Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις της Γερμανίας: «Κάναμε λάθη, δεν κατανοήσαμε την πολυπλοκότητα της κρίσης»

Χριστίνα, Πουλίδου

2011-11-27


Στη σημερινή Ελλάδα όταν λέμε «Γερμανία» έχουμε κατά νου την Άγγελα Μέρκελ, το πωλητήριο της Ακρόπολης, τις σκληρές προειδοποιήσεις για αποπομπή απ’ το ευρώ. Όμως, υπάρχει και η άλλη Γερμανία - αυτή που αναγνωρίζει τα λάθη της στη διαχείριση της κρίσης, αυτή που θεωρεί πως όλοι έχουμε μια πατρίδα, την Ευρώπη, αυτή που ζητά ένα άλλο μείγμα στην πολιτική διεξόδου από την κρίση. Αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις των Γερμανών πολιτικών, συνδικαλιστών, βιομηχάνων, δημοσιογράφων, έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων σε επίσκεψη που οργάνωσε στο Βερολίνο η ελληνική αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Από όλους τους συνομιλητές υπήρχε ένας κοινός τόπος - ήταν ακατανόητη η άρνηση υπογραφής του Αντώνη Σαμαρά στη δανειακή σύμβαση, η οποία αποδιδόταν σε εκλογικές σκοπιμότητες. Από δεξιά και αριστερά ακουγόταν η ίδια επωδός: πώς ζητάτε από τα δικά μας Κοινοβούλια να επικυρώσουν μια βοήθεια, την οποία απορρίπτει ένα από τα δύο κυβερνητικά σας κόμματα, ήταν η ένσταση.

Ένα άλλο κοινό σημείο στις προσεγγίσεις ήταν η έμφαση στην καταβολή των φόρων - υψηλόβαθμο στέλεχος της Καγκελαρίας με υπεροψία επεσήμανε πως δεν είναι λογικό να ζητάμε από τον Γερμανό φορολογούμενο να υποστηρίξει την Ελλάδα, όταν μεγάλη μερίδα εύπορων Ελλήνων φορολογούμενων δεν καταβάλλουν τον φόρο τους. Το ίδιο θέμα όμως έθιξε και στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών, που υπογράμμισε πως «είναι πατριωτικό καθήκον των Ελλήνων να καταβάλλουν τους φόρους τους», ενώ Γερμανοί δημοσιογράφοι υπολογίζοντας τις αποδοχές τους αφαίρεσαν το 50% που αντιστοιχεί στους φόρους.

Για την ελληνική κρίση

Σε όλα τα άλλα ζητήματα υπήρξαν διαφοροποιήσεις: κορυφαίος παράγοντας της Γερμανικής Βουλής παρατήρησε πως «η συμμετοχή στην Ευρωζώνη είναι εθελοντική και άρα, στην παρούσα κρίση υπάρχουν δύο επιλογές: είτε η συμβολή στη σταθεροποίηση της ευρωζώνης, είτε η εθελοντική αποχώρηση». Ο (Φιλελεύθερος) αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Βέρνερ Χόγιερ επεσήμανε ωστόσο, πως η έξοδος της Ελλάδας απ΄την Ευρωζώνη «θα ήταν πολιτικά επιζήμια και νομικά αδύνατη», ενώ παράγοντας της Καγκελαρίας αναμόρφωσε πιο πλαστικά τη γερμανική θέση: «η Γερμανία ποτέ δεν απείλησε την Ελλάδα για έξοδο από την Ευρωζώνη» υποστήριξε, «ήθελε όμως η Ελλάδα να δηλώσει τη θέληση της να είναι στην Ευρωζώνη με τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται» και προσέθεσε πως «η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θα πήγαινε τη χώρα πολλές δεκαετίες πίσω και θα προκαλούσε ντόμινο που πιθανώς θα διέλυε την ευρωζώνη».

