Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αριστερά και πολιτικός φιλελευθερισμός

Στέφανος, Δημητρίου

Αυγή της Κυριακής, 2012-02-26


Η συνάφεια ανάμεσα στην Αριστερά και στον πολιτικό φιλελευθερισμό αρχικώς μπορεί να φαίνεται παράδοξη. Ωστόσο, μπορούμε να άρουμε την αμηχανία που προκαλεί η υποστήριξη αυτής της συνάφειας, όχι μόνο στην Αριστερά αλλά και σε όσους αναφέρονται μονομερώς στον πολιτικό φιλελευθερισμό, όταν, αποπειρώμενοι να προσδιορίσουμε τον όρο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», βλέπουμε ότι δυσκολευόμαστε να αποσαφηνίσουμε τον συγκεκριμένο επιθετικό προσδιορισμό του σοσιαλισμού. Μπορούμε να το θέσουμε και διαφορετικά: ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν μπορεί πλέον να προσδιορίζεται σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση με τον καταρρεύσαντα ολοκληρωτικό, υπαρκτό σοσιαλισμό. Χρειάζεται ο θετικός προσδιορισμός του και προϋπόθεση, για να διατυπωθεί εναργώς και να αποδοθεί τέτοιος προσδιορισμός, είναι η αποσαφήνιση της δημοκρατικότητας του σοσιαλισμού. Με ποια σημασία της δημοκρατίας, άρα και σύμφωνα με ποια θεωρία της δημοκρατίας, είναι δημοκρατικός ο δημοκρατικός σοσιαλισμός και το μεταρρυθμιστικό του περιεχόμενο;

Χρειαζόμαστε, σήμερα, μια κανονιστική θεωρία της δημοκρατίας;

Το παραπάνω πρόβλημα οδηγεί στην αναζήτηση των όρων που καθιστούν διακριβώσιμη τη συνάφεια ανάμεσα στην Αριστερά και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, αλλά και στον εντοπισμό των ορίων που διασώζουν τα διαφοροποιητικά τους γνωρίσματα. Ο εντοπισμός και των δύο εξαρτάται από το καθεστώς της σχέσης ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα. Η σύνδεση ή, ακριβέστερα, η συνάφεια ανάμεσα στη σοσιαλιστική και τη φιλελεύθερη παράδοση εξαρτάται από το αν αποτελεί θεωρητικό ζητούμενο και πολιτική διακύβευση η ισόρροπη σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές αρχές. Η αναφορά στη φιλελεύθερη παράδοση, που μας ενδιαφέρει, δεν περιλαμβάνει τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή αλλιώς νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος αντιμάχεται τις αξίες του κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού και αποσυνδέει την πολιτική από την οικονομία, ενώ, παραλλήλως, αναγνωρίζει ως αποκλειστικό προσδιοριστικό γνώρισμα της έννοιας «ελευθερία» την παντελή απουσία πολιτικών ρυθμίσεων της οικονομικής δραστηριότητας.

Η σχέση ελευθερίας και ισότητας ιστορικώς απετέλεσε το βασικό κριτήριο διάκρισης, εφόσον μάλιστα προαπαιτείται για τη διατύπωση και την αντιμετώπιση του προβλήματος περί το πώς είναι δυνατό – εάν πράγματι είναι (σε επίπεδο του θεωρητικού προβληματισμού δεν πρέπει να φοβόμαστε την αναμέτρηση με τέτοια προβλήματα) – να εξασφαλίσουμε την αναγκαία, για τις μεταρρυθμιστικές και στρατηγικού χαρακτήρα χειραφεσιακές σκοπεύσεις, συμβατότητα δικαιοσύνης και ελευθερίας. Είναι δηλαδή αναπόφευκτος ο περιορισμός της ελευθερίας, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική δικαιοσύνη; Θα πρέπει αναποδράστως να μειώσουμε το εύρος της δικαιοσύνης και του πολιτικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων, προκειμένου να μην υποστεί περιορισμούς η αρχή της ελευθερίας;

