Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

OI ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

2013-12-21


1. Η  κρίση στην Ελλάδα και ο κίνδυνος  χρεοκοπίας.

Η χώρα οδηγήθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας κρίσης. Η κρίση αυτή οφείλεται στην αποδέσμευση των χρηματαγορών από κάθε  πλαίσιο  πολιτικής ρύθμισης, δημοκρατικού ελέγχου και εποπτείας. Οφείλεται επίσης στην προώθηση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας χωρίς πολιτική διεύθυνση, στη βάση μιας μορφής ανταγωνισμού που στηρίζεται στη μείωση του κόστους εργασίας και στην αφαίρεση  κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η οξύτατη όμως ελληνική κρίση που έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας έχει σημαντικές εγχώριες δομικές αιτίες, που βεβαίως επιδεινώθηκαν από την παγκόσμια κρίση. Συνδέεται με τις τεράστιες παθογένειες του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου και του συστήματος πολιτικής διακυβέρνησης. Στον πυρήνα της βρίσκεται το ίδιο το πολιτικό σύστημα, που, με κύρια ευθύνη του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. οικειοποιήθηκε τη δημόσια διοίκηση, διαμόρφωσε μηχανισμούς πελατειακής εκπροσώπησης των συμφερόντων  επιμέρους ομάδων στο κράτος, κατακερμάτισε τους θεσμούς, οδήγησε τη χώρα στο τέλμα της διαφθοράς και διαμόρφωσε μια κρατικοδίαιτη, χωρίς ισχυρά θεμέλια ανάπτυξη.

Οι παθογένειες συγκαλύπτονταν όσο η χώρα είχε τη δυνατότητα να δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια, δημιουργώντας μεγέθυνση του ΑΕΠ μέσω της αύξησης της κατανάλωσης. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης δημιούργησε έξαρση του ατομικισμού και απαξίωσε έννοιες όπως το δημόσιο συμφέρον, τα κοινωνικά δικαιώματα και οι διεκδικήσεις. Καλλιέργησε ένα κλίμα ανοχής ή/ και επιβράβευσης του άνομου πλούτου. Δημιούργησε μεγάλες ανισότητες μεταξύ ομάδων εργαζομένων και ηλικιακών ομάδων. Διαμόρφωσε ένα κατακερματισμένο και συντεχνιακό μοντέλο κοινωνικής προστασίας.

Αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά οδήγησαν το 2009 στον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος, του δημόσιου  χρέους και του εμπορικού ελλείμματος. Η προσφυγή στη χρηματοδοτική  υποστήριξη των εταίρων ήταν απαραίτητη, καθώς η ανεύρεση χρηματοδοτικών πόρων εκτός αγορών κατέστη υποχρεωτική. Η δομική αδυναμία της Ε.Ε ελλείψει μηχανισμών να διαχειριστεί την κρίση και η πολιτικά συντηρητική αντιμετώπισή της οδήγησαν σε επιλογές που δεν αντιστοιχούσαν σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης μεταξύ εταίρων.

2. Η πολιτική των μνημονίων: Οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη.

Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προωθήθηκε μέσω των μνημονίων απέβλεπε σχεδόν αποκλειστικά στη διασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων και όχι στη δημοσιονομική εξυγίανση, με την οικονομία ζωντανή και την κοινωνία όρθια. Συγκεκριμένα:

Παρά το γεγονός ότι περιελάμβανε και μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό των δημόσιων λειτουργιών, αυτές επισκιάστηκαν από το συνολικό του χαρακτήρα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις υπονομεύτηκαν από πελατειακές και κατεστημένες  σχέσεις.

Έτσι, το πρόγραμμα οδήγησε στην τεράστια ύφεση, στην παραγωγική και κοινωνική καθίζηση (πτώση του ΑΕΠ κατά 23%, μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, παραγωγικό κενό 15%, αύξηση της ανεργίας στο 27%, πτώση του εισοδήματος που κυμαίνεται από 35 – 50 %, μείωση των επενδύσεων κατά 40% και φτωχοποίηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού). Επιπλέον, οδήγησε στην τεχνολογική υστέρηση και στην υποβάθμιση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας. Η πολιτική των μνημονίων δεν δημιούργησε την κρίση. Απέτυχε όμως να συγκροτήσει μια πολιτική εξόδου, αποδιαρθρώνοντας  την οικονομία και την κοινωνία.

 

3. Τα κόμματα  και οι πολιτικές τους για την αντιμετώπιση της κρίσης.

α) Οι δυνάμεις που αποτελούν τον πυρήνα των κυβερνήσεων.

Η αδυναμία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα εθνικό σχέδιο προσαρμογής οδήγησε στην υιοθέτηση του  πλαισίου που όριζαν κάθε φορά οι δανειστές. Κατά συνέπεια, δεν προώθησαν ένα αποτελεσματικό και ισορροπημένο  πρόγραμμα με δίκαιο επιμερισμό των βαρών και χωρίς οριζόντιες περικοπές.

Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση,  ακόμη και ως βασικός κυβερνητικός πόλος, ταυτίστηκε με το σύνολο των πολιτικών που απέρρεαν από το  μνημόνιο, παρουσιάζοντας  την επιλογή αυτή σαν μονόδρομο. Το δεύτερο μνημόνιο ενίσχυσε την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και συμπεριέλαβε ρυθμίσεις υποβάθμισης της εργασίας και στον ιδιωτικό τομέα. Κατά την περίοδο της τρικομματικής διακυβέρνησης δεν υποστήριξε με συνέπεια την εναλλακτική πολιτική που προτείναμε σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι τα εργασιακά, η αντικατάσταση του ΕΕΤΗΔΕ, οι χωρίς αξιολόγηση απολύσεις στο δημόσιο και οι αποκρατικοποιήσεις εθνικών δικτύων. Με τις συνεχείς υπαναχωρήσεις αποδυνάμωσε  την προσπάθεια να στραφεί η κυβέρνηση σε προοδευτικές λύσεις και σε μια σθεναρή διαπραγμάτευση με τους εταίρους στα θέματα που αυτό ήταν απαραίτητο. Με τη μονόπλευρη αντίληψη για την πολιτική σταθερότητα και τη ροπή  στη διατήρηση με κάθε κόστος κυβερνητικών θέσεων, οδηγείται στην άνευ όρων  αποδοχή συντηρητικών πολιτικών.

