Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

ΟΙ ΜΕΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕ: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ versus ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΕΣ

(Απομαγεύοντας την κρίση)

Βαγγέλης, Ιντζίδης

2012-02-26


[...]

Γιατί σ’ εγκωμιάζουνε από ολόγυρα οι καταπιεστές, ενώ
οι καταπιεσμένοι ένοχη σε κηρύσσουν;
0ι εκμεταλλευόμενοι
σε δείχνουν με το δάχτυλο, μα
οι εκμεταλλευτές παινεύουνε το σύστημα
που εφευρέθηκε στο σπίτι σου!

[...]

Μπέρτολτ Μπρεχτ, "Γερμανία , χλωμή μητέρα"

1. Η επιλογή

Πάει καιρός που μια αντιπαράθεση αποσιωπάται εν μέσω ηθικολογικών αποφάνσεων και επικοινωνιακών πρακτικών μέσω λεκτικών χρήσεων που επιζητούν να προσδώσουν νέες νοηματοδοτήσεις σε σημαινόμενα, αφού πρώτα τα καταστήσουν άδεια, για να τα προσδέσουν στη συνέχεια σε μία ανιστορική συζήτηση με μυωπική προσκόλληση στη συγκυρία.

Αυτή η εκτός ιστορίας συζήτηση απηχείται σε κείμενα στα οποία καταγγέλλεται συλλήβδην η μεταπολίτευση, επιδιώκεται να αρθεί κάθε διάκριση ανάμεσα στη δεξιά και την αριστεράδημιουργώντας την εντύπωση πως η ιστορία εκκινεί από το 1974 και μετά και μαζί της όλα τα δεινά του τόπου. Λησμονούν όσοι επιδιώκουν να φέρουν τη συζήτηση σε ιστορικό κενό πως η μεταπολίτευση - ως περίοδος - είναι επακόλουθο άλλων περιόδων και πως η διάκριση στις πολιτικές δεξιά - αριστερά δεν είναι προνόμιο μόνον της μεταπολίτευσης ή/και μόνον της εγχώριας πολιτικής κουλτούρας.

Αλλά με τέτοια τερτίπια τι είναι εκείνο - το ίδιο από την 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη- που μασκαρεύεται ως άλλο ενώ πρόκειται για τη διαπάλη ανάμεσα σε δύο επιλογές της κριτικής, (όπως ήδη έχουν διακρίνει σημαντικοί πολιτικοί φιλόσοφοι); Εκείνο που μασκαρεύεται είναι η κατεξοχήν καταστασιακή αρχή της πολιτικής, δηλαδή, η συγκρουσιακή επιλογή που μεταμφιέζεται σε έναν απολιτικό "αντικειμενικό μονόδρομο".

Μια επιλογή ανάμεσα

(i) στην κριτική που μας καλεί μέσω της ενοχοποίησης κοινωνικών στρωμάτων, λ.χ. δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικών σχηματισμών, λ.χ. αριστερά, και πάει λέγοντας, να αποσυρθούμε από το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίοαφήνοντας τους τεχνοκράτες ως τους μόνους "φυσικούς" και "αντικειμενικούς" ανθρώπινους τύπους που δύνανται να συγκροτήσουν αυτό που ονομάζουμε (στη γκραμσιανή σκέψη) πολιτική κοινωνία. Τέτοιου είδους κριτικές προσεγγίσεις επιδιώκουν την άρση της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και την πολιτική κοινωνία καθώς η μεν κοινωνία των πολιτών δεν "δικαιούται δια να ομιλεί" (επειδή "μαζί τα φάγαμε") η δε πολιτική κοινωνία οφείλει να συνυπογράφει το νέο της ρόλο ως γραφειοκρατία που θα πραγματώνει νομοθετικά τις επιλογές των τεχνοκρατών (επειδή ¨όλοι είναι ίδιοι").

