Η ελληνική παραμόρφωση

Π.Κ., Ιωακειμίδης

Τα Νέα, 2013-02-15


Τελικά η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης υπήρξε τόσο καθημαγμένη χώρα από πλευράς συγκρότησης, ανάπτυξης, ευκαιριών και δυνατοτήτων ώστε να οδηγεί, συλλογικά και ατομικά, σε απελπισία ή, ορισμένους, στον νεοναζισμό και μερικούς άλλους στην τρομοκρατία; Βεβαίως, η αποσαθρωμένη σήμερα χώρα στη δίνη της κρίσης δικαιολογημένα οδηγεί στην απελπισία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Μήπως όμως έφτασε στην κρίση γιατί, μεταξύ άλλων, δεν είχαμε εννοιολογήσει σωστά την Ελλάδα, ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες; Μήπως δηλαδή άλλο ήμασταν ως χώρα και άλλο νομίζαμε ότι ήμασταν;

Κατʼ αρχήν, πάντως, ήμασταν μια υπεραναπτυγμένη χώρα του παγκόσμιου συστήματος, είτε αυτό αρέσει σε ορισμένους είτε όχι - στην 24η θέση του παγκόσμιου δείκτη ανάπτυξης, ανάμεσα δηλαδή στις 25 περισσότερο αναπτυγμένες χώρες από τις περίπου 200 χώρες της υφηλίου (Human Development Report του ΟΗΕ). Η Ελλάδα την περίοδο εκείνη είχε ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 4%, με άλλους κοινωνικούς δείκτες. Είχαμε βεβαίως προβλήματα και παθογένειες, ανισοκατανομή εισοδήματος και θύλακες φτώχειας. Ενδεχομένως, η ανάπτυξη αυτή ήταν πλαστή καθώς στηρίχτηκε στα δανεικά και στο υψηλό χρέος. Αλλά πάντως ήταν ανάπτυξη. Παρά ταύτα κυριαρχούσε το «σύνδρομο της ψωροκώσταινας». Πιστεύαμε, όπως αποδεικνύεται από έρευνες της εποχής, ότι ήμασταν ανάμεσα στους φτωχότερους της υφηλίου! Είναι γνωστές οι θρηνολογίες για τη «χαμένη γενιά των 700 ευρώ», σαν να ήταν κόλαση να αρχίσει ένας απόφοιτος πανεπιστημίου εργασία με 700 ευρώ (σήμερα ακούγεται ως κρύο αστείο). Η Ελλάδα δεν ήταν τότε ικανοποιημένη με την ευημερία που απολάμβανε. Τη θεωρούσε φτώχεια, ήθελε περισσότερα, ο καθένας ήθελε να γίνει πλούσιος σε χρόνο-ρεκόρ. Και πίεζε γιʼ αυτό. Και η πολιτική τάξη των πελατειακών σχέσεων, ανήμπορη να αντισταθεί, δανειζόταν για να ανταποκριθεί. Και αντί να γίνουμε πλουσιότεροι, γίναμε πάνω απʼ όλα διεφθαρμένοι και τελικά φτωχότεροι.

Αλλά η Ελλάδα δεν ήταν μόνο ανάμεσα στις 25 πλουσιότερες χώρες. Ηταν «στη ζώνη σταθερότητας και δημοκρατίας». Με ένα λειτουργικό δημοκρατικό σύστημα που, παρά τις ατέλειές του, ήταν συγκρίσιμο με το ευρωπαϊκό πρότυπο και το συγκριτικά καλύτερο στην περιοχή. Συμμετείχε, επίσης, στους ισχυρότερους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΟΣΑ). Ηταν δηλαδή «παρέα» με τις πλέον αναπτυγμένες, ισχυρές δημοκρατίες της υφηλίου. Κι όμως σε όλες τις συγκρούσεις που οι δημοκρατίες αυτές βρέθηκαν να αντιπαρατίθενται (Βαλκάνια, Κόσοβο, Ιράκ, κ.λπ.), η ελληνική κοινωνία βρέθηκε απέναντί τους υποστηρίζοντας αιμοσταγείς δικτάτορες (π.χ. Μιλόσεβιτς). Σταθερά πίστευε ότι οι δημοκρατίες αυτές παρανομούσαν πλήρως, ενώ οι δικτάτορες ήσαν αθώες περιστερές. Αυτή η αντίληψη (της «κουλτούρας των αποκάτω» ή «underdog culture», όπως την ονόμασε ο Ν. Διαμαντούρος) αμφισβητούσε σταθερά και τη νομιμοποίηση της ελληνικής δημοκρατίας. Αλλωστε σταθερά διδασκόταν στα ελληνικά δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια ότι «κάθε γενιά οφείλει να κάνει το δικό της Πολυτεχνείο». Να κάνει δηλαδή μια εξέγερση ενάντια στο πολιτικό καθεστώς. Με τη μόνη διαφορά ότι το «Πολυτεχνείο» ήταν μια εξέγερση ενάντια σʼ ένα κτηνώδες δικτατορικό καθεστώς, ενώ ένα «νέο Πολυτεχνείο» θα ήταν εξέγερση σʼ ένα δημοκρατικό καθεστώς. Και έτσι φθάσαμε στο χυδαίο σύνθημα των ημερών, ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ʼ73»! Φθάσαμε δηλαδή στην κορύφωση της προσπάθειας απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Και όταν φθάσεις στην απονομιμοποίηση, τα πάντα «επιτρέπονται», από τη Χρυσή Αυγή έως την τρομοκρατία.


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=6956&export=html