Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ημερίδα της ΔΗΜΑΡ για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις

2014-02-26


Τις θέσεις της για τη βιωσιμότητα των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, παρουσίασε η ΔΗΜΑΡ σε ημερίδα που πραγματοποίησε.

Την ημερίδα άνοιξε ο πρόεδρος του κόμματος Φώτης Κουβέλης, ο οποίος επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η τόνωση της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας αποτελεί όρο για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Ακολούθησαν οι ομιλίες του υπεύθυνου για την Οικονομική και Κοινωνική πολιτική της ΔΗΜΑΡ Δημήτρη Χατζησωκράτη, που παρουσίασε τη συνολική οπτική του κόμματος για τη Μικρομεσαία επιχείρηση, της βουλευτού Ασημίνας Ξηροτύρη, που περιέγραψε τις κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις της ΔΗΜΑΡ, καθώς και του καθηγητή Διεθνούς Οικονομικής Γιάννη Τσαμουργκέλη, που μίλησε για την πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και την τόνωση της ρευστότητας.

Στην ημερίδα το λόγο έλαβαν και κατέθεσαν τις απόψεις τους ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς και το μέλος του ΔΣ της ΕΣΕΕ Παύλος Πολιτάκης.


Η εναρκτήρια Ομιλία του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Φ. Κουβέλη

• Απευθυνόμαστε σε σας, τους εκπροσώπους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έχοντας πλήρης συναίσθηση ότι απευθυνόμαστε σε ένα χώρο που αποτελεί τη βάση της ελληνικής οικονομίας.

Ξεκαθαρίζουμε εξαρχής. Για μας δεν υπάρχει βιώσιμη οικονομική πολιτική χωρίς τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

• Ως ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, επιμένουμε και σε όλους τους τόνους υπογραμμίζουμε: Η χώρα και η κοινωνία δεν αντέχει τη συνέχιση αυτών των πολιτικών. Η αποφυγή της χρεοκοπίας και η σταθεροποίηση που επιτεύχθηκε, με δυσανάλογα μεγάλο κοινωνικό κόστος, δεν οδηγεί σε ανασυγκρότηση και ανάκαμψη.

Έχουμε πει πολλές φορές ότι αυτός ο τρόπος δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι ούτε κοινωνικά δίκαιος και ούτε οικονομικά αποτελεσματικός. Έχει επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα, όμως δεν υπάρχει μια πραγματική πορεία εξόδου από την κρίση. Και συνιστά αυτοπαγίδευση της κυβέρνησης να καλλιεργεί μια υπεραισιοδοξία για τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή θα οδηγήσει σε μια χρόνια στασιμότητα , όπου με ασθενική ανάπτυξη, χωρίς νέες θέσεις εργασίας, χωρίς δυναμική, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, θα αναπαράγεται η κρίση.

• Αυτή τη στιγμή το κοινωνικό πρόβλημα παραμένει οξύ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν από την έλλειψη ρευστότητας, τα εισοδήματα μειώνονται, τα έξοδα διαβίωσης είναι πιεστικά, το κοινωνικό κράτος υποχωρεί, οι φόροι είναι δυσβάσταχτοι και εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν την πρόσβαση τους στο σύστημα υγείας. Στην ελληνική κοινωνία η απαισιοδοξία μονιμοποιείται.. Η εμφανής αναποτελεσματικότητα προς την κατεύθυνση της ανάταξης δημιουργεί μια ροπή σε λαϊκιστικές πολιτικές και ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό.

Αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει.

• Είναι αναγκαία μια συνεκτική πρόταση εξόδου από την κρίση που θα υπερβαίνει και τις συντηρητικές πολιτικές και το λαϊκισμό.

Υποστηρίζουμε μια νέα πορεία της χώρας . Δεν επενδύουμε στην αποτυχία και την επιδείνωση της κατάστασης. Παρεμβαίνουμε σε κάθε ζήτημα, πόσο δε μάλλον στα κεντρικά αυτά ζητήματα με γνώμονα τις βέλτιστες λύσεις.

• Πρώτη και βασική επιδίωξη πρέπει να είναι η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Κύρια σημεία πρέπει να είναι:

• Η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού 2014-15 χωρίς νέα επιβαρυντικά μέτρα για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις. Η κάλυψη μπορεί να γίνει με χρονική μετακύλιση των ομολόγων 4,4 δις ευρώ που δόθηκαν από το δημόσιο και λήγουν το 2014 για κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών έναντι προνομιούχων μετοχών , καθώς και με μετακύλιση των ομολόγων που έχουν στη διάθεσή τους κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών.

