Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Φταίμε κι εμείς...

Η καθυστέρηση στην απονομή της (ποινικής) δικαιοσύνης και οι ευθύνες

Γιώργος, Κτιστάκης

Τα Νέα, 2012-01-25


Διάχυτη είναι η πεποίθηση στους δικαστικούς λειτουργούς ότι η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί, για την καθυστέρηση όμως αυτή φταίει μόνο η Πολιτεία που δεν παρέχει την υποδομή και τα μέσα που απαιτούνται, ότι οι ίδιοι διεκπεραιώνουν κατ’ έτος περισσότερες υποθέσεις και εκδίδουν περισσότερες αποφάσεις από τον μέσο όρο των ευρωπαίων συναδέλφων τους και ότι, εντέλει, οι ίδιοι εργάζονται περισσότερο από τους άλλους συναδέλφους τους (όπως πολύ εύστοχα περιέγραψε την κατάσταση ο κ. πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αρεοπαγίτης Χ. Αθανασίου στα «Δικαστικά Νέα», φ. 119, 10ος-12ος, 2011). Η κατακλείδα του άρθρου είναι ότι ο τίτλος τού υπό κατάθεση στη Βουλή νομοσχεδίου «Για την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας» είναι προσβλητικός και δεν δικαιολογείται.

Πράγματι, ο τίτλος του νομοσχεδίου μπορεί να μας προσβάλλει, διερωτώμαι όμως αν εμείς έχουμε δώσει τις περισσότερες αφορμές. Ας μου επιτραπεί να εκφράσω κάποιες προσωπικές αντιρρήσεις εστιάζοντας στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Κατ’ αρχάς, οι δικαστικοί λειτουργοί εργαζόμαστε πολύ, ίσως περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους μας αλλά και από εργαζόμενους στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Γι’ αυτό, όπως αρεσκόμαστε να υποστηρίζουμε, ασκούμε ισόκυρη λειτουργία με τη Βουλή και την κυβέρνηση, λόγος για τον οποίο διεκδικούμε και ανάλογη υψηλή αμοιβή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν φταίμε, κατά δεύτερον, για τις αλλεπάλληλες αναβολές (έχω ακούσει επανειλημμένα, π.χ., το ίδιο δικαστήριο να γνωστοποιεί στην κατηγορούμενη ότι «για τελευταία φορά το δικαστήριο σας δίνει την αναβολή που ζητάτε», ή το δικαστήριο στις 15.00 της πρώτης ημέρας συνεδρίασης να περαιώνει τη συνεδρίαση αναβάλλοντας τις υπόλοιπες υποθέσεις, χωρίς να μπει στον κόπο να αναζητήσει αίθουσα - που υπήρχε! - για να συνεχίσει την επομένη). Πολύ περισσότερο, είναι αδιανόητο το 2011 να εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό υποθέσεις με χρόνο τέλεσης το 2005, με αποτέλεσμα να πρέπει να τρέξει το Εφετείο να προλάβει να εκδικάσει την έφεση (αν ασκηθεί αναίρεση, ο Αρειος Πάγος θα απαγγείλει την παραγραφή).

Φαίνεται ότι έχει επικρατήσει στους κόλπους μας η αρχή ότι θα δικάσουμε τις παλιές υποθέσεις, θα αναβάλλουμε τις νεότερες και έτσι θα συνεχίζεται η κατάσταση εσαεί. Τρίτον, καθυστερούμε την επεξεργασία των ποινικών δικογραφιών, χωρίς η ποιότητα της εργασίας μας να είναι ανάλογη με τον χρόνο καθυστέρησης. Τα νομοθετικά μέτρα που λαμβάνονται, όπως για παράδειγμα ο Ν. 3904/2010, δεν είναι επαρκή διότι είναι αποσπασματικά. Αν μάλιστα κάτι με προσβάλλει στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι η παραγραφή υποθέσεων, όπως έχει λάβει χώρα και στο παρελθόν επανειλημμένα. Τέταρτο και τελευταίο. Εχουμε αρκετούς συναδέλφους που εξακολουθούν να διακινούν χειρόγραφες προτάσεις, βουλεύματα ή αποφάσεις, τα οποία κάποιες μάλιστα φορές υπάρχει αντικειμενική δυσκολία να τα διαβάσεις, χωρίς σ’ αυτό να φταίνε οι υποδομές που δεν λείπουν. Το ανέκδοτο που ακούγεται, ότι αν κάποιος εντός αίθουσας δικαστηρίου ανοίξει το στόμα για να φταρνιστεί και εκφέρει ένα «α», το δικαστήριο αμέσως αναβάλλει την υπόθεσή του, περιγράφει μια υπάρχουσα νοοτροπία. Οι δικαστικοί λειτουργοί δεν είμαστε θύματα θεωρίας συνωμοσίας.

Αυτά όλα αποτελούν στοιχεία μιας πραγματικής κατάστασης που δεν θα ήταν καλό να την αρνηθούμε και την οποία το υπουργείο Δικαιοσύνης περιέγραψε ως «φαινόμενα αρνησιδικίας», χωρίς να απέχει από την πραγματικότητα. Καλό θα ήταν να επιχειρήσουμε να αλλάξουμε δίνοντας το κάτι παραπάνω και ακούγοντας τα σημεία των καιρών (που απαιτούν περισσότερη προσπάθεια). Δεν διατηρώ όμως πολλές ελπίδες, ίσως διότι όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί γνωρίζουν ότι έχουν βάσιμες ελπίδες (σε πολύ υψηλό ποσοστό) να προαχθούν στον επόμενο βαθμό. Οι ελπίδες αυτές στηρίζονται στο ότι στην επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών για τον σχηματισμό κρίσης περί της επάρκειάς τους δεν υπολογίζονται στοιχεία όπως το σύνολο της εργασίας τους, τα αντικειμενικά προσόντα τους, οι αναβολές που δεν χορηγούν, η έλλειψη καθυστέρησης στην περαίωση της εργασίας τους, το ότι η άποψή τους στάθηκε και σε δεύτερο βαθμό ή σε τρίτο. Αν ίσχυαν και αυτές οι παράμετροι, τότε πιστεύω τα φαινόμενα αρνησιδικίας θα εξαλείφονταν παραχρήμα.

Σε κάθε περίπτωση ας είμεθα βέβαιοι ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν απειλείται από αυτούς που διαπιστώνουν μια στραβή κατάσταση, αλλά ίσως απειληθεί από όσους προκαλούν τη στραβή κατάσταση και δίνουν δικαίωμα να τους κατηγορήσουν για «φαινόμενα αρνησιδικίας».

----

Ο Γιώργος Κτιστάκης είναι αντεισαγγελέας Εφετών. (Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» από τις εκδόσεις Πόλις)

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6513