Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Νόμος για την Ερεύνα: Ερευνητικός Καλλικράτης;

Θανάσης, Μαχιάς

2012-01-17


Από το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκε ο νέος Νόμος για την έρευνα, με δύο βασικούς άξονες: την αναδιάρθρωση του Ερευνητικού Ιστού της χώρας και τον εκσυγχρονισμό (?) του νομοθετικού πλαισίου για την έρευνα. Οι λεπτομέρειες του νόμου είναι δυστυχώς προφανές ότι δεν πρόκειται να προκαλέσουν το ενδιαφέρον, ούτε να απασχολήσουν κανέναν (ή ελάχιστους) αντίθετα με άλλους νόμους σε «δημοφιλέστερους» τομείς. Να σημειώσουμε μόνο, ότι ουσιαστικά αφορά το κύριο τομέα για καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα που όλοι κόπτονται στα λόγια και αδιαφορούν στην πράξη.

Στο Ν/Σ αυτό τίθενται δύο ζητήματα που έχουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον. Το ένα αφορά την υποτιθέμενη προσπάθεια του Υπουργείου για έναν «Ερευνητικό Καλλικρατη» στην έρευνα με συνενώσεις και συγχωνεύσεις των υπαρχόντων Ερευνητικών Κεντρων (ΕΚ). Το δεύτερο αφορά την δηλωμένη πολιτική επιλογή του Υπουργείου για μετατροπή όλων των Ερευνητικών Κέντρων σε Ιδιωτικού Δικαίου. Εδώ θα ασχοληθούμε με το πρώτο, που είναι ταυτόχρονα και ένα άριστο παράδειγμα του πώς ΔΕΝ προχωρούν οι αναγκαιες διαρθρωτικές αλλαγές στην χώρα μας και τί είδους είναι οι πολυ-εξαγγελόμενες αλλαγές.

Είναι πιστεύω αναγκαίο πριν μπούμε στην ουσία της επιχειρηματολογίας να γίνει μια αποτύπωση του «άγνωστου» χώρου για τον οποίο μιλάμε, τον γενικό χάρτη των Ε.Κ. της χώρας. Συνήθως με τον όρο Ε.Κ. εννοούμε τα 12 Ερευνητικά Κέντρα που βρίσκονται υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), η οποία πρόσφατα μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Παιδείας από το πρώην Υπουργείο Ανάπτυξης. Ωστόσο υπάρχουν πολυάριθμοι ερευνητικοί φορείς, που δεν εποπτεύονται από την ΓΓΕΤ, διεσπαρμένοι σε 16 διαφορετικά Υπουργεία, Οργανισμούς ή Υπηρεσίες. Αλλά και πολλοί, «αγνώστου» αριθμού φορείς, που δηλώνουν ερευνητικοί, (κατά δήλωση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης που προσπαθεί να καταγράψει σε Μητρώο όλους αυτούς τους φορείς, ο αριθμός τους ανέρχεται στο 1600!).

Σε αυτήν την πανσπερμία συναντάμε και ακρότητες του τύπου να υπάρχουν ερευνητικοί φορείς του ιδιου του Υπουργείου Παιδείας, όπως αυτοί της Ακαδημίας Αθηνών ή τα Ινστιτούτα του Πολυτεχνείου, που δεν εντάσσονται στην ΓΓΕΤ: η πλήρης αποτύπωση της κακοδαιμονίας του Ελληνικού Κράτους που οδήγησε στην σημερινή κατάσταση.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς μια ουσιαστική και ριζική αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού. Ίσως όχι κάτι ιδιαίτερα φιλόδοξο, που θα συμπεριελάμβανε (ως θα όφειλε) και τις αναδιατάξεις των ΑΕΙ (πανεπιστήμια και ΤΕΙ). Τουλάχιστον όμως, θα ήλπιζε σε μια ριζική διαρθρωτική αλλαγή του χώρου των Ερευνητικών κέντρων, που θα τον να αντιμετώπιζε ως ένα ενιαίο σύνολο, μέσα από ένα συνολικό σχέδιο, με στόχο την κατάργηση των περιττών, των αλληλοεπικαλύψεων και αντιφάσεων του συστήματος και θα ενέτασσε όλες τις ερευνητικές δραστηριότητες σε έναν ενιαιο φορέα, με έναν ενιαίο νομοθετικό – θεσμικό πλαίσιο.