• Η αναδιάρθρωση του χρέους. Οι προτάσεις μας για την χρονική επιμήκυνσή του και κυρίως για τη μείωση των επιτοκίων φαίνεται ότι αποτελούν κοινό τόπο στο Eurogroup. Όμως αυτό δεν φτάνει. Για να καταστεί το χρέος βιώσιμο πρέπει η απομείωση να είναι σημαντική. Για αυτό θεωρούμε αναγκαία την ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών από τον ESM.

• Η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη και να συνδεθεί με την κοινωνική προστασία.

 Στην κατεύθυνση αυτή εμείς προτείνουμε , παράλληλα με την ρεαλιστική «προσγείωση» των δημοσιονομικών στόχων , να εξαιρούνται οι δημόσιες επενδύσεις από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος.

 Στη νέα συμφωνία πρέπει να υπάρξει ειδική ρύθμιση επιστροφής εφεξής στον κοινωνικό προϋπολογισμό του 30% του πρωτογενούς πλεονάσματος από το πρώτο ευρώ και όχι από το ποσό της υπεραπόδοσης – υπερκάλυψης των στόχων. Είναι ένα δίκαιο αίτημα. Το διεκδικούμε. Και ας μη μας λένε ότι δεν γίνεται. Διότι και το ισχύον 70% από την υπεραπόδοση , στο οποίο στηρίζουν την επικοινωνιακή πολιτική τα κυβερνητικά κόμματα , ήταν πρόταση και όρος που έθεσε η ΔΗΜΑΡ.

• Η αντιμετώπιση των μικρών επιχειρήσεων αποτελούσε πάντα μια πρόκληση για την Αριστερά.

Για αυτό το λόγο υποστηρίζουμε ότι η διάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πρέπει να ενυπάρχει σε όλες τις πολιτικές ως σταθερή παράμετρος. Πρέπει να υπάρχει στην πολιτική απασχόλησης, στην πολιτική για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην πολιτική επιδοτήσεων και ενισχύσεων, στους αναπτυξιακούς νόμους κ.ο.κ

• Ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής επιχειρηματικότητας , θα έλεγα και της βαλλόμενης μεσαίας τάξης.

• Σήμερα είναι αναγκαία μια επιχειρηματικότητα με εξωστρέφεια. Με έμφαση στην παραγωγή. Παραγωγή προϊόντων ή προσφορά υπηρεσιών με βλέψεις απόκτησης μεριδίου αγοράς και στο εξωτερικό. Με ενσωμάτωση καλών πρακτικών. Ανταγωνιστική. Με τιμές προσαρμοσμένες στη σημερινή συγκυρία. Η εσωτερική κατανάλωση είναι και αυτή κρίσιμο μέγεθος και με σειρά αλλαγών μελλοντικά θα ενισχυθεί, όμως χρειάζεται και εξωστρέφεια.

• Γνωρίζουμε τα σημαντικά προβλήματα του κλάδου σας.

Το πρόβλημα της ρευστότητας, το ζήτημα με τη ρύθμιση των οφειλών προς τον ΟΑΕΕ, τον ρυθμιστικό πληθωρισμό που στέκεται εμπόδιο στο επιχειρείν, την δαιδαλώδη φορολογική νομοθεσία , καθώς και την φορολογική επιβάρυνση που υφίσταται ο κόσμος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Το μεγάλο κόστος από την ακριβή ενέργεια, τη γραφειοκρατία και την έλλειψη υποστηρικτικών μηχανισμών του κράτους.

• Αναδεικνύουμε αυτά τα ζητήματα και προτείνουμε λύσεις. Λύσεις συγκεκριμένες και εφικτές. Οι ομιλητές μας θα παρουσιάσουν διεξοδικά την πρότασή μας.

• Επιτρέψτε μου τελειώνοντας να σταθώ στο γενικό πολιτικό πεδίο. Το πραγματικό δίλημμα των επερχόμενων ευρωεκλογών δεν είναι εντός η εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πραγματικό δίλημμα είναι με ποια πολιτική θα αντιμετωπιστεί η κρίση που μαστίζει την Ευρώπη και ειδικά τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Είναι το πώς θα αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης στην Ελλάδα.

Οι ευρωεκλογές πρέπει να στείλουν μήνυμα αλλαγής της πολιτικής, με άξονα τη σταθερή ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας, με δημοκρατία και κοινωνική συνοχή. Με άξονα της αναζωογόνηση της πραγματικής οικονομίας και το πέρασμα σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα παράγει προστιθέμενη αξία και θα διαχέει τις ωφέλειες σε όλους.

Οι ευρωεκλογές πρέπει να γίνουν σταθμός και να δημιουργήσουν νέα δεδομένα για λύσεις που θα υπερβαίνουν το σημερινό συντηρητικό πλαίσιο πολιτικών. Για αυτό χρειάζεται ισχυρός προοδευτικός πόλος.

Εμείς , η Δημοκρατική Αριστερά, προχωρούμε στη συγκρότηση της πολιτικής συμπαράταξης με άλλες δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της πολιτικης οικολογίας και του προοδευτικού κέντρου. Συγκροτούμε την συμπαράταξη «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ –ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ».