Κυβερνητικοί παράγοντες της Γερμανίας επεσήμαιναν στις αναλύσεις τους ότι οι αιτίες της ελληνικής κρίσης πρέπει να αναζητηθούν «στα ελλείμματα, την εξάρτηση απ΄τον δανεισμό και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας». Ως εκ τούτου, έλεγαν, η διέξοδος απαιτεί την «εφαρμογή ενός προγράμματος λιτότητας, που προβλέπει μειωμένες αποδοχές, τακτική είσπραξη φόρων, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και ιδιωτικοποιήσεις».

Οι ευθύνες της Ε.Ε.

Ωστόσο, υπήρξαν και διαφορετικές προσεγγίσεις - ο Άξελ Σέφερ, αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών επέρριψε ευθύνες στην Ε.Ε., που «έκλεινε τα μάτια σε όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα μετά την κυβέρνηση Σημίτη» και υπογράμμισε την επιρροή στις εξελίξεις που είχαν γερμανικά εκδοτικά συγκροτήματα, τα οποία «έπαιζαν για καιρό την ίδια μελωδία, που εστιαζόταν στη λέξη «χρεωκοπία», επηρεάζοντας τελικά ακόμη και τα κόμματα». Ο Γιούργκεν Τριττίν επίσης, που είναι συν-επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Πρασίνων, υπογράμμισε πως «η Ν.Δ. είναι υπεύθυνη για πολλά από αυτά που έχουν συμβεί στην Ελλάδα» και τόνισε πως «η κρίση δεν είναι ελληνική, είμαστε μια Ευρώπη κι έχουμε μια κρίση», ενώ ο συνδικαλιστής Ντικ Χίρσελ, εκπρόσωπος ενός μεγάλου γερμανικού συνδικάτου υπογράμμισε πως «η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει αν συνεχιστούν τα προγράμματα λιτότητας και δεν υιοθετηθούν προγράμματα επενδύσεων τύπου Μάρσαλ».

Σε ανάλογη γραμμή πλεύσης κινήθηκε και η ανάλυση του Πράσινου Τριττίν: «η λιτότητα δεν αρκεί για να ξεπεραστεί η κρίση στην Ευρωζώνη. Πρέπει να γίνουν σοβαρές επενδύσεις στις υποδομές και αύξηση των φόρων» είπε και προσέθεσε πως «η διόρθωση των ανισορροπιών πρέπει να γίνει και από τις δύο πλευρές: και από εκείνους που είναι λιγότερο ανταγωνιστικοί και από αυτούς που έχουν πλεόνασμα». Κατά την ανάλυση του Πράσινου βουλευτή, «για να ξεπεραστούν τα δύο χειρότερα σενάρια, που είναι η έξαρση του πληθωρισμού και ο πόλεμος, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα εργαλεία ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ρευστότητας - όπως είναι η τη μετατροπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε Τράπεζα με την εγγύηση της ΕΚΤ, η απευθείας παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με την αγορά ομολόγων και η έκδοση ευρωομολόγων».

Ο ρόλος των Γερμανικών ΜΜΕ

Αρκετοί από τους Γερμανούς συνομιλητές επέκριναν τον λαϊκισμό με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η Ελλάδα στον γερμανικό δημόσιο λόγο και καταφέρθηκαν κατά του εθνικισμού. Ο συνδικαλιστής Χίρσελ επέκρινε τα γερμανικά ΜΜΕ για την παραποιημένη εικόνα που αποδίδουν στην Ελλάδα καλλιεργώντας μιας «εθνικιστική, ακόμη και ρατσιστική προπαγάνδα». Ο σοσιαλδημοκράτης Σέφερ κάλεσε τους Έλληνες να μην αισθάνονται «ξένοι στη Γερμανία, έχουμε όλοι μια κοινή πατρίδα: την Ευρώπη» είπε και υπογράμμισε πως «περισσότερος εθνικισμός σημαίνει λιγότερη Ευρώπη». Ο Πράσινος Τριττίν παρατήρησε πως «είμαστε μία Ευρώπη κι έχουμε μία κρίση» και προσέθεσε πως ενώ συχνά «αξίες και συμφέροντα αποκλίνουν, σε τούτη την περίπτωση συγκλίνουν, καθώς πρέπει όλοι μαζί να βγούμε από την κρίση».

Η διαχείριση της κρίσης

Ως προς τη διαχείριση της κρίσης, κυβερνητικός παράγοντας υπογράμμισε πως «δεν χρειάζονται άλλα μέτρα, όλα είναι πάνω στο τραπέζι», ενώ άλλοι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αντιμετώπισαν με περίσκεψη το κούρεμα του 50% - «ίσως να μην επαρκέσει» είπαν, «ίσως χρειαστεί να γίνει μεγαλύτερο κούρεμα τελικά» είπαν - και αναφέρθηκαν με ειλικρίνεια και παρρησία στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης εντοπίζοντας λάθη και παραλείψεις. «Το πρώτο πακέτο που δώσαμε στην Ελλάδα δεν ήταν αρκετό» σημείωσαν, «έπρεπε το 2010 να έχουμε συμφωνήσει σε ένα μεγαλύτερο πακέτο. Θα έπρεπε επίσης να έχουμε εμπλέξει τον ιδιωτικό τομέα, που ήταν διαθέσιμος να συμβάλει. Ήταν υπερβολικά αισιόδοξη η εκτίμησή μας, πως το 2012 η Ελλάδα θα μπορούσε να βγει στις αγορές. Θα μπορούσαμε να είχαμε σταματήσει την κρίση σε πολύ αρχικό στάδιο, αν αποφασίζαμε να κάνουμε τέσσερα βήματα μαζί και όχι ένα τη φορά, για να ελέγχουμε τις αντιδράσεις των αγορών και να προχωρούμε στο επόμενο. Κάναμε λάθη, όμως δεν είχαμε τη σχετική εμπειρία και δεν είχαμε αντιληφθεί την πολυπλοκότητα της κρίσης και την ικανότητά της να διαχέεται ως επιδημία» σημείωσαν.

Κατά την εκτίμησή τους, προτεραιότητα αυτή τη στιγμή για την Ευρωζώνη είναι «η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών» (και στο πλαίσιο αυτό, σημείωσαν, πως οι επόμενες βδομάδες θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της Ευρωζώνης), ενώ εμφανίστηκαν ανεκτικοί στο μέτρο αγοράς των ομολόγων που προωθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Κατά τη σχετική αναφορά «για τη Γερμανία, η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι υπέρτατη αξία» ως εκ τούτου το Βερολίνο θα αποδεχθεί την πρωτοβουλία της ΕΚΤ, εφόσον διατηρήσει τον έκτακτο χαρακτήρα της και δεν αποκτήσει μονιμότητα.

Ένα νόμισμα κοινή οικονομική πολιτική

Αναφερόμενος τέλος στο πρόσφατο επεισόδιο με τον Ιρλανδικό προϋπολογισμό, το περιεχόμενο του οποίου - πριν ακόμη κατατεθεί στο ιρλανδικό Κοινοβούλιο - πληροφορήθηκαν πρώτοι οι Γερμανοί βουλευτές - μέλη της επιτροπής προϋπολογισμού, κορυφαίος παράγοντας του γερμανικού Κοινοβουλίου παρατήρησε πως «δεν μπορεί να έχουμε κοινό νόμισμα και διαφορετική δημοσιονομική πολιτική», δικαιολογώντας τούτη την πρακτική, αφού οι χώρες που συνεισφέρουν στη βοήθεια προς την Ιρλανδία πρέπει να γνωρίζουν πώς σχεδιάζει το Δουβλίνο να ρυθμίσει τις οφειλές του. Ο ίδιος παράγοντας υποστήριξε πως θα πρέπει να υιοθετηθεί μια νέα διαδικασία κατά την οποία: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μελετά τα σχέδια προϋπολογισμών των χωρών-μελών, θα ερευνά αν αυτά είναι συμβατά με το Σύμφωνο Σταθερότητας και θα τα αναπέμπει στα εθνικά Κοινοβούλια. Αν αυτά παραβιάζουν το Σύμφωνο, τότε θα επιβάλλονται «αυτόματα» κυρώσεις, εκτός ειδικών περιστάσεων, όταν με ειδική πλειοψηφία θα αποφασίζεται η αναστολή των κυρώσεων.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6393