Ο σοσιαλισμός και ο πολιτικός φιλελευθερισμός είναι επίγονοι της παράδοσης του Διαφωτισμού. Μπορεί αυτό να μην αρκεί για την κατάδειξη της υποστηριζόμενης συνάφειάς τους, είναι όμως αφετηρία για την αναζήτησή της, καθώς και για την αναζήτηση μιας κανονιστικής θεωρίας για τη δημοκρατία, εφόσον μάλιστα αυτή είναι αναγκαία όχι μόνο για τον επείγοντα προσδιορισμό του όρου «δημοκρατικός», ως προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, αλλά και για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούν την ποιότητα αλλά και τη λειτουργία της δημοκρατίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελευταίο συνδέεται αρραγώς με την στρατηγική επιδίωξη της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, καθώς και με τη, συνταγματικού κύρους, θεσμική αποκρυστάλλωση αυτής της ενοποίησης, όπως επίσης και με την εναργή αποτύπωση αυτού του στρατηγικού στόχου στον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο της ανανεωτικής Αριστεράς. Η αποτύπωση είναι διακριτή, αλλά το προς διερεύνηση ζήτημα είναι η δικαιολογητική της στήριξη, βάσει μιας επεξεργασμένης προβληματικής για τη δημοκρατία, άρα για τη σχέση δημοκρατίας και δικαιωμάτων, δηλαδή φιλελευθερισμού και δημοκρατίας.

Τώρα μπορούμε να αποσαφηνίσουμε τη σημασία του πολιτικού φιλελευθερισμού, μέσα από τη σχέση του με τη δημοκρατία. Για να είναι απρόσκοπτη η εννοιολογική αποσαφήνιση, είναι καλό να ξεκινήσουμε από το βασικό πρόβλημα, διατυπωμένο σε απορητική μορφή: Γνωρίζουμε – και μάλιστα είναι και ιστορικώς εγνωσμένοι – οι λόγοι για τους οποίους η δημοκρατία, με το εξισωτικό της περιεχόμενο και τη διαρκή στόχευση του στόχου της δικαιοσύνης, χρειάζεται τον φιλελευθερισμό. Έχουμε δει τις ιστορικές εκφράσεις του αντιθέτου. Γνωρίζουμε πού και πώς κατέληξε – και, μάλιστα, η διατύπωση αυτού του προβλήματος αποτελεί απάντηση και στο ερώτημα περί το γιατί κατέληξε με αυτόν τον τρόπο –το εγχείρημα για δικαιοσύνη και ισότητα. Η άλλη όψη του προβλήματος, όμως, περιγράφεται με το ακόλουθο ερώτημα: Χρειάζεται και ο φιλελευθερισμός τη δημοκρατία;

Οι ρεπουμπλικανικές αρχές και η σχέση θεωρίας των δικαιωμάτων και θεωρίας της δημοκρατίας: γιατί να επιμένουμε στον δημοκρατικό σοσιαλισμό;

Η συνηγορία υπέρ της συνάφειας ανάμεσα στην Αριστερά και τον πολιτικό φιλελευθερισμό είναι σημαντική και σε σχέση με την ενεστώσα κρίση της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά και με την αμφισβήτησή της καθεαυτήν, εφόσον, δογματικώς, αλλά και συχνά δολίως, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εκλαμβάνεται ως θύλακος στον οποίον εκκολάπτεται η διαφθορά του πολιτικού συστήματος και των λειτουργών του, πολλώ δε μάλλον των υπαλλήλων του, ή, ακόμη χειρότερα, αναγνωρίζεται αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την κρίση της ίδια της κοινωνίας και του πολιτικού της συστήματος.