Είναι επίσης προφανές ότι μια μεταρρύθμιση στο χώρο της έρευνας θα έπρεπε να βασιστεί, στα συμπεράσματα που πηγάζουν από τον μέχρι σήμερα πειραματισμό της διασποράς και του κατακερματισμού της έρευνας. Ποια είναι αυτά;

Έχουμε μια ερευνητική άνοιξη στα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ τον μόνο ίσως θεσμός του Ελληνικού Κράτους που έχει επανειλημμένα αξιολογηθεί συγκριτικά από διεθνείς επιτροπές. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ήταν πάντα άριστα για τα κέντρα και καταπέλτης για τον ρόλο και το ενδιαφέρον του Κράτους (και αυτό συνήθως αποσιωπάται). Αντίθετα, στις περιπτώσεις που η έρευνα διαχύθηκε μέσα στα κάθε είδους Υπουργεία, ακόμα και δυναμικοί (κατά το παρελθόν) τομείς της έρευνας (π.χ. γεωργική έρευνα), εκφυλίστηκαν από φορείς καινοτομίας, σε παροχείς υπηρεσιών με υποβάθμιση του ερευνητικού ρόλου τους. Έτσι σήμερα η κοινωνία αντιμετωπίζει φορείς όπως το ΙΓΜΕ και το ΕΘΙΑΓΕ, ως άχρηστους και παρηκμασμένους φορείς, πελατειακής εξυπηρέτησης, ενώ οι αγωνιώδεις προσπάθειες μελών και στελεχών τους να παραμείνουν προσηλωμένοι στο ερευνητικό τους έργο, συσκοτίζονται, μηδενίζονται και εξαφανίζονται.

Αντί λοιπόν του προφανούς, ΔΕΝ επιλέχθηκε μια ρηξικέλευθη τομή που θα ενέτασσε όλες τις ερευνητικές δραστηριότητες της χώρας, το σύνολο των ερευνητικών φορέων των διαφόρων Υπουργείων (που διέπονται από διαφορετικά νομοθετικά πλαίσια), σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, βάζοντας τέλος στην πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό (ξεπερνώντας τους συντεχνιασμούς Υπουργείων και Υπουργών). Αντί για μια ουσιαστική διαρθρωτική αλλαγή που θα επέτρεπε το συντονισμό της ερευνητικής πολιτικής, έχουμε μια ακόμη υποχώρηση σε ποικιλώνυμα μικρο-συμφέροντα.

Το Υπουργείο προέκρινε αναδιάταξη μόνο εντός της ΓΓΕΤ: μια συγχώνευση που είναι απλά ανούσια, διεκπεραιωτική, περιέχει (αναγκαστικά) λάθη και θα προσθέσει (σχεδόν με βεβαιότητα) δυσλειτουργίες και γραφειοκρατεία λόγω των μεγάλων μονάδων που δημιουργεί. Μια τέτοια αποσπασματική αντιμετώπιση πρακτικά σημαίνει μηδαμινή ευελιξία και εξοικονόμηση πόρων (500 ευρώ το μήνα για 20 Διευθυντές).

Αντίθετα αναδιατάξεις, αναδιαρθρώσεις και συγχωνεύσεις, με ένα συνολικό και ενιαίο σχέδιο που περιελάμβανε το σύνολο των ερευνητικών φορέων που είναι διεσπαρμένοι σε όλη την κρατική δομή, όπως ζητά η ερευνητική κοινότητα, θα σήμαινε εξοικονόμηση πόρων σε μεγάλη κλίματα. Κυρίως όμως θα σήμαινε δημιουργία καινούριων, σύγχρονων και ανταγωνιστικών ερευνητικών μονάδων (οι οποίες σήμερα αλληλο-ανταγωνίζονται). Η επιλογή αυτή θα σήμαινε, εκτός από την οικονομία κλίμακας, πολλαπλάσια οφέλη για την Ελληνική Οικονομία, με καινοτομίες και με την αύξηση της εισροής χρημάτων από ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα που ήδη διεκδικούνται με μεγάλη επιτυχία.

Τον δεύτερο αυτό δρόμο, της συνολικής αναδιάρθρωσης του ερευνητικού χώρου, τον είχαμε υποδείξει εδώ και καιρό. Το υπουργείο δεν τον επέλεξε, τον παρέπεμψε στις ελληνικές καλένδες. Οι δύο διαφορετικοί δρόμοι είναι προς κρίση όλων.

Η παραπάνω κριτική και προτάσεις πηγάζουν από την πεποίθηση ότι όλες οι σχεδιαζόμενες τομές θα αποτύχουν χωρίς ένα ισχυρό υποκείμενο. Το σημερινό τεράστιο πρόβλημα που έχουμε, είναι ότι όλα όσα παραπέμπουμε για αύριο έπρεπε να είχαν γίνει προχτές. Σήμερα δεν έχουμε ούτε τον χρόνο και ούτε την πολυτέλεια για αναβολές και καθυστερήσεις. Όλα σήμερα πολύ λίγα και θα πρέπει να γίνουν σε ακόμη λιγότερο χρόνο.


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6501