Στην ίδια ρητορική οι μεταρρυθμιστές δεν μπορούν να έχουν αναφορά στην κοινωνία των πολιτών, στα πολιτικά κόμματα, στις οργανωμένες συλλογικότητες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομιμοποίησή τους εκπορεύεται από την αναφορά τους σε δεδομένα [data] και πληροφορίες που δεν μπορούν να ανακοινωθούν δημόσια, που δεν αφορούν τον δημόσιο λόγο και στα οποία δεν μπορεί να έχει πρόσβαση η κοινωνία των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτής της διεκδικούμενης νομιμοποίησης, οι πολίτες ως συνυπεύθυνοι των πολιτικών κομμάτων της μεταπολίτευσης είναι ανίκανοι να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν τις γνώσεις των τεχνοκρατών ενώ από την άλλη είναι επιρρεπείς στο λαϊκισμό. Απόρροια είναι το ότι οι "κοινωνίες νοσούν" και η μεταφορά της συνταγής του ΔΝΤ και άλλων φορέων τέτοιας συνταγογράφησης αναλαμβάνει το ρόλο της "θεραπείας" ενός ελλείμματος που χαρακτηρίζει κοινωνικές κατηγορίες, κοινωνικές τάξεις και μια ποικιλία συλλογικοτήτων. Τέτοια ελλείμματα κλήθηκαν πολλάκις και επί διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών τόσο ο ναζισμός όσο και ο σταλινισμός να θεραπεύσουν με "τελικές λύσεις".

(ιι) στην κριτική που μας καλεί να παρέμβουμε στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο, να αναλάβουμε μια νέα προσδιοριστικότητα που θα μας ορίσει ως σύγχρονα πολιτικά υποκείμενα ικανά να μετασχηματίσουμε τις κοινωνικές δομές, συμμετέχοντας στην πολιτική, διεκδικώντας την πρόσβαση στα όποια δεδομένα - που προς ώρας φαίνεται να έχουν κάποιοι τεχνοκράτες στην κατοχή τους - και απαιτώντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από τα δεδομένα αυτά αλλά και τις ερμηνευτικές τους προσεγγίσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση δεν υπάρχουν "φυσικοί" και "αντικειμενικοί" μονόδρομοι. Υπάρχουν πάντα πηγές συμφερόντων που επιδιώκουν να παρουσιάσουν εκείνο ή το άλλο στοιχείο ως "φυσικό" επακόλουθο πέρα από την αναφορά σε οποιοδήποτε πλαίσιο από το οποίο εκπορεύεται η ισχύς της "φυσικότητας" και της "αντικειμενικότητάς" του. Φαίνεται να προκύπτει, έτσι, και μια εντελώς διαφορετική νοηματοδότηση του όρου μεταρρύθμιση.

2. Οι μεν και οι δε

Αν πρόκειται για τους θιασώτες του τέλους της ιστορίας και της αντικατάστασης της πολιτικής από την "τεχνοκρατία" της αγοράς τότε μεταρρυθμίσεις είναι τα μέτρα λιτότητας και όχι τα μέτρα ανάπτυξης, τα μέτρα που προκρίνουν την αναδιανομή του πλούτου προς όφελος του κεφαλαίου και όχι τα μέτρα της αναδιανομής των κερδών προς όφελος της κοινωνίας των πολιτών.

Αν πρόκειται για τους θιασώτες της συνέχειας του κοινωνικού μετασχηματισμού ως συγκροτητικού χαρακτηριστικού της ιστορίας τότε οι μεταρρυθμίσεις πρωτίστως σηματοδοτούν την παρέμβαση των πολιτών στους θεσμούς και στο δημοκρατικό μετασχηματισμό των θεσμών αυτών κυρίως.