Η Αριστερά –και εννοείται ότι αναφερόμαστε στην ανανεωτική Αριστερά– πρέπει να στρατευθεί στην υπεράσπιση των αξιακών αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η παράδοση του ΕΑΜ και της ΕΔΑ είναι παράδοση για τη θεμελίωση, στην πρώτη περίπτωση, ρεπουμπλικανικών αρχών, που αναδεικνύουν την αρετή της γενικευμένης πολιτικής συμμετοχής μέσα από την καθίδρυση θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (σχέδιο «Ποσειδών» και εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων), και υπεράσπισης της δημοκρατικής νομιμότητας, η οποία απετέλεσε εμβληματικό γνώρισμα για την ασκούμενη πολιτική αλλά και για το αλκίμαχο πολιτικό φρόνημα της ΕΔΑ, έτσι όπως την εξέφρασαν ο Ηλίας Ηλιού αλλά και ο πρόεδρός της, Γιάννης Πασαλίδης, καθώς και ο Σταύρος Ηλιόπουλος, δηλαδή η σοσιαλιστική της πτέρυγα, τουλάχιστον ως προς τους δύο τελευταίους. Το πολιτικό διάβημα του ανανεωτικού, αριστερού κινήματος εγγράφεται, άλλωστε, ιστορικώς, σε αυτήν την παράδοση.

Η σχέση αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και υπερασπιστέας δημοκρατικής νομιμότητας είναι έκγονη της μεγάλης ιστορικής παράδοσης η οποία χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, τη μετεξέλιξή τους σε πολιτικά δικαιώματα και τη διεκδίκηση της εμβάθυνσής τους σε κοινωνικά δικαιώματα. Εδώ ακριβώς είναι εντοπίσιμη η συζυγία πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, μέσα από την ισόρροπη σχέση ελευθερίας και ισότητας. Η συμφυής σχέση Διαφωτισμού και δημοκρατίας αναδεικνύει τα αξιακά γνωρίσματα της τελευταίας και επιτρέπει να κατανοήσουμε τη μετάβαση από την ατομική στη συλλογική αυτονομία και το δικαιοπολιτικό της περιεχόμενο, μέσα από την κατεξοχήν κανονιστική έννοια του πολιτικού δικαιώματος. Αυτή η μετάβαση είναι το ουσιώδες προαπαιτούμενο, για να κατανοήσουμε και την εξέλιξη από την έννοια του ατομικού δικαιώματος σε αυτήν του κοινωνικού. Ωστόσο, ο όρος «κοινωνικό δικαίωμα» δεν πρέπει να εκληφθεί ως ριζικά διαφορετικός από τις δύο βασικές κατηγορίες δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν κοινωνικά δικαιώματα που να μην είναι και ατομικά και πολιτικά. Η αναφορά σε αυτά υπαγορεύεται συχνά από τη διαρκώς εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα και αδικία. Η σχέση όμως Αριστεράς και θεωρίας των δικαιωμάτων, ως μέρος της συζυγίας δημοκρατίας και δικαιωμάτων, η οποία συνέχει τη σχέση πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, αναδεικνύει την έννοια του πολιτικού δικαιώματος στη θέση δεσπόζουσας κανονιστικής αρχής. Το πολιτικό δικαίωμα δεν είναι απλώς περιέχον χωρίς περιεχόμενο, δηλαδή κενό νομικό κέλυφος. Είναι η κατεξοχήν συμμετοχή στην πολιτική δράση που υπερβαίνει τον αναγκαίο, αλλά στοιχειώδη ατομικό καθορισμό. Δηλαδή, τον αυτοκαθορισμό τού να είμαστε ό,τι θέλουμε και πιστεύουμε, σε κοσμοθεωρητικό και ατομικό επίπεδο. Το πολιτικό δικαίωμα είναι το αναγκαίο κατηγόρημα που αποδίδεται στο υποκείμενο «πολίτης», ιδίως εάν πρόκειται για τον αριστερό πολίτη, και συνδέεται με το μείζον ερώτημα ως προς το γιατί και σε τι χρειάζεται ο φιλελευθερισμός τη δημοκρατία. Άλλωστε μπορεί κανείς να είναι φιλελεύθερος, με τη σημασία του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή νεοφιλελεύθερος, χωρίς να δεσμεύεται από τη δημοκρατία (π.χ. η Σχολή του Σικάγου — ο νεοφιλελευθερισμός του Φρίντμαν και η σχέση του με το καθεστώς πλήρους οικονομικής ελευθερίας, αλλά όχι και δημοκρατικών δικαιωμάτων, του Πινοσέτ). Αντιθέτως, σηματωρός για την πορεία προς την αναγκαία σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας είναι η αρχή της πολιτικής αυτονομίας ως προσωπικής αυτονομίας και το ηθικοπολιτικό έρεισμα που προσδίδει αυτή η αρχή για την έδραση των χειραφεσιακών μας διαβημάτων.

Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται, πέρα από τα προφανή κοινά γνωρίσματα, η διάκριση φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού (ο τελευταίος επ’ ουδενί συνδέεται με την αμερικανική ρεπουμπλικανική Δεξιά του Μπους κ.λ.π.) και η σημασία της για τη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας και, συνεπώς, για τη ζητούμενη και προς δικαιολόγηση σχέση πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού. Στον φιλελευθερισμό, ο νόμος είναι περίπου αναγκαίο κακό και, ως εκ τούτου, πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο, ώστε να διασφαλίζει απλώς τη συμβατή σχέση των πεδίων της αρνητικής ελευθερίας (να είμαστε ελεύθεροι από προσκόμματα που εμποδίζουν τις ατομικές μας επιλογές εντός ενός νομικοπολιτικού πλαισίου). Ο ρεπουμπλικανισμός (από την respublica- Πολιτεία, δηλαδή την αριστοτελικών και νεορωμαϊκών καταβολών παράδοση, που κορυφώνεται στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς όμως να ανάγεται εκεί άνευ ετέρου) εκλαμβάνει τον νόμο ως συστατικό γνώρισμα της ελευθερίας και, μάλιστα της πολιτικής ελευθερίας. Δηλαδή, η πολιτική ελευθερία αναδεικνύεται στο κατεξοχήν υπόδειγμα ελευθερίας, ώστε να εκλαμβάνεται, εκ της εννοίας της, ως συμμετοχή στη δημόσια συνεργατική πρακτική, σε συνθήκες ακριβοδίκαιης δικαιοσύνης (status activus) και όχι ως ατομικό αρνητικό δικαίωμα με πρότυπο την αδρανή ιδιοκτησία (status negativus), όπως συμβαίνει στην περίπτωση του φιλελευθερισμού. Η ιδιοκτησία, όπως πολύ περισσότερο, τα δικαιώματα του habeas corpus, της έκφρασης, της συλλογικής δράσης (συνέρχεσθαι/συνεταιρίζεσθαι), αλλά και η ίδια η έννοια και αρχή της ιδιωτικότητας είναι εννοιολογικώς αναγκαία στοιχεία, με ισχύ προαπαιτουμένων, για τη συγκρότηση του προσώπου ως πολίτη πρωτίστως και κατ’ ανάγκην. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι η παράδοση του δυτικού, κριτικού μαρξισμού θα πρέπει να είναι σε διάλογο με την καντιανή και την αριστοτελική παράδοση. Η σύνθεση των δύο τελευταίων αναδεικνύει τη βαθιά σχέση δημοκρατίας και θεωρίας των δικαιωμάτων.

Η απαξίωση της δημοκρατίας από την πολιτική ηθικολογία του δεσπόζοντος νεόκοπου λαϊκισμού: Να γίνουμε ξανά αντιφρονούντες;

Τα παραπάνω αποσκοπούν στη θέση ότι ο φιλελευθερισμός μάς ενδιαφέρει μόνο ως ρεπουμπλικανισμός και ό,τι, στον φιλελευθερισμό, δεν είναι ρεπουμπλικανικό θα πρέπει να διαγραφεί από τις ηθικοπολιτικές μας επιλογές ως αντιδημοκρατικό ∙ ελευθεριακό μεν ή ελευθεριστικό, δηλαδή νεοφιλελεύθερο, αλλά και αντιδημοκρατικό, δηλαδή μακράν του πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος, χωρίς τις ρεπουμπλικανικές αρχές και αξίες, χωρίζεται από τη δημοκρατία.

