει αυτό συνιστά την ελληνική παθογένεια που σήμερα πληρώνουμε.)

Μήπως λοιπόν η λύση είναι να γίνουν οι επιχειρήσεις κερδοφόρες μειώνοντας το κόστος παραγωγής (δηλαδή το κόστος εργασίας) και τη φορολογία (δηλαδή τις κοινωνικές δαπάνες); Αυτό απαιτεί το λόμπι των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, και αυτή είναι η κλασική συνταγή που εφαρμόζεται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες: λιτότητα για να ξαναπάρει μπρος η μηχανή. Μόνο που η συνταγή δεν εφάπτεται με την πραγματικότητα σε δύο σημεία. Το ένα είναι πασιφανές: η λιτότητα δεν οδηγεί στην ανάπτυξη αλλά στην ύφεση. Το άλλο φάνηκε καθαρά στις αντιδράσεις όταν στο τραπέζι μπήκε το ενδεχόμενο να επιβληθεί, ίσως στο μέλλον, ο φόρος Tobin.

Σήμερα όλοι, μα όλοι, από κυβερνήσεις και ιδιωτικές παραγωγικές επιχειρήσεις, μέχρι τους εργάτες και τους συνταξιούχους βρίσκονται υπό την εξουσία του απορρυθμισμένου, παγκοσμιοποιημένου και πανίσχυρου χρηματοπιστωτικού τομέα ή, για να μιλήσω τη γλώσσα του ΚΚΕ, του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Το οποίο ευθύνεται για το πρόβλημα επειδή αυτό δημιούργησε τις φούσκες τού εκτός ελέγχου δανεισμού, είτε του ιδιωτικού, στο όνομα ενός καταναλωτισμού χωρίς όρια, είτε του δημόσιου, για να τραφεί ο καταναλωτισμός των ψηφοφόρων (στην Ελλάδα) ή για να διασωθούν οι σπεκουλαδόροι (στο εξωτερικό).

Το παλιό παραγωγικό μοντέλο είχε δύο τεράστια μελανά σημεία: εκμετάλλευση και ανισότητα. (Τα οποία η σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να αμβλύνει.) Το καινούργιο όμως, αν δεν αλλάξει κάτι, αν δεν επανέλθουν οι κανόνες και οι περιορισμοί, αν το κράτος δεν επιβληθεί ξανά, θα τινάξει τα πάντα στον αέρα. Γιατί η κερδοφορία του βασίζεται όχι στην παραγωγή· βασίζεται κυρίως στο βραχυπρόθεσμο τζόγο, ο οποίος δεν διασφαλίζει την υγεία των παραγωγικών επιχειρήσεων, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, αλλά λειτουργεί ως αυτοσκοπός, ο οποίος αποφέρει τεράστια κέρδη σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα βγάλουν περισσότερα λεφτά από τους άλλους.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6141&export=word