Οι μεν μας λένε να αποσυρθούμε - ως λαϊκή βούληση - από την πολιτική, μιας και είμαστε ανίκανοι, δεν έχουμε εκείνες τις δεξιότητες να κατανοήσουμε, δεν ανήκουμε στους "αστέρες της πολιτικής", δεν είμαστε "διανοούμενοι ενός συγκεκριμένου ρητορικού σχηματισμού" σύμφωνα με τον οποίο δεν χρειάζεται (δεν μας ζητείται καν) να πούμε τις προτάσεις μας. Το μόνον που έχουμε να κάνουμε είναι να επαναλαμβάνουμε τα κυρίαρχα επιχειρήματα μιας ομάδας συμφερόντων καταγγέλοντας δεξιά και αριστερά τον λαϊκισμό και την ενοχή του πολιτικού συστήματος δεξιόθεν και αριστερόθεν.

Τέτοιοι αστέρες και τέτοιοι επαναλαμβάνοντες μηχανιστικά τα κυρίαρχα επιχειρήματα (κοινώς τα παπαγαλάκια) δεν έχουν να προτείνουν απολύτως τίποτα - και δεν προτείνουν - μιας και επιζητούν να είναι απλώς σε θέσεις κυριαρχίας - με αντίτιμο να πραγματώσουν εκείνοι τις εντολές των τεχνοκρατών της αγοράς, ελπίζοντας έτσι πως θα "κρατηθούν" σε ένα κοινωνικό στρώμα με εγγυημένη την κοινωνική-οικονομική και πολιτισμική τους ισχύ. Πρόκειται για την (αυτο)-συντήρηση των ελίτ έτσι όπως τις καθιέρωσε η προηγούμενη περίοδος,

Οι δε μας προτείνουν να συμμετέχουμε, να παρέμβουμε όλοι και παντού, αναλαμβάνοντας την ευθύνη επιλογών με συγκεκριμένες προτάσεις και συγκεκριμένα περιεχόμενα προς την κατεύθυνση της αλλαγής και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Για αυτούς μεταρρύθμιση δεν είναι η μεταρρύθμιση που προκρίνουν οι αγορές ( η χαοτική συνθήκη του νεοφιλελευθερισμού) αλλά μεταρρύθμιση είναι αυτή που φέρνει τις γνώσεις των επιστημών στην υπηρεσία του ανθρώπου κρατώντας ανοικτή τη δυνατότητα οι μεταρρυθμίσεις να μην καταλήγουν σε ένα και μόνον έναμέτρο (ή κάποια μέτρα) αλλά να επιτρέπουν - ακριβώς λόγω του συγκρουσιακού καταστασιακού της γνώσης - μια ποικιλία διαφοροποιημένων και αξιολογημένων εφαρμογών ή/και εκδοχών.

Οι πρώτοι διεκδικούν την πρόσκαιρη ηγεμονία (πρόσκαιρη από την άποψη της ιστορίας) μιντιακού τύπου, και για αυτό δεν έχουν να μας προσφέρουν τίποτα το καινούργιο παρά εκτός ένανανούσιο καταγγελτικό λόγο για μια "Ελλάδα διεφθαρμένων" (προϊόν της οποίας ασφαλώς είναι και οι ίδιοι - πολλοί από τους οποίους δεν θα μπορούσαν να δουν μήτε την είσοδο του Πανεπιστημίου, αν δεν υπήρχαν οι αγώνες πριν και κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης -). Οι πρώτοι επαναλαμβάνουν ως μεταρρύθμιση τα έκτακτα μέτρα για τη "διάσωση της χώρας" όπως την αντιλαμβάνονται οι αγορές (που δεν έχουν χώρα και φυσικά δεν κινούνται με όρους τοπολογικούς). Για το λόγο αυτό οι πρώτοι έχοντας στην κυριολεξία "καταπιεί" την εντολή τωνκοινωνιών της πειθαρχίας της προηγούμενης φάσης του καπιταλισμού επιζητούν την νομιμοποίηση αυτής της κατάποσης μέσω της πέψης του ελέγχου σύμφωνα με τον οποίο τίποτα πλέον δεν πρόκειται να κινείται πέραν από τα όσα πρέπει να εκτελούνται και με τους τρόπους/όρους που πρέπει να εκτελούνται στις αναδυόμενες κοινωνίες του ελέγχου.

Οι δεύτεροι έχουν να πράξουν πολλά και δύσκολα. Μεταρρυθμίσεις με τους πολίτες και για τους πολίτες. Η ηγεμονία σε αυτή την περίπτωση έγκειται στο μετασχηματισμό των στοιχείων/διαδικασιών/πρακτικών που μας καθορίζουν σε μια συγκεκριμένη θέση (και από την οποία αντλούμε ακόμη και σήμερα τα στοιχεία της ταυτότητάς μας, στοιχεία που μας επιτρέπουν να διαμαρτυρηθούμε ή/και να αγανακτήσουμε) σε στοιχεία/διαδικασίες/πρακτικές που μας επιτρέπουν να ασκήσουμε την εξουσία (και όχι απλώς να διαμαρτυρηθούμε για την άσκηση της εξουσίας άλλων, των τεχνοκρατών, επάνω μας).

Οι πρώτοι δυσχεραίνουν το έργο των δεύτερων. Οι πρώτοι επισείουν την τιμωρία που θα επέλθει μέσω του ελέγχου πάνω σε όλους και αυτή την τιμωρία ονομάζουν μεταρρύθμιση. Οι πρώτοι επιδιώκουν να αφομοιωθεί ο τρόμος από όλους και να εμπεδωθεί η σφαγή τους ως σωτηρία και λύτρωση. Οι δεύτεροι οφείλουν να αναδείξουν αυτή την τιμωρία - που επισείεται σε ρητορικό επίπεδο- ως πρακτική εκείνων που επιζητούν να υπερισχύσουν επί τη βάσει των συμφερόντων τους. Οι δεύτεροι πρέπει νααπομαγεύσουν τον κόσμο των κοινωνιών του ελέγχου κάνοντας ορατές αυτές τις πρακτικές και τις διαδικασίες και αναδεικνύοντας τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένα συμφέροντα. Οι δεύτεροι πρέπει να κάνουν σαφές πως ο κόσμος δεν κυβερνάται από σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις στις οποίες είναι αδύνατον να αντιπαρατεθείς. Το κακό και οι δαίμονες των αγορών είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΟΙΝΟΤΟΠΑ.

Δεν πρόκειται για κάποιους ημίθεους που κινούν τα νήματα του κόσμου. Πρόκειται για κάποιους αποφασισμένους να υπερασπιστούν μέσω της δύναμης τα συμφέροντά τους. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνουν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η τάση τους να καθυστερούν την ολοσχερή διάλυση των κοινωνικών θεσμών και δίνουν χρόνο έως ότου πραγματώσουν τις νέες δυνατότητές τους. ΄Οσο κανείς κάνει σαφές αυτές τις επιλογές, όσο φέρνει στο φως τη συγκρουσιακότητα των συμφερόντων τόσο περισσότερο κάνει σαφές πως η τεχνοκρατική αντίληψη δεν είναι παρά μια πολιτική θέση ανάμεσα σε αντικρουόμενα ενδιαφέροντα και επιλογές.

Η ΔΗμοκρατική ΑΡιστερά αναλαμβάνοντας την ευθύνη σημαίνει πως αναλαμβάνει την ευθύνη να διεκδικήσει αυτή την ηγεμονία μεταρρυθμίσεων με περιεχόμενο και όχι τη μεταρρύθμιση δίκην μέτρων πρόσκαιρων για το πρόσκαιρο κέρδος στη συγκυρία των αγορών. Η ΔΗμοκρατική ΑΡιστερά ως κόμμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού προσέρχεται, δυναμικά, όχι μόνον στη συγκυρία αλλά και στην ιστορία με στόχευση τις ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις της πολιτικής και όχι των αγορών.

Αναζητώντας όχι το κόστος των συνταγμάτων (βρίθουν τέτοιες μελέτες) αλλά το σύνταγμα που θα κάνει το κόστος ανθρώπινο.


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6584