Γιώργος Βακαλό, "Ταυρομάχος"

Συνεπώς, ο αυτοκαθορισμός, ως βασική υπερασπιστέα αξία και αρχή για την Αριστερά των δικαιωμάτων, είναι άξιος του ονόματός του, μόνον όταν είναι πολιτικός. Δηλαδή, μόνο όταν γνωρίζουμε ότι την εγγύηση της ελευθερίας μας δεν την οφείλουμε σε κάποιον αγαθοεργό «πατερούλη» αλλά μόνο στον νόμο που συγκαθορίζουμε επί ίσοις όροις με κάθε άλλον, σε συνθήκες ίσης ελευθερίας και αυτονομίας. Αυτές οι συνθήκες συνιστούν και τον στρατηγικό, μεταρρυθμιστικό στόχο που στοχεύουν τα πολιτικά μέσα του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Για να γίνει αυτό, η Πολιτεία θα πρέπει να είναι δημοκρατική, οπότε αναποδράστως, αλλά και συμφώνως προς τις αξιακές αρχές μας, υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατική νομιμότητα και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αναγνωρίζοντας τους επαπειλούμενους κινδύνους που περιορίζουν τις δημοκρατικές αξίες στο ευρωπαϊκό αλλά και στο εγχώριο, εθνικό πλαίσιο (η ίδια η δημοκρατική νομιμότητα, ιδίως ως προς τη λήψη αποφάσεων που θα σφραγίσουν το μέλλον της χώρας και του λαού μας, τελεί εν κινδύνω, πλέον). Σε αυτό το πλαίσιο, αφορμώμενοι από τη βάση που δομεί η σχέση ρεπουμπλικανικού, πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, μπορούμε να σκεφθούμε, και έτσι να ενισχύσουμε και τις συναφείς πολιτικές διεκδικήσεις, ότι τα δικαιώματα είναι κατά βάση, ως προς την ουσία τους δηλαδή, πολιτικά. Το πολιτικό δικαίωμα θα αρκούσε, ώστε να περιλάβει και την έννοια του κοινωνικού δικαιώματος, αν και οι ανάγκες της πολιτικής επικοινωνίας επιβάλλουν την αναφορά στο τελευταίο, αλλά όχι αυτοτελώς. Η πολιτική χρήση, άλλωστε, του όρου «κοινωνικά δικαιώματα» γίνεται σε συνάρτηση με την έννοια και την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για την ακρίβεια, γίνεται σε αναφορά προς την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και το κενό που αφήνει αυτή.

Η ρεπουμπλικανική σύζευξη δικαιωμάτων και δημοκρατίας είναι καθοριστική για κάθε πρόταγμα και πρόγραμμα χειραφέτησης και αυτονομίας, καθώς και για τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές του αποτυπώσεις στην πραγματική, πολιτική, αυτόβουλη δράση. Η ανανεωτική Αριστερά, ως αριστερά του δημοκρατικού σοσιαλισμού, οφείλει να είναι Αριστερά της πολιτικής συμμετοχής, με τη ρεπουμπλικανική σημασία της, καθώς και της πολιτικής αυτονομίας, αλλά κυρίως των δικαιωμάτων: όλων των δικαιωμάτων και όχι μόνο των ατομικών ή των κοινωνικών ή των προλεταριακών κ.λ.π.

Έτσι μπορούμε να στηρίξουμε τη θέση, τη ρεπουμπλικανική θέση, ότι καθήκον της πολιτικής είναι η αντιμετώπιση και η διαρκώς επιδιωκόμενη άρση των ανισοτήτων και των αδικιών, οι οποίες αναφύονται μέσα από τις συνθήκες εξάρτησης, ιδίως μέσα από την αναμφίλεκτη εξάρτηση του ελληνικού κράτους και μεγάλου μέρους των πολιτών του από ομάδες συμφερόντων, εργοδοτικών και άλλων, που αναπαράγουν μορφές ανισότητας μέσα από ισχυρά δίκτυα πελατειακών σχέσεων, τα οποία αντιμάχονται την προοπτική για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος και ένα αυτοκρατές, ως προς την ανεξαρτησία του από συμφέροντα, κράτος δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, δικαιολογείται, υπό αριστερό πρίσμα, η δημοκρατική ανασυγκρότηση και μεταρρύθμιση του υφιστάμενου κράτους, το οποίο, στη σημερινή μορφή του, αίρει τη συζυγία και ακυρώνει τις πολιτικές εκφράσεις δημοκρατίας και δικαιωμάτων, δηλαδή τη ρεπουμπλικανική αρχή του δημοσίου συμφέροντος κα της πολιτικής συμμετοχής που αποβλέπει στη στήριξή του, οπότε ακυρώνει και την ίδια την πολιτική ελευθερία. Η τελευταία πρέπει να είναι η απάντηση στο ερώτημα: σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, αλλά με ποια σημασία της δημοκρατίας και με ποια έννοια της ελευθερίας; Ο ρεπουμπλικανικός, πολιτικός φιλελευθερισμός αποσαφηνίζει, όπως είδαμε, τη σημασία της δημοκρατίας και της σύμφυσής της με την ελευθερία, την ισότητα, την αυτονομία και τα δικαιώματα. Παραλλήλως, εξαίρει την ελευθερία, με τη ρεπουμπλικανική σημασία της, ως κανονιστικό γνώμονα για τη χάραξη και τη μέτρηση της πολιτικής που αναγνωρίζει ως καθήκον της την απαλοιφή της αδικίας και της ανισότητας, οι οποίες περιορίζουν ή και περιστέλλουν την ελευθερία, μέσα σε συνθήκες εξάρτησης, πολιτικής, κοινωνικής και ατομικής. Αυτός άλλωστε είναι ο γνώμονας για την αξιολογική αποτίμηση της αριστερής πολιτικής, ιδίως όταν αυτή εγγράφεται στην προοπτική του αναπροσδιορισμού, της επανοικείωσης, αλλά και της ριζοσπαστικής ανακατεύθυνσης των κλασικών αρχών της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο της ανανεωτικής Αριστεράς. Πρόκειται για τις αρχές της κοινωνικής προστασίας, της απρόσκοπτης λειτουργίας του κράτους δικαίου, αλλά και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, μέσω ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Όλα αυτά μπορούν να χωρέσουν στο πολιτικό μας φρόνημα. Δεν χωρούν όμως στο δεσπόζον, μεταπολιτικό φρόνημα της αρτιγέννητης πολιτικής τάξης, που συνθλίβει την κοινωνία και με τη λαϊκιστική –πέραν του συγκροτημένου πολιτικού λόγου– ηθικολογία της, καταδολιεύει και διασύρει ως αυθαιρέτως κεκτημένα όλα όσα κατακτήθηκαν στην πορεία της πραγμάτωσης των αιτημάτων του μεταρρυθμιστικού σοσιαλιστικού κινήματος, στη μεταπολεμική Ευρώπη. Δηλαδή, όλα όσα συνδέουν τα δικαιώματα –ατομικά και πολιτικά– με τις υλικές προϋποθέσεις οι οποίες επιτρέπουν την ενάσκηση αυτών των δικαιωμάτων∙ πραγματικές προϋποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα πραγματικών ανθρώπων. Είναι ο νεόκοπος λαϊκισμός και η αντιφιλελεύθερη (με τη σημασία του πολιτικού φιλελευθερισμού) και αντιδημοκρατική, πολιτική ορθοφροσύνη που αναμέλπει δοξαστικούς ύμνους σε κάποια αόριστη πολιτική αριστεία, η οποία θα διαχειρίζεται εν λευκώ τον αργό θάνατο μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αυτό είναι το αρτισύστατο, αντιδημοκρατικό φρόνημα των ημερών. Με αυτή την έννοια, είναι πράγματι σημαντικό και, κυρίως, έχει αξία να κάνουμε αυτό που επιτάσσει το δικό μας φρόνημα –το δημοκρατικό, πατριωτικό μας φρόνημα– δηλαδή να σκεφτούμε και να πράξουμε ως αντιφρονούντες.

------

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει πολιτική και ηθική φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6590