Στόχος μας είναι μέσα από τις συμμαχίες που συγκροτούμε να ισχυροποιήσουμε εναλλακτικές προτάσεις οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής και να διαδραματίσουμε σημαίνοντα ρόλο σε μια νέα πορεία της χώρας προς όφελος της κοινωνίας.



Η εισήγηση του Δημήτρη Χατζησωκράτη

Αγαπητοί/ές φίλοι/ες

Η αντιμετώπιση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αποτελούσε πάντα μια πρόκληση για την Αριστερά.

Το δικό μας σημείο εκκίνησης είναι ότι η κυριαρχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομική και κοινωνική ζωή δεν αποτελεί στρέβλωση, δεν είναι μια παθογένεια που πρέπει να ξεπεραστεί. Αποτελεί μια ζώσα πραγματικότητα με την οποία οφείλουμε να πορευόμαστε.

Αφετηριακά η ΔΗΜΑΡ στηρίζει και είναι στο πλευρό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων(ΜμΕ), υπογραμμίζοντας ότι δεν θέτει κατ΄ουδένα τρόπο ζητήματα που τυχόν αναδεικνύονται από αυτές και θέτουν εν αμφιβόλω τον σεβασμό του εργατικού δικαίου, την προστασία του περιβάλλοντος και την υποχρέωση φορολογικής συμμόρφωσης.

Σε ό,τι αφορά τις προτάσεις πολιτικής, γνωρίζετε καλά ότι η πολιτική για τις ΜμΕ δεν είναι μια θεματική οριζόντια πολιτική. Δεν είναι το ίδιο η μικρή επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας, το μικρό εμπορικό κατάστημα, η τοπική βιοτεχνία.

Για αυτό το λόγο υποστηρίζουμε ότι η διάσταση των ΜμΕ πρέπει να ενυπάρχει σε όλες τις πολιτικές ως μόνιμη παράμετρος. Πρέπει να υπάρχει στην πολιτική απασχόλησης, στην πολιτική για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην πολιτική επιδοτήσεων και ενισχύσεων, στους αναπτυξιακούς νόμους κ.ο.κ. Η πολιτική στις ΜμΕ είναι μια κάθετη πολιτική που οφείλει να διαπερνά το σύνολο των πολιτικών.

Αγαπητοί/ές φίλοι/ες

Η πολιτική της ΔΗΜΑΡ για τις ΜμΕ αναπτύσσεται γύρο από δύο άξονες.

Ο πρώτος αφορά την απόκρουση προτάσεων που απορρυθμίζουν την αγορά και εξαντλούν φυσικά και οικονομικά τον μικρομεσαίο επαγγελματία

Σε αυτό το πλαίσιο η ΔΗΜΑΡ απορρίπτει

-την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων

-την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας( έχουμε αποδεχθεί τις 7 Κυριακές το χρόνο)

-τα εξοντωτικά πρόστιμα για την καθυστερημένη απόδοση του ΦΠΑ

Αυτά όμως δεν είναι από μόνα τους επαρκή. Η απόκρουση των προτάσεων απορρύθμισης είναι μεν αναγκαία, αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση της θέσης των ΜμΕ αλλά δεν αποτελεί ικανή θετική πρόταση.

Χρειάζεται η προώθηση πολιτικών που θα λειτουργήσουν ευεργετικά για τις ΜμΕ.

Η ΔΗΜΑΡ επιδιώκει να υιοθετηθούν πολιτικές οι οποίες:

- Θα ενισχύουν τη βιωσιμότητα των ΜμΕ

-Θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της πρόσβασης στη χρηματοδότηση

-Θα συγκρατούν την απασχόληση και θα δίνουν κίνητρα για την αύξησή της

- Θα δημιουργούν ένα ρεαλιστικό πλαίσιο ρυθμίσεων των οφειλών στον ΟΑΕΕ.

Η βιωσιμότητα των ΜΜΕ

Απορρίπτουμε τις πολιτικές που επιδιώκουν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συμπίεσης των μισθών. Η συμπίεση των εισοδημάτων δεν συνιστά διέξοδο από την κρίση διότι εκτός από τον ίδιο τον εργαζόμενο πλήττει και τη συνολική ζήτηση-κατανάλωση, άρα το τζίρο των επιχειρήσεων.

Υποστηρίζουμε ότι έμφαση πρέπει να δοθεί:

- Στην απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης και αδειοδότησης των επιχειρήσεων (μελετούμε τις προτάσεις των φορέων με την ευκαιρία του νέου πλαισίου-νόμου)

- στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους(ασφαλιστικές εισφορές) με τέτοιο τρόπο που δεν θα απειλείται η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων

-στη μείωση του κόστους ενέργειας(η συμφωