Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αντίο ανάπτυξη 3,5%!

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2005-09-04


Με τον αέρα ενός ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ 3,5% το πρώτο εξάμηνο φέτος - τριπλάσιου εκείνου της Ευρωζώνης - η κυβέρνηση θα αποπειραθεί να παρουσιάσει ως επιτυχή την οικονομική της πολιτική στην καθιερωμένη ετήσια ομιλία του πρωθυπουργού από τη Θεσσαλονίκη το ερχόμενο Σάββατο. Παρακάμπτοντας τις ευθύνες της για το δημοσιονομικό φιάσκο, που αναδεικνύουν όλα τα μέχρι τώρα στοιχεία για το έλλειμμα, θα το αξιοποιήσει πάντως για να συμπιέσει όλα τα μισθολογικά και κοινωνικά αιτήματα, με υποσχέσεις για "καλύτερες μέρες" φορολογικών ελαφρύνσεων και παροχών, αν όχι το 2007, οπωσδήποτε το εκλογικό έτος 2008. Υποσχέσεις όμως αβάσιμες, διότι ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 3,5% κινδυνεύουμε να κάνουμε πολύν καιρό να ξαναδούμε.

Δεν είναι μόνον η διαγραφόμενη επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος που θα επηρεάσει αρνητικά και την ελληνική οικονομία: Ακόμα δεν έχουν εκτιμηθεί οι διεθνείς οικονομικές επιπτώσεις από τις καταστροφές που προκάλεσε στις ΗΠΑ ο κυκλώνας Κατρίνα - "είναι πάρα πολύ νωρίς για να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα" έλεγε την Πέμπτη ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Αλλά ήδη με τα στοιχεία ως τις 19 Αυγούστου, η ανατίμηση του πετρελαίου οδήγησε την ΕΚΤ να αναθεωρήσει ελαφρά προς τα κάτω τις προβλέψεις της για τη μεγέθυνση στην Ευρωζώνη - μεταξύ 1 και 1,6% φέτος, από 1,8% το 2004, και μεταξύ 1,3 και 2,3% το 2006 - και προς τα πάνω τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό. Ενώ άλλωστε η Τράπεζα άφησε την περασμένη εβδομάδα για 27ο συνεχόμενο μήνα τα επιτόκιά της αμετάβλητα, ο κ. Τρισέ επισήμανε τον κίνδυνο η μεγέθυνση να υποχωρήσει για λόγους, εκτός από το πετρέλαιο, και τη χαμηλή εμπιστοσύνη των καταναλωτών και τις παγκόσμιες ανισορροπίες. Η πάγια εμμονή του ταυτόχρονα στην ανάγκη "επαγρύπνησης" για τον πληθωρισμό, για να μην περάσει δηλαδή το ακριβότερο πετρέλαιο σε αυξήσεις τιμών και μισθών, είχε αυτή τη φορά ιδιαίτερη σημασία. Διότι μια αύξηση των επιτοκίων του ευρώ στις παρούσες συνθήκες θα συνιστούσε νέο πλήγμα στη μεγέθυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Αλλά η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται μεταξύ στασιμότητας και πολύ χαμηλής μεγέθυνσης όλα τα τελευταία χρόνια, ενώ η αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά 32% πέρυσι μπόρεσε να απορροφηθεί. Αυτό βέβαια διόλου δεν σημαίνει ότι το ίδιο θα συμβεί και φέτος. Πέρα ωστόσο από τις όποιες δυσμενείς εξωτερικές επιδράσεις που ακόμα δεν μπορούν να αποτιμηθούν, για την υποχώρηση της ανόδου του ΑΕΠ στη χώρα μας όλες οι σοβαρές αναλύσεις επισημαίνουν εγγενείς παράγοντες, με δεδομένη ήδη μεγάλη βαρύτητα. Στην απαισιόδοξη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ των αρχών του Αυγούστου, που αξιολογούσε επισφαλή την πρόβλεψη για έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ πάνω από 3% φέτος, αν δεν αντιστραφεί τους τελευταίους μήνες η πτωτική πορεία των επενδύσεων (και δημοσίευε τις προβλέψεις των μεταποιητικών επιχειρήσεων για μείωσή τους κατά 8,5% φέτος, όπως καταγράφηκαν στην εξαμηνιαία έρευνα επενδύσεων το Μάρτιο), ήρθαν να προστεθούν την περασμένη εβδομάδα οι τελευταίες εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας.

Επιβράδυνση

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ 3,5% του πρώτου εξσμήνου θα υποχωρήσει σε 2,8% το τρίτο τρίμηνο και σε 2,5% το τέταρτο, περιορίζοντας τον ετήσιο ρυθμό για ολόκληρο το 2005 στο 3,1%. Και αυτό παρά την καλή πορεία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, που προβλέπεται να αυξηθούν κατά 4,5%, και ως καθαρό αποτέλεσμα (αφαιρουμένων δηλαδή των αντίστοιχων εισαγωγών) να συμβάλουν κατά μία ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του ΑΕΠ. Πρόκειται για εξέλιξη που οφείλεται κυρίως στην αξιόλογη άνοδο του τουρισμού φέτος και στη συνεχιζόμενη εντυπωσιακή άνοδο των ναυτιλιακών μεταφορών, αλλά ως ένα βαθμό, όπως φαίνεται, και στις βελτιωμένες επιδόσεις δυναμικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Μέσα στη συνολική υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 2,4% το πρώτο εξάμηνο φέτος που καταγράφει η Στατιστική Υπηρεσία, με τη συνεχιζόμενη μεγάλη πτώση στην κλωστοϋφαντουργία (-16,8%), τα ενδύματα (-16,8%), το δέρμα και τα υποδήματα (-15,3%), κλάδους που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους, αλλά με κάμψη και στον έως πέρυσι πρωτοπόρο κλάδο των τροφίμων και ποτών (-3,3%), αξίζει να σημειωθεί η ανοδική πορεία του δείκτη υπευθύνων προμηθειών (ΡΜΙ, δείγμα 300 μάνατζερ). Εξακολούθησε και τον Αύγουστο, όπως ανακοινώθηκε προχθές, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή των τελευταίων 14 μηνών, και στηρίζεται κατά πρώτο λόγο στις εξαγωγές.

Την επιβράδυνση του ΑΕΠ όμως καθορίζουν τόσο η κατανάλωση, που διατηρεί θετικούς ρυθμούς αλλά σε υποχώρηση (από 3,8% το πρώτο εξάμηνο σε 2,7% το δεύτερο η ιδιωτική), όσο και οι επενδύσεις που προβλέπεται να μειωθούν κατά 2,8% για όλο το έτος. Καθώς δεν έχει παρουσιασθεί καμμία ένδειξη για αντιστροφή της πτωτικής πορείας των επενδύσεων, εφόσον η υποχώρηση της κατανάλωσης θα συνεχίζεται, θα οδεύουμε για ακόμα χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, σαφώς κάτω από 3% το 2006.

Κρίσιμης σημασίας μπορεί να αποδειχθεί εδώ η έρευνα για την ελληνική αγορά ακινήτων που μόλις δημοσίευσε η Εθνική Τράπεζα: δείχνοντας τη στενή σύνδεση της αλματώδους ανόδου των τιμών των κατοικιών με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας, διαπιστώνει την ανάσχεση της ανόδου των τιμών από το 2004 για να προβλέψει πλέον κάμψη της κατανάλωσης το 2006.

Αν κατά συνέπεια ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα αρχίσει να προσγειώνεται κοντά σε ευρωπαϊκά επίπεδα ύστερα από μια θεαματικά ανοδική δεκαετία, θα καταστεί δραματικά δυσχερέστερη η μείωση του δημοσίου ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2006, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση, και ακόμα περισσότερο η αναγκαία συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής τα επόμενα χρόνια. Οι αβάσιμες υποσχέσεις, κληρονομιά του προεκλογικού 2003-2004, αναγκαστικά θα εγκαταλειφθούν και θα χρειασθεί να σχεδιασθεί μια οικονομική πολιτική που να ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα.

Στάθμευσε η ατμομηχανή της οικοδομής

Σε 750 δισεκατομμύρια ευρώ υπολογίζει έρευνα της Εθνικής Τράπεζας τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών σε ακίνητα, πάνω από 4,5 φορές το ΑΕΠ της χώρας και περίπου 6 φορές το διαθέσιμο εισόδημά τους. Οι επενδύσεις σε ιδιωτικές κατοικίες φθάνουν το 20% των συνολικών επενδύσεων στη χώρα, αναλογία πολύ υψηλότερη από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 75% του πληθυσμού έχουν δική τους στέγη ενώ το 30% των σπιτιών είναι εξοχικά (το πενταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Στην ισχυρή ζήτηση για κατοικίες επέδρασε η μαζική έλευση μεταναστών καθώς και η αύξηση των εισοδημάτων - η μέση επιφάνεια των νεοκατασκευαζομένων κατοικιών είναι 125 μ2, 50% υψηλότερη παρ’ όσο στις υφιστάμενες συνολικά: 83 μ2, ενώ ο μέσος αριθμός ενοίκων έπεσε σε 2,8 το 2000 από 3,2 το 1980.

Την περίοδο 1995-2004 οι ονομαστικές τιμές των κατοικιών παρουσίασαν αύξηση 172% (58% αποπληθωρισμένα), με την Ισπανία και την Ιρλανδία μεταξύ των τριών υψηλότερων στην Ευρωζώνη (μέση αύξηση 45%). Η καταναλωτική δαπάνη, που αποτέλεσε τη βάση για την αύξηση του ΑΕΠ, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην επίπτωση πλούτου από τις καλπάζουσες τιμές των κατοικιών. Με μέση ετήσια αποπληθωρισμένη αύξηση 5% την τελευταία δεκαετία, οι τιμές των κατοικιών οδηγούσαν σε αύξηση 0,4% της ιδιωτικής κατανάλωσης, προσθέτοντας 0,3% στο ΑΕΠ, και μαζί με τις επενδύσεις σε κατοικίες 0,75% στο ΑΕΠ το χρόνο.

Από το 2003 οι τιμές των κατοικιών άρχισαν να επιβραδύνονται και μεταξύ γ’ τριμήνου 2003 και γ’ τριμήνου 2004 έπεσαν σε αποπληθωρισμένες τιμές κατά 0,4% (στην περιοχή της Αθήνας μάλιστα έπεσαν και σε τρέχουσες τιμές κατά 0,9%). Φέτος όμως, ενόψει του ΦΠΑ στις οικοδομές και των άλλων φορολογικών αλλαγών που θα ισχύσουν από τον επόμενο χρόνο, σημειώθηκε μια τεχνητή άνοδος της ζήτησης που ανέβασε ξανά τις τιμές 5-6%. Αυτό θα σταματήσει το 2006, και μαζί με την προσαρμογή στη συμπεριφορά των καταναλωτών που θα έχει προκαλέσει με χρονική υστέρηση η υποχώρηση του 2003-2004, θα επιφέρει κάμψη της κατανάλωσης.

Η έρευνα της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά πάντως με διάφορους υπολογισμούς ότι η ελληνική αγορά ακινήτων δεν είναι υπερτιμημένη, σε αντίθεση με τις "φούσκες" άλλων χωρών, και υποστηρίζει ότι η επερχόμενη κάμψη θα είναι προσωρινή.

Η έρευνα των Φραγκίσκας Βουμβάκη και Μαρίας Σάββα δημοσιεύθηκε (αγγλικά) στο τριμηνιαίο δελτίο Greece: Economic and Market Analysis, Ιούνιος-Αύγουστος 2005, της Εθνικής Τράπεζας.

Εκτύπωση στις: 2024-04-24
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=765