Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Τραπεζικό Σύστημα και χάραξη στρατηγικής επί της χρηματοπιστωτικής πολιτικής

Γιώργος, Θωμόπουλος

2013-11-30


Όπως ήταν αναμενόμενο, επιβεβαιώθηκε ότι η χρήση των κεφαλαίων που αποκτήθηκαν μέσω της ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών δεν είχαν στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας αλλά την αποπληρωμή κεφαλαίων έκτακτης παροχής ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

Υπενθυμίζουμε ότι η παροχή ρευστότητας μέσω του μηχανισμού αυτού (Emergency Liquidity Assistance -ELA) αφορά χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που δεν τηρούν ορισμένα εποπτικά κριτήρια και αναγκάζονται να δανείζονται με αυξημένο επιτόκιο. Έτσι αρχικά από € 122 δισεκ. είχε υποχωρήσει το Σεπτέμβριο 2013 στα € 20,8 δισεκ.

Στην φάση αυτή η προτεραιότητα των τραπεζών σαφώς δεν ήταν η επανεκκίνηση της οικονομίας άλλα η μείωση του κόστους δανεισμένου χρήματος μέσω της αποπληρωμής του ELA όταν μάλιστα είχε φθάσει στα € 122 δισεκ. με κόστος 3% με αναγωγή σε ετήσια βάση. Η απόλυτη προτεραιότητα των τραπεζών ήταν να αντικαταστήσουν το ELA με την ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ.

Επισημαίνω ότι η ρευστότητα από το ELA της ΤτΕ κοστολογείται πλέον 2,75% μετά τις πρόσφατες μειώσεις των επιτοκίων ενώ η ρευστότητα από την ΕΚΤ κοστολογείται με 0,5%.

Οι τράπεζες όταν λάμβαναν τις προκαταβολές από το ΤΧΣ σε μορφή ομολόγων EFSF ανώτατης πιστοληπτικής διαβάθμισης και αύξαναν τα ποιοτικά περιουσιακά τους στοιχεία, στη συνέχεια τα κατέθεταν στην ΕΚΤ ως εγγύηση για να λαμβάνουν ρευστότητα. Έτσι σταδιακά από τα € 122 δισεκ. η παροχή από το μηχανισμό ΕLA μειώθηκε στα € 20,8 δισεκ. μέχρι το Σεπτέμβρη 2013.

Οι τράπεζες, λοιπόν, χρησιμοποίησαν τα κεφάλαια της ανακεφαλαιοποίησης όπως ίσως θα έπρεπε να κάνει κάθε τραπεζική επιχείρηση που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια για να αντιμετωπίσει τις επιχειρηματικές και εποπτικές ανάγκες της.

Εκτιμώ ότι το σημαντικότερο θέμα εντοπίζεται στο γεγονός ότι παρόλο που τα χρήματα που επενδύθηκαν στις Τράπεζες (90% των συνολικών κεφαλαίων) μέσω του κράτους (δανεισμένα από την Ε.Ε./ΔΝΤ) αυτές δεν πιεστήκαν ή δεν δεσμευτήκαν καθόλου από την παρούσα πολιτική και οικονομική ηγεσία να συμβάλουν για τη ζητούμενη παραγωγική ανάπτυξη.

Κατόπιν της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, απέμειναν τέσσερεις (4) συστημικές Τράπεζες και μια μικρότερη, ενώ στην τρέχουσα περίοδο γίνεται προσπάθειας ανακεφαλαιοποίησης των συνεταιριστικών τραπεζών.

Σημαντικό δε ρόλο στο υπάρχον τραπεζικό σύστημα έχει αναλάβει πλέον το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) το οποίο κατέχει μεσοσταθμικά 85% των μετοχών των 4 συστημικών τραπεζών (Εθνική, Alpha, Πειραιώς, Eurobank)

Πιστεύω ότι η πολιτική του ΤΧΣ πρέπει να στοχεύει:

• στην άμεση και ενεργή συμμετοχή των ανακεφαλαιοποιημένων συστημικών τραπεζών στην ζητούμενη οικονομική ανάπτυξη,

• στη διευκόλυνση της διοχέτευσης ρευστότητας στην παραγωγική οικονομία,

• στη δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, με δυνατότητες επιλογών σε περιβάλλον ασφάλειας για τον εργαζόμενο, τον καταθέτη και τον επενδυτή,

• στη διερεύνηση και επιλογή σοβαρών επενδυτών ξένων ή εγχώριων που θα αξιοποιήσουν τις υπό πώληση τράπεζες οι οποίες θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός ανάπτυξης και όχι ως μοχλός κερδοσκοπίας

• στην προστασία της επένδυσης του Κράτους.

Ταυτόχρονα θα πρέπει το ΤΧΣ και η ΤτΕ να συνεχίσουν την παροχή υποστήριξης της ορθής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Εκτιμώ επίσης ότι ότι η μνημονική απαίτηση για στην πώληση των μη τραπεζικών δραστηριοτήτων τους, προκειμένου να ελαττώσουν το ενεργητικό και να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θωράκιση είναι στη σωστή κατεύθυνση.

Με την ακολουθούμενη πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, είναι βέβαιο ότι απομακρύνεται η διαμόρφωση ενός ισχυρού πυλώνα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό τον έλεγχο του δημοσίου.

Η άποψή μου είναι ότι πρέπει να αποτραπεί η ολιγοπωλιακή διάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος καθώς και να δημιουργηθούν συνθήκες για την παρουσία ενός ισχυρού τραπεζικού πυλώνα με καθοριστική την παρουσία του Δημόσιου συμφέροντος. Ο πυλώνας αυτός κρίνεται αναγκαίος για την αποτελεσματική εφαρμογή της συνολικότερης Οικονομικής και Κοινωνικής μας πολιτικής.

Ο πυλώνας αυτός θα συμπεριλάβει ως κύριο όχημα την Εθνική Τράπεζα, όπου το δημόσιο μέσω της απόκτησης των μετοχών από το ΤΧΣ θα διατηρήσει το κρίσιμο πακέτο μετοχών για τον ουσιαστικό έλεγχό της. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση με την Τρόικα σχετικά με την συμμετοχή του κράτους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Σε ότι αφορά τις συνεταιριστικές τράπεζες, εκτιμώ ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί διαφορετική πολιτική από αυτη που ίσχυσε για τις αμιγώς εμπορικές τράπεζες. Ήδη από τη ΤτΕ ακολουθείται πιο ήπια πολιτική σε σχέση με τις εμπορικές.

Το υπάρχον ευρωπαϊκό μοντέλο λειτουργίας συνεταιρικών τραπεζών θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο στην αναδιάρθρωση των Ελληνικών Συνεταιριστικών Τραπεζών λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρηματικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες των τοπικών οικονομικών κοινωνιών.

Η διαχείριση των τραπεζικών ληξιπροθέσμων οφειλών όπου ο μέσος όρος των μη εξυπηρετούμενων ανέρχεται στο 30%, δηλαδή περίπου 70 δισ. ευρώ αποτελεί κοινωνική ανάγκη και πρέπει να αντιμετωπιστεί πέρα από τη τραπεζική λογική διακανονισμού δανείων. Επισημαίνω ότι σε ότι αφορά στη διαχείριση των «κόκκινων δάνειων» ανεξάρτητα από τη δομή που θα αντιμετωπιστούν (ενιαία ή ανά τράπεζα διακριτά) η πολιτική αντιμετώπισης θα πρέπει να είναι κοινή (χρονικές και επιτοκιακές διευκολύνσεις). Σε αυτό το πλαίσιο ο συντονισμός μεταξύ των τραπεζών για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κρίνεται επιτακτικός. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνολικές καταβολές για την αποπληρωμή των δανείων οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 25% των μηνιαίων εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Η στρατηγική μιας χρηματοπιστωτικής πολιτικής για την παροχή ρευστότητας θα πρέπει να υλοποιηθεί εντός και εκτός του στενού τραπεζικού συστήματος, με τη δημιουργία και διαμόρφωση νέων και επικαιροποιημένων χρηματοδοτικών και αναπτυξιακών εργαλείων μέσω κρατικών και Ευρωπαϊκών οργανισμών. Είναι δεδομένη η σύνδεση της ρευστότητας με την ζητούμενη ανάπτυξη με σκοπό την ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού και της εγχωρίας παραγωγικής ικανότητας ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Εκτός δηλαδή των κλασικών τραπεζικών εργαλείων τα οποία είναι αποτελέσματα της λειτουργίας της αγοράς (επιστροφή των καταθέσεων, αύξηση χορηγήσεων, μείωσης των επιτοκίων χορήγησης κτλ), θα πρέπει να διαμορφωθούν συνθήκες σύμπραξη με ιδιωτικούς, δημοσίους και ευρωπαϊκούς φορείς ενίσχυσης της ρευστότητας (π.χ. ΕΤΕΑΝ, ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακά ταμεία, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκά προγράμματα), επίσης διεκδίκηση ειδικών ροών ρευστότητας από την ΕΚΤ, δημιουργία νέου μηχανισμού παροχής εγγυήσεων προς τις επιχειρήσεις.

Οι παρούσες εποπτικές αρχές με κύριο συντονιστή την ΤτΕ και τον τρόπο που λειτούργησαν απέτυχαν να προστατεύσουν τα τραπεζικά και συνεταιριστικά ιδρύματα από την χρεωκοπία. Είμαι λοιπόν της άποψης ότι η εποπτεία και τυχόν διορθωτικές ενέργειες για την εξυγίανση του χρηματοοικονομικού συστήματος πρέπει να διασφαλίζονται και να ευθυγραμμίζονται πλέον σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο με κοινούς κανόνες και με κύριο συντονιστή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Επισημαίνω δε ότι το βάρος πιθανών ζημιών τραπεζικών ιδρυμάτων πρέπει να το επωμίζονται οι ίδιες οι τράπεζες και οι μέτοχοί τους και όχι οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι πολίτες.

Εκτιμώ επίσης ότι δεδομένου ότι οι τράπεζες διατηρούν βάση δεδομένων με πλήθος τραπεζικών, αλλά και φορολογικών στοιχείων, είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής. Ήδη, το νομικό πλαίσιο έχει βελτιωθεί σημαντικά, προσδιορίζοντας μέσα από νέες διαδικασίες έναν πιο ενεργό ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσουν, ώστε να συμβάλουν στην πρόληψη της φοροδιαφυγής. Επίσης ορισμένα τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κρατικούς μηχανισμούς για την βελτίωση της ελεγκτικής τους αποτελεσματικότητας.

Τέλος αναφερόμενος στον Ευρωπαϊκό φορέα στήριξης (European Stability Mechanism) και αναγνωρίζοντας της δυσκολίες λόγω των γερμανικών θέσεων εκτιμώ ότι ο ESM θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τελευταίο καταφύγιο για την στήριξη τραπεζών, εφόσον έχουν εξαντληθεί όλοι οι υπόλοιποι τρόποι χρηματοδότησης.

-----

O Γ. Θωμόπουλος είναι

Συντονιστής Χρηματοπιστωτικού Τμήματος

Του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής

Της Δημοκρατικής Αριστεράς


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=7488