Η Νέα Δημοκρατία επιχείρησε να αποκρύψει τις βαρύτατες ευθύνες που έχει για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, με την πολιτική που ακολούθησε την περίοδο 2004-2009. Προεκλογικά εξήγγειλε  ένα εναλλακτικό, πιο ισορροπημένο ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη δημοσιονομική προσαρμογή  μίγμα πολιτικής, το οποίο στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι είχε αποκλειστικά επικοινωνιακή υπόσταση.

Ενώ στην πρώτη φάση της τρικομματικής κυβέρνησης, έως τη συμφωνία του Eurogroup το Δεκέμβρη του 2012, λειτούργησε με γνώμονα την κοινή προσπάθεια των κυβερνητικών εταίρων για την  παραμονή της χώρας στο ευρώ,  στη συνέχεια και σταδιακά προώθησε μια δεξιά ατζέντα με εμφανή στόχο την αύξηση της κομματικής επιρροής. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η αντιαριστερή ρητορεία, ο διχαστικός λόγος και ο βαθύς ιδεολογικός συντηρητισμός. Τελικά, ενώ ως πρώτο κόμμα όφειλε να διαφυλάξει τους όρους συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων που στήριζαν την κυβέρνηση, προώθησε τον επικαθορισμό της κυβερνητικής πολιτικής με την ιδεολογικοπολιτική σφραγίδα της.

β)  Η  Δημοκρατική Αριστερά.

β1) Η προεκλογική μας στάση και πρόταση.

Η Δημοκρατική Αριστερά πρότεινε ένα νέο πολιτικό σχέδιο για τη χώρα που έθετε ως κύριο στόχο την παραμονή στο ευρώ,  με σταδιακή απαγκίστρωση από τους επαχθείς όρους του μνημονίου και παράλληλη προώθηση εξυγιαντικών και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.

Μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012 και την αποτυχία να συγκροτηθεί κυβέρνηση – όχι με δική μας ευθύνη – προβάλαμε, ενόψει των εκλογών του Ιουνίου, τη βασική θέση ότι η ψήφος στη Δημοκρατική Αριστερά συνιστά «εντολή για λύση». Η κατάσταση στη χώρα τον Ιούνιο του 2012 εμπεριείχε πολλούς κινδύνους. Η αποχώρηση από το ευρώ, όπως αποδείχθηκε και μετέπειτα, ήταν πολύ πιθανή εκδοχή. Έπρεπε να γίνει μια μεγάλη εθνική προσπάθεια για να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη. Γιαυτό μετά το αποτέλεσμα των εκλογών   που ανέδειξαν ως πρώτο κόμμα τη Ν.Δ , αποφασίσαμε τη συμμετοχή μας στην τρικομματική κυβέρνηση, παρά τις μεγάλες πολιτικές διαφορές που είχαμε με τους άλλους δύο εταίρους. Στόχος μας ήταν η αποτροπή των αρνητικών εξελίξεων, η επαναδιαπραγμάτευση των επαχθών όρων του μνημονίου και η προώθηση ορισμένων βασικών και αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

β2) Η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση.

Με τη συμμετοχή μας συμβάλαμε ώστε να εξασφαλιστούν η συνέχιση της χρηματοδότησης, η μείωση του χρέους και η πολιτική δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων για παραμονή της χώρας στο ευρώ. Ταυτόχρονα δώσαμε τη μάχη για να υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στο πρόγραμμα προσαρμογής ώστε να συνδεθεί με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς τη  συνεπή στήριξη της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Συγκεκριμένα με τη συμμετοχή μας:

Η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση δεν ήταν χωρίς αδυναμίες, αφού δεν καταφέραμε:

Ο τρόπος συμμετοχής μας στη στελέχωση του κράτους (που  αφορούσε 100 απλά μέλη Δ.Σ και 31 έμμισθες θέσεις διοίκησης) δημιούργησε εσφαλμένη εικόνα σε σχέση με την πρόθεσή μας που ήταν να αποκτήσουμε γνώση της κατάστασης και να συμβάλουμε στην ανασυγκρότηση φορέων και υπηρεσιών.

β3) Η αποχώρησή μας από την κυβέρνηση.

Οι λόγοι της αποχώρησης μας από την κυβέρνηση ήταν:

Όλα τα παραπάνω μετέτρεπαν τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση σε απλή στήριξη χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Βεβαίως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν και το ΠΑΣΟΚ επέμενε στις ίδιες ή παρόμοιες με εμάς κατευθύνσεις. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη. Με αυτά τα δεδομένα δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δεν μπορούσαμε να συναινέσουμε στη συντηρητική στροφή της κυβέρνησης, ούτε να επιτρέψουμε να θεωρηθεί  η προσήλωσή μας στην πολιτική σταθερότητα μορφή συναίνεσης σε αυτή τη στροφή. Όσο σωστή ήταν η επιλογή συμμετοχής στην κυβέρνηση άλλο τόσο σωστή ήταν η επιλογή της αποχώρησης.

Η αποχώρησή μας από την κυβέρνηση δεν μεταβάλλει τη στάση ευθύνης που έχουμε απέναντι στα προβλήματα της χώρας, ούτε ισοδυναμεί με αποχώρηση από την προσπάθεια υπέρβασης τη κρίσης. Αυτό αποδεικνύεται  εμπράκτως με τη θετική ψήφο μας σε σειρά νομοσχεδίων που εκτιμήσαμε ότι ήταν σε σωστή κατεύθυνση.  Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι καταθέτουμε δικές μας εναλλακτικές προτάσεις. Στόχος μας είναι η διέξοδος από  την κρίση με τη μετακίνηση του άξονα των λύσεων σε προοδευτική κατεύθυνση.

β4) Βασικά συμπεράσματα από τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση.

Η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση ανέδειξε κρίσιμες για το μέλλον παραμέτρους, για τις κυβερνήσεις συνεργασίας αλλά και για την ίδια την «κυβερνώσα αριστερά», όπως:

γ) Η πολιτική της δικομματικής κυβέρνησης μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ.

Η νέα δικομματική πλέον κυβέρνηση (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ) ακολουθεί μια πολιτική απαρέγκλιτης υλοποίησης των προαπαιτούμενων για τη χρηματοδότηση δράσεων ακόμη και σε πεδία όπου η εφαρμογή τους αποδεικνύει καταφανώς την ανάγκη τροποποίησής τους. Οι προωθούμενες «μεταρρυθμίσεις» έχουν  στην πλειονότητά τους αρνητικό αντίκτυπο στην κοινωνία με αποτέλεσμα να ενισχύονται ο φόβος και η αντιμεταρρυθμιστική στάση.

Η κυβέρνηση καλλιέργησε μια τεχνητή αισιοδοξία για ταχύτατη ανάκαμψη. Αυτό  οδήγησε αφενός στην αυτοπαγίδευσή της και αφετέρου ενθάρρυνε τους εταίρους και την τρόικα  να επιμένουν στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής με τη συνεχή λήψη νέων μέτρων. Αυτή η ανελαστική στάση των δανειστών διαμορφώνει ένα πλαίσιο με υψηλό τον κίνδυνο της κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης.

Η προγραμματική συμφωνία «μακράς πνοής» της κυβέρνησης αποτυπώνει την επιλογή της στρατηγικής σύμπλευσης του ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ και της συνέχισης της ίδιας πολιτικής. Πρόκειται για κείμενο «καλών προθέσεων», που δεν μπορεί να αποτελέσει άξονα της διακυβέρνησης καθώς δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα που να τις συνοδεύουν.

δ) Ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής επένδυσε περισσότερο στην όξυνση της κρίσης παρά στην αντιμετώπισή της. Ανέπτυξε  ένα λόγο αριστερών στερεοτύπων, αρνούμενος να υποστηρίξει ακόμη και τις αναγκαίες αλλαγές για τον εξορθολογισμό της κατάστασης. Καλλιέργησε  αυταπάτες για τη δυνατότητα κατάργησης των συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας και απαλλαγής από το μνημόνιο μόνο με απόφαση της Ελληνικής Βουλής. Επέλεξε τον εύκολο λόγο της καταγγελίας και της υπόσχεσης  για ολική επαναφορά στην πρότερη κατάσταση.

Σήμερα ταλαντεύεται μεταξύ μονομερούς καταγγελίας του μνημονίου και επαναδιαπραγμάτευσής του, λαϊκιστικής δημαγωγίας και αναζήτησης δίαυλων ένταξης σε ένα πλαίσιο ρεαλιστικότερων πολιτικών. Λόγω όμως των εξαρτήσεων που δημιούργησε η προηγούμενη στάση του δεν μπορεί να απαλλαγεί από κρατικο-συντεχνιακά στερεότυπα και αιτήματα, από τη λογική των εύκολων λύσεων και από παρωχημένες κρατικίστικες ιδέες. Η πολιτική του πρόταση εμπεριέχει τον κίνδυνο της απομόνωσης της χώρας από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και συνακόλουθα  τον κίνδυνο περιδίνησης της χώρας.

Στο επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης συμμετέχει - από κοινού με τη Ν.Δ  - στην εμπέδωση ενός κλίματος τεχνητής πόλωσης και πολεμικής σύγκρουσης του τύπου «ή εμείς ή αυτοί», σε μια καρικατούρα δικομματισμού. Με αυτήν τη φυσιογνωμία και στάση δεν μπορεί να εκφράσει μια σύγχρονη, φερέγγυα και ρεαλιστική εναλλακτική πολιτική πρόταση.

6. Η πρόταση της ΔΗΜΑΡ για μια δημοκρατική διέξοδο από την κρίση.

Η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Σταθεροποιούνται μεν τα δημόσια οικονομικά, όμως αυτό γίνεται με τρόπο που αποτελεί απειλή όχι μόνο για το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, αλλά και  για την ίδια την επιβίωση ενός ευρέως φάσματος  κοινωνικών στρωμάτων. Ο τρόπος επίτευξης του αναμενόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος, με υπερβολική  μείωση των  απαραίτητων δημόσιων δαπανών και την υπερφορολόγηση,  δεν μπορεί να είναι βιώσιμος.

Στην ελληνική κοινωνία η απαισιοδοξία μονιμοποιείται. Η αδυναμία του κράτους σε κρίσιμους τομείς παγιώνει μια εικόνα κατακερματισμένης κοινωνίας. Η εμφανής αναποτελεσματικότητα προς την κατεύθυνση της  ανάταξης δημιουργεί μια ροπή σε λαϊκιστικές πολιτικές και ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό.  Η τεχνητή πόλωση και ο υπέρμετρα συγκρουσιακός λόγος επιτείνουν την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Η διείσδυση στον κοινωνικό ιστό της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» καθίσταται επικίνδυνη.

Η χώρα χρειάζεται μια ελπιδοφόρα προοπτική. Μια διαφορετική πολιτική εξόδου από την κρίση που θα διασφαλίζει την ευρωπαϊκή προοπτική, με όρους δημοκρατίας και κοινωνικής συνοχής και θα την ανασυγκροτεί σε προοδευτική κατεύθυνση.

Η πολιτική μας πρόταση ενσωματώνει τρεις διαστάσεις:

α) Προτεραιότητες εθνικής σημασίας και ευρύτατων συμπαρατάξεων.

α1) Συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Η συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συνιστά ιστορικό πολιτικό επίτευγμα και ταυτόχρονα διαρκή πρόκληση για την ενσωμάτωση ευρωπαϊκών κατακτήσεων και προτύπων. Την περίοδο που διανύουμε η συμμετοχή μας συνδέεται με τον αγώνα για αλλαγή των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης στη χώρα μας  και για μια νέα συμφωνία με τους εταίρους. Σε αυτή τη δύσκολη στόχευση η κοινή δράση ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας μας. Η Ελληνική Προεδρία, το πρώτο εξάμηνο του 2014, πρέπει να αξιοποιηθεί ώστε να αναδειχθεί η ανάγκη για μεγαλύτερες και ισχυρότερες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους.

α2) Αποτροπή της κοινωνικής αποσταθεροποίησης.

Αναγκαία προϋπόθεση για οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο είναι η αποτροπή της κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Στόχος απόλυτης προτεραιότητας είναι η διασφάλιση στοιχειωδών όρων διαβίωσης για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Αυτό προϋποθέτει εξασφάλιση πόρων και υλοποίηση άμεσων  και αποδοτικών δημόσιων πολιτικών.

α3) Εκσυγχρονισμοί  υπέρ του γενικού συμφέροντος.

Η χώρα έχει ανάγκη από λειτουργικούς και τεχνολογικούς εκσυγχρονισμούς, η προώθηση των οποίων πρέπει να τύχει ευρύτερης στήριξης. Τέτοιοι είναι:

α4) Αντιμετώπιση του ναζιστικού μορφώματος.

Η «Χρυσή Αυγή» λειτουργεί ως εγκληματική ναζιστική οργάνωση. Απέναντί της πρέπει να σταθεί η δημοκρατία με προσήλωση στη νομιμότητα και με συμπαράταξη όλων των πολιτικών δυνάμεων της. Η απάντηση πρέπει να δοθεί σε όλα τα επίπεδα: ποινική αντιμετώπιση, ενίσχυση της   θεσμικής θωράκισης, ενεργοποίηση όλων των θεσμών του κράτους και των οργανώσεων των πολιτών, πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο απέναντι σε εθνικιστικές, ρατσιστικές, αντικοινοβουλευτικές ιδέες.

Η αντιμετώπιση της Χ.Α θα γίνεται αποτελεσματικότερα όσο αναβαθμίζεται η ποιότητα της δημοκρατίας, εξυγιαίνεται η πολιτική λειτουργία, αποτρέπονται συνθήκες κοινωνικής ασφυξίας και δημιουργείται  αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες.

α5)Αναβάθμιση των πολιτικών λειτουργιών και της διακυβέρνησης.

Η αντιμετώπιση της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος είναι ζήτημα δημοκρατίας. Κοινός στόχος πρέπει να είναι η τοποθέτηση σε νέες βάσεις του πολιτικού και θεσμικού οικοδομήματος, ώστε να υπερβεί τη λογική εξυπηρέτησης των επιμέρους συμφερόντων και να λειτουργεί υπηρετώντας το γενικό συμφέρον. Αυτός ο στόχος μπορεί να προωθηθεί με την εγκαθίδρυση θεσμών διαφάνειας, την πάταξη της διαφθοράς, την πολλαπλή υποστήριξη της λειτουργίας των θεσμών, την αναβάθμιση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου.

Παράλληλα είναι απαραίτητη η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος κυβερνητικής λειτουργίας με στόχο τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Κρίσιμες παράμετροι είναι η ενίσχυση του συντονισμού, η αναβάθμιση των δημόσιων πολιτικών (σχεδιασμός, έλεγχος, αξιολόγηση), η κοινωνική λογοδοσία και η διασφάλιση της συνέχειας του κράτους και της μεταβίβασης δεδομένων.

Ταυτόχρονα είναι αναγκαία η αναβάθμιση της πολιτικής αντιπαράθεσης, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάδειξη των σημείων στα οποία  υπάρχει συμφωνία  και η αντίστοιχη αποτελεσματικότερη προώθηση λύσεων σε αυτά.

β)  Επαναδιαπραγμάτευση με τους εταίρους για την αντικατάσταση του μνημονίου με μια νέα συμφωνία ανάπτυξης.

Η ολοκλήρωση των δόσεων της δανειακής σύμβασης δεν απαλλάσσει τη χώρα από τις υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών και εταίρων. Σήμερα όμως απαιτείται η επαναδιαπραγμάτευση και η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας που θα αντικαταστήσει το μνημόνιο με ένα Σύμφωνο Ανάπτυξης με έμφαση στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή.

Κύριοι στόχοι αυτής της διαπραγμάτευσης είναι:

Αναλυτικά:

β1) Σύνδεση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία

Η πορεία εφαρμογής του προγράμματος δείχνει ότι η πολιτική που επικεντρώνει στην αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών με μέτρα συρρίκνωσης της  οικονομίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Δεν θα  επιτυγχάνει αποτελέσματα συμβατά με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί, ενώ θα επιφέρει υψηλό κοινωνικό κόστος και θα αναπαράγει την ύφεση.

Η σύνδεση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία δεν είναι μόνο θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και ο μόνος δρόμος για τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και την έξοδο από την κρίση. Απαιτείται διαπραγμάτευση σταθερή και συνεχής για να υπάρξουν αλλαγές προς τις εξής κατευθύνσεις:

i) Αποτελεσματικές και εξυγιαντικές αλλαγές στα έσοδα και τις δαπάνες.

ii) Ανακατανομή των βαρών και προστασία των αδύναμων κοινωνικών ομάδων

iii) Σύνδεση του προγράμματος προσαρμογής με την ανάπτυξη, με κύριες παραμέτρους:

iv)    Αλλαγές στους στόχους, τους δείκτες και τις «ρήτρες» του προγράμματος

Για να προχωρήσουν τα προαναφερόμενα χρειάζεται η διαπραγμάτευση να στραφεί στην ουσιαστική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής του μνημονίου και στη νομοθετική κατοχύρωση των νέων προτεραιοτήτων όπως:

β2) Διεκδίκηση μέτρων χρηματοοικονομικής υποβοήθησης.

Η  ανάταξη της πραγματικής οικονομίας προϋποθέτει την άμεση λήψη μέτρων που θα ενισχύσουν τη ρευστότητα. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να προχωρήσουν τα εξής:

β4) Ελάφρυνση των επιβαρύνσεων του χρέους.

Το χρέος της χώρας βρίσκεται στο 170% του ΑΕΠ με τεράστια ετήσια επιβάρυνση  πληρωμών. Η αβεβαιότητα για την εξυπηρέτησή του επιφέρει μειωμένες επενδύσεις. Η προσπάθεια μείωσης του μόνο μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορεί να τελεσφορήσει.

Η χώρα πρέπει να επιδιώξει άμεσα μια νέα συμφωνία με τους εταίρους που θα καταστήσει το χρέος βιώσιμο. Στόχος πρέπει να είναι η μείωση του  συνολικού ποσού (το 75% ανήκει στον επίσημο τομέα), η ελάφρυνση της ετήσιας επιβάρυνσης στον  προϋπολογισμό και η ομαλοποίηση της μέσης ετήσιας πληρωμής.

Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να διασφαλιστεί η μακρόχρονη χρονική μετακύληση των ομολόγων που διακατέχουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η επιστροφή από τους φορείς του ευρωσυστήματος του τμήματος των κερδών που προκύπτει από τη διαφορά απόδοσης των ελληνικών ομολόγων με το μεσοσταθμικό επιτόκιο χορηγήσεων της ΕΚΤ. Σημαντική μέθοδος μείωσης είναι η  αναδρομική  εγγραφή του ποσού  της ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας  (ESM).

β5) Αναπτυξιακή ενίσχυση.

Η μακροχρόνια ύφεση κατέστρεψε παραγωγικές δυνάμεις και απειλεί με εξουδετέρωση όλες τις δραστηριότητες καινοτομίας και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια αναπτυξιακή ώθηση και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ισχυρή εξωγενή χρηματοδότηση που θα κινητοποιήσει εσωτερικές δυνάμεις και θα λειτουργήσει ως σηματωρός στις αγορές. Κύρια μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση είναι:

β6) Συντεταγμένη απεμπλοκή από το μνημόνιο στο θεσμικό επίπεδο.

Ο δανεισμός της χώρας από το ευρωσύστημα μάς υποχρεώνει σε μια επιτήρηση της οικονομίας. Όμως είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας νέος τύπος σχέσης - κατά το πρότυπο συνεργασίας με άλλες χώρες  – που θα  επιτρέπει στην  ελληνική κυβέρνηση να σχεδιάζει και να εφαρμόζει με πολιτική αυτονομία μέτρα και ρυθμίσεις για την επίτευξη των στόχων  που έχουν συμφωνηθεί. Τα δε θεσμικά όργανα της Ε.Ε να  παρακολουθούν την κάλυψη των στόχων και να διεξάγουν πιλοτικούς ελέγχους.

γ) Ένα  προοδευτικό πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της χώρας.

γ1) Προώθηση δημοκρατικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς

Η έξοδος της χώρας από την κρίση περνά μέσα από μεγάλες δομικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, που βεβαίως δεν στερούνται πολιτικού περιεχομένου. Οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται σήμερα προσδιορίζουν τις τάσεις και τους συσχετισμούς του μέλλοντος, με τρόπο αρνητικό για τις κοινωνικές δυνάμεις της εργασίας, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας καθώς  και για τη νέα γενιά.

Θεωρούμε κρίσιμο ζήτημα το χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων και δεν αποδεχόμαστε την άποψη ότι ένα σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης είναι πολιτικά και κοινωνικά απροσδιόριστο. Η συμφωνία μας στις αυτονόητες αλλαγές και εκσυγχρονισμούς είναι δεδομένη, δίνουμε όμως ταυτόχρονα την πολιτική μάχη για την κοινωνική διάσταση της ανασυγκρότησης.

Δικός μας στόχος  είναι η πραγματοποίηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, που θα υπερβαίνουν το διαχωρισμό «αλλαγές με το  μνημόνιο ή στασιμότητα με την αντιμνημονιακή πολιτική»  και θα στοχεύουν:

Οι βασικοί  άξονες του προγράμματος ανασυγκρότησης είναι:

γ2) Εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και δημοκρατική εμβάθυνση.

Στόχος μας είναι η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και η εμπέδωση του γενικού συμφέροντος ως γνώμονα των θεσμικών λειτουργιών.

Βασικά σημεία αιχμής της  πρότασης μας είναι:

γ3) Ανασυγκρότηση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης

Στόχος μας είναι ένα κράτος επιτελικό και αποτελεσματικό, βασικός μοχλός της προσπάθειας ανάταξης της χώρας, που με αποδοτική διαχείριση των πόρων του  θα προσφέρει ποιοτικές και αποδοτικές υπηρεσίες στους πολίτες στο πιο εγγύτερο σε αυτούς πεδίο. Προϋπόθεση είναι η συνολική αντιμετώπιση των μεγάλων παθογενειών του κράτους : Πελατειακή διάρθρωση, κομματική παρέμβαση, γραφειοκρατία και  πολυνομία, διαφθορά και χαμηλή αποδοτικότητα.

Βασικά σημεία αιχμής της  πρότασης μας είναι:

γ4) Παραγωγική ανασυγκρότηση και βιώσιμη ανάπτυξη.

Στόχος μας είναι η ανακοπή της καθοδικής πορείας, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό πρότυπο, που θα επαναπροσδιορίσει θετικά τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Η  επίτευξη αυτού του στόχου συναρτάται με την υπέρβαση των περιοριστικών πολιτικών που εφαρμόζονται σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Τα χαρακτηριστικά του νέου αναπτυξιακού προτύπου που προωθούμε είναι:

Βασικά σημεία αιχμής της  πρότασης μας είναι:

γ5) Κοινωνικό κράτος πρόνοιας για όλους τους πολίτες

Στόχος μας είναι η κοινωνική συνοχή και η δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους πρόνοιας για όλους τους πολίτες.

Βασικές αρχές μας είναι η εξασφάλιση της χρηματοδότησης των προνοιακών πολιτικών στο έδαφος υγειών δημόσιων οικονομικών, ο προσανατολισμός στην υποστήριξη αυτών που πραγματικά έχουν ανάγκη και η ορθολογική διαχείριση των πόρων.

Βασικά σημεία αιχμής της  πρότασης μας είναι:

γ6) Αλληλεγγύη των γενεών

Στόχος μας είναι μια νέα και δίκαιη «συμφωνία γενεών» με υπέρβαση του ηλικιακού status quo και της μετακύλησης των βαρών στις νέες γενιές. Μια συμφωνία που θα επιφέρει αλλαγές στην εργασία, στην οικονομία και  στο πολιτικό σύστημα.

Βασικοί άξονες της πρότασης μας είναι:

γ7) Ανάδειξη του πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου της κοινωνικής συνοχής.

Στόχος μας είναι ο πολιτισμός,  που αποτελεί  πολύτιμο συμβολικό κεφάλαιο της χώρας να συμβάλλει σημαντικά ως παράγοντας κοινωνικής συνοχής, αναζωογόνησης περιοχών και ανάπτυξης.

Βασικά σημεία αιχμής της  πρότασής μας είναι:

γ7) Αναβάθμιση της εκπαίδευσης και δυναμική ένταξη στην κοινωνία της γνώσης.

Η ελληνική εκπαίδευση χρειάζεται ένα συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας.

Βασικός σκοπός της εκπαίδευσης πρέπει να είναι η διαμόρφωση εγγράμματων πολιτών με δημοκρατική συνείδηση, ικανών να συμμετέχουν στα σύνθετα και δυναμικά εξελισσόμενα πεδία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής καθώς και στον κόσμο των επαγγελμάτων και των τεχνών.

Αυτό επιτυγχάνεται με μια εκπαίδευση σύγχρονη, ανοικτή  στους  κοινωνικούς και επιστημονικούς προβληματισμούς, στραμμένη προς το  μέλλον, που να παρέχει ίσες ευκαιρίες  σε όλους τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες χωρίς διακρίσεις τάξης, έθνους, φύλου και φυλής.

Βασικά σημεία αιχμής της  πρότασής μας είναι:

7. Η συγκρότηση του  προοδευτικού τρίτου πόλου.

α) Πολιτική αναγκαιότητα και πολιτικό περιεχόμενο.

Η προώθηση της πολιτικής πρότασης δημοκρατικής διεξόδου από την κρίση, που αντιπαρατίθεται τόσο στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική όσο και στον αριστερό λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός ισχυρού «τρίτου πόλου», μιας ευρείας, προοδευτικής, δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής συμπαράταξης.

Στόχος αυτού του πολιτικού σχεδίου  δεν είναι η κομματική αναπαραγωγή. Πρόκειται για πρόταση που απαντά στο πρόβλημα του διχαστικού «διπολισμού» που προωθείται από τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ,  και υπερβαίνει την κρίση της «παραδοσιακής κεντροαριστεράς».

Είναι ένα εγχείρημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και την πορεία της χώρας. Θα συγκροτηθεί  δίνοντας μάχη στο παρόν όπου κρίνονται πολλές παράμετροι του μέλλοντος. Δεν θα περιοριστεί σε  ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Θα διεκδικήσει την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης προοδευτικού περιεχομένου για την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Ο τρίτος πόλος θα επιδιώξει να αποτελέσει το κρίσιμο μέγεθος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, με  σύνδεση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία, προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και ενός νέου παραγωγικού μοντέλου με διάχυση των ωφελειών σε όλους. Ο τρίτος πόλος θα επιδιώξει να αποτελέσει το κρίσιμο μέγεθος που θα οδηγήσει στη μεταμνημονιακή  Ελλάδα.

Η πολιτική αξιοπιστία είναι προϋπόθεση για να δημιουργηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης αυτής της πολιτικής συμπαράταξης με τους προοδευτικούς πολίτες. Η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών είναι  κομβικής σημασίας για να δημιουργηθούν δυνατότητες ουσιαστικής επιρροής στις πολιτικές εξελίξεις.

β) Σε ποιους απευθύνεται.

Η πρόταση απευθύνεται σε όλες οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας και του προοδευτικού  κέντρου.

Απευθύνεται σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τους πολίτες που δεν αποδέχονται την οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας. Σε όσους υποστηρίζουν τη διεύρυνση της δημοκρατίας με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική έννοια. Σε όσους απαιτούν ανανεωμένο κράτος πρόνοιας, σύγχρονες αναδιανεμητικές και προνοιακές πολιτικές, επαναθεμελίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Σε όσους  στοχεύουν σε μια ανοιχτή κοινωνία αλληλεγγύης. Σε όσους έχουν οικολογικές και περιβαλλοντικές θέσεις και διεκδικήσεις.

Σημαντικό συστατικό του εγχειρήματος  είναι η συμμετοχή δυνάμεων από την κοινωνία των ενεργών πολιτών, τους ομίλους προβληματισμού και τα κοινωνικά κινήματα.

γ) Οριοθέτηση στη βάση του περιεχομένου της πολιτικής πρότασης.

Ο τρίτος πόλος έχει πολιτικό περιεχόμενο και για αυτό έχει πολιτικά  όρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι προκρίνει λογικές αποκλεισμών. Ωστόσο η επιδιωκόμενη ευρύτητα δεν είναι δυνατόν να οδηγεί στην  απουσία στίγματος.

Ο τρίτος πόλος δεν μπορεί και δεν θα γίνει συνιστώσα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και δεν θα συναινέσει  στις εφαρμοζόμενες συντηρητικές κυβερνητικές πολιτικές. Ούτε βεβαίως θα επικαλεστεί ένα μελλοντικό προοδευτικό πρόγραμμα, συναινώντας σήμερα σε πολιτικές που ρυθμίζουν αρνητικά τους μελλοντικούς κοινωνικούς συσχετισμούς.

Η μη αποδοχή της πρότασης να συμπλεύσουμε με το ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο του τρίτου πόλου δεν προκύπτει από μια λογική περιχαράκωσης, αλλά από τα πολιτικά χαρακτηριστικά που πιστεύουμε ότι πρέπει να έχει αυτή η πολιτική συμπαράταξη. Η πολιτική πρακτική του ΠΑΣΟΚ και η επιλογή στρατηγικής σύμπλευσης με τη Νέα Δημοκρατία εμποδίζει μια τέτοια  «συγκατοίκηση».  Η επιλογή συμπόρευσης θα άλλαζε τον πολιτικό χαρακτήρα και θα εξουδετέρωνε την πολιτική δυναμική του εγχειρήματος.

Ο τρίτος πόλος δεν θα αποτελέσει ωστόσο το συμπλήρωμα μιας λαϊκιστικής και ανεύθυνης Αριστεράς που επαγγέλλεται την επιστροφή στο χθες, αγνοώντας την ανάγκη μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων αλλά και τη στρατηγική σημασία της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.

δ) Στόχος η διακυβέρνηση και η επίδραση στις πολιτικές που θα ασκηθούν.

Επιδίωξή μας είναι να συγκροτηθεί η πολιτική συμπαράταξη, με ισχυρό ρεύμα μέσα στην κοινωνία, που θα διεκδικήσει λύσεις σε επείγοντα θέματα επιβίωσης του πληθυσμού και ταυτόχρονα θα παρουσιάσει μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, αποδεικνύοντας ότι είναι εφικτή μια προοδευτική πολιτική ακόμη και σε συνθήκες οξείας κρίσης και εξωτερικών περιορισμών.

Ο τρίτος πόλος θα αποτελέσει δύναμη κυβερνητικής προοπτικής και θα επιδιώξει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στη νέα πορεία της χώρας. Δεν θα περιοριστεί  σε ένα συμπληρωματικό ρόλο προς τις άλλες δύο δυνάμεις ή σε ένα εκλογικό αριθμητικό στήριγμα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Μια τέτοια απονευρωμένη, ασπόνδυλη και χωρίς διακριτό στίγμα πολιτική παρουσία ενός ενδιάμεσου χώρου θα ακύρωνε το ίδιο το εγχείρημα.

Ο τρίτος πόλος βεβαίως δεν θα μείνει εκτός λύσεων, αναμένοντας να γίνει πλειοψηφία. Όσο περισσότερο ενισχύεται τόσο μεγαλύτερη θα είναι η δυνατότητα παρέμβασής του στην πορεία των πολιτικών πραγμάτων.  Αποκτώντας ισχυρή εκλογική δύναμη, θα λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας για την κυβερνησιμότητα  της χώρας, ανατρέποντας τις διλημματικές επιλογές του νέου διπολισμού. Θα επιδιώξει να αποτελέσει συστατικό στοιχείο των κυβερνητικών λύσεων, να επηρεάσει ουσιαστικά και αποφασιστικά, προς όφελος της χώρας και της κοινωνίας, τις κυβερνητικές πολιτικές που θα ασκηθούν. Να επιδράσει στην τάση και τα χαρακτηριστικά όλου  του πολιτικού φάσματος, μετατοπίζοντας τον άξονα των εφαρμοζόμενων πολιτικών προς  βιώσιμες, ρεαλιστικές και προοδευτικές λύσεις.

ε) Σχέσεις των συμμετεχόντων.

Σε αυτή την πολιτική συμπαράταξη ο κάθε συμμετέχων θα διατηρεί την αυτονομία του. Η ΔΗΜΑΡ όχι μόνο δεν ρευστοποιείται, αλλά ενδυναμώνεται με την ενίσχυση των σχέσεων με συμμάχους και με το μεγάλο άνοιγμα προς την κοινωνία.

Η οργανωτική συγκρότηση θα κατοχυρώνει την ουσιαστική συμμετοχή των συμμετεχόντων στη διαμόρφωση της πολιτικής και στη λειτουργία του σχήματος.

Η ΔΗΜΑΡ θα πρωταγωνιστήσει σε αυτήν την προσπάθεια και θα αγωνιστεί με συνέπεια, επιμονή και χωρίς ηγεμονισμούς για τη συγκρότηση της πολιτικής  συμπαράταξης των δυνάμεων που θέλουν να εργασθούν σε αυτή την κατεύθυνση.

8. Οι ευρωεκλογές να αποτελέσουν μια προοδευτική απάντηση στην κρίση.

α) Το πολιτικό πλαίσιο και οι συμμαχίες μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι ευρωεκλογές διεξάγονται σε μια κρίσιμη φάση για τις οικονομίες και τις κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι κυρίαρχες πολιτικές της λιτότητας, της εθνοκεντρικής θεώρησης και του κρατικού ηγεμονισμού αναπαράγουν την κρίση, αυξάνουν τον ευρωσκεπτικισμό και ενισχύουν τις εθνικιστικές και φυγόκεντρες τάσεις.

Οι πολιτικές αυτές πρέπει να αλλάξουν. Είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση με αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, κοινή αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, σύνδεση της δημοσιονομικής εξυγίανσης με την αναπτυξιακή διαδικασία και ανανέωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

Η προώθηση με ταχύτατα βήματα της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης στην κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης είναι η μόνη στρατηγική με προοπτική για την Ευρώπη.

Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε,  καθίσταται αναγκαία η συμπαράταξη και κοινή δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο όλων των δυνάμεων του σοσιαλιστικού χώρου, της πολιτικής οικολογίας, της Αριστεράς, αλλά και του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, που υποστηρίζουν αυτές τις πολιτικές. Η μάχη για το   συσχετισμό δυνάμεων στο Ευρωκοινοβούλιο είναι κρίσιμη, ακριβώς λόγω της μεταβατικής φάσης στην οποία βρίσκεται η Ε.Ε.

Το συνέδριό μας θα αποφασίσει το ευρωπαϊκό κόμμα και την ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην οποία θα ενταχθεί η ΔΗΜΑΡ, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα που θα προκύψουν από την ολοκλήρωση των διερευνητικών επαφών.

β) Η πολιτική μας κατεύθυνση για τις ευρωεκλογές.

Το πολιτικό πλαίσιο που θα κρίνει την τοποθέτηση των πολιτών δεν είναι  μόνο τα γενικότερα  θέματα της Ε.Ε. αλλά και οι πολιτικές με τις οποίες εντάσσεται η χώρα μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η Δημοκρατική Αριστερά θα αναδείξει τη σύνδεση της έκβασης του ελληνικού ζητήματος με το μέλλον της Ευρώπης. Θα αντιπαρατεθεί με τον ευρωσκεπτικισμό με    σταθερή  προσήλωση  στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αλλά ταυτόχρονα θα αναδείξει την πολιτική της πρόταση για την αλλαγή των πολιτικών σε Ελλάδα και Ευρώπη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Υπό το πρίσμα μιας σταθερής ευρωπαϊστικής αφετηρίας διεκδικούμε  έναν ευρωπαϊσμό που να δίνει λύσεις στην κρίση.

9. Αυτοδιοικητικές εκλογές.

α) Εκλογές για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση.

Η συγκρότηση των αιρετών Περιφερειακών Αυτοδιοικήσεων αποτέλεσε βήμα συγχρονισμού της ελληνικής διοικητικής οργάνωσης με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η Πολιτεία οφείλει να ολοκληρώσει τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε θέματα αναπτυξιακού  προγραμματισμού  και χρηματοδότησης δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.

Μια πολιτική πρόταση για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη ότι  οι μείζονες αλλαγές στο κράτος, στο αναπτυξιακό μοντέλο και στην κοινωνική πολιτική αφορούν άμεσα σε αυτό το επίπεδο της αυτοδιοίκησης. Ως εκ τούτου οι εκλογές για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση έχουν  ταυτόχρονα και αυτοδιοικητικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η Δημοκρατική Αριστερά θα επιδιώξει συμπαρατάξεις στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας, που θα αποτυπώνει μια προοδευτική και δημοκρατική αντίληψη για τα κοινωνικά και αναπτυξιακά ζητήματα της περιφέρειας και την έξοδο από την κρίση.

β) Εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Ο χώρος της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος των ενεργών πολιτών και των ευρύτερων συμπαρατάξεων στη βάση των αυτοδιοικητικών προγραμμάτων με προοδευτικό περιεχόμενο. Προγραμμάτων που διεκδικούν την αναβάθμιση και τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την ενίσχυση της ανάπτυξης, την αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο, τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη και  την ενθάρρυνση της συμμετοχής του δημότη. Ο «δήμος» της πόλης πρέπει να ξαναβρεί το πολιτικό του υποκείμενο: τους ίδιους τους πολίτες

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές  πρέπει να αποτελέσουν πεδίο προτάσεων και πολιτικής για τη μεταρρύθμιση και την ενίσχυση των αυτοδιοικητικών θεσμών, να αναδείξουν Δημάρχους και Δημοτικά Συμβούλια στη βάση αυτοδιοικητικών προγραμμάτων και αξιοσύνης προσώπων. Η επιδίωξη να μετατραπούν οι εκλογές σε δημοψήφισμα υπέρ της μιας ή της άλλης πολιτικής δύναμης  υπηρετεί μια στενά κομματική λογική, με την οποία είμαστε αντίθετοι.

Η ΔΗΜΑΡ υποστηρίζει τη συγκρότηση, σε όλη την Ελλάδα, ανεξάρτητων αυτοδιοικητικών κινήσεων προοδευτικού προσανατολισμού, που στηρίζονται στην αυτενέργεια των ενεργών πολιτών πάνω και πέρα από κομματική προτίμηση. Η δημοκρατική λειτουργία τέτοιων σχημάτων και η προγραμματική τους συνέπεια είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανταπόκριση στους στόχους τους.

10. Αναβάθμιση των λειτουργιών του κόμματος.

Η Δημοκρατική Αριστερά συγκροτείται ως κόμμα ανοικτό και δημοκρατικό, που συνδυάζει τη συλλογικότητα με την ατομική ευθύνη στη λειτουργία και τη δράση. Επιδιώκει την  ουσιαστική συμμετοχή των μελών της στη λήψη των αποφάσεων, στην επεξεργασία και την προώθηση της πολιτικής της.

Κρίσιμα ζητήματα για να διαδραματίσει η Δημοκρατική Αριστερά το ρόλο που της αρμόζει είναι:

 

 

Κατά την ονομαστική ψηφοφορία το κείμενο των θέσεων ψήφισαν τα παρακάτω μέλη της Κ.Ε.

 

ΑΓΓΕΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑ

ΑΝΗΨΙΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΑΡΑΒΟΥ-ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΣΟΦΙΑ

ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΜΠΑΜΠΗΣ

ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΙΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΒΛΑΧΟΣ ΜΑΡΚΟΣ

ΒΛΑΧΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ

ΓΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ ΜΑΡΙΑ

ΓΟΥΡΓΟΥΡΗ ΦΑΝΗ

ΓΡΑΙΚΟΥΣΗΣ ΝΙΚΟΣ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΣΤΕΛΙΟΣ

ΔΑΡΣΙΝΟΣ ΤΑΣΟΣ

ΖΑΨΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΖΟΡΚΑΔΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ

ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΚΑΛΛΙΠΟΛΙΤΗ ΔΩΡΑ

ΚΑΡΑΝΤΖΟΛΑ ΕΛΕΝΗ

ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

ΚΟΥΒΕΛΗ ΜΑΡΙΑ

ΚΟΥΒΕΛΗΣ ΦΩΤΗΣ

ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΘΕΜΗΣ

ΚΟΥΤΣΟΠΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΚΟΥΤΣΟΥΝΗ ΣΟΥΛΑ

ΚΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΚΩΛΕΤΤΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ

ΛΟΤΣΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΣΤΑΘΗΣ

ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΘΟΔΩΡΟΣ

ΜΑΡΚΑΚΗΣ ΜΙΜΗΣ

ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ

ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ

ΜΠΟΥΛΜΠΑΣΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΜΠΟΥΡΝΟΒΑ ΕΥΓΕΝΙΑ

ΞΗΡΟΤΥΡΗ ΑΣΗΜΙΝΑ

ΠΑΛΑΜΙΔΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΑΚΗΣ

ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ

ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑ

ΠΑΠΑΧΕΛΛΑ ΝΕΛΛΗ

ΠΑΠΠΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΠΑΠΠΑΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΠΑΡΑΣΥΡΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΠΕΠΩΝΗΣ ΧΑΡΗΣ

ΠΟΛΥΜΕΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΠΡΟΒΑΤΑΣ ΦΩΤΗΣ

ΡΕΠΟΥΣΗ ΜΑΡΙΑ

ΣΑΜΠΑΤΑΚΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

ΣΚΟΠΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΣΠΙΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΝΑΝΑ

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΣΧΕΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΤΣΙΑΛΤΑ ΣΟΦΙΑ

ΤΣΙΤΗΛΟΥ ΣΟΝΙΑ

ΤΣΟΥΚΝΙΔΑΣ ΑΡΗΣ

ΦΑΣΟΥΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΦΩΤΕΙΝΟΣ ΘΡΑΣΟΣ

ΦΩΤΕΙΝΟΣ ΝΙΚΟΣ

ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ

ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΧΑΛΒΑΤΖΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΧΑΤΖΗΣΩΚΡΑΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΧΟΥΛΙΑΡΑ ΔΩΡΑ

 

 

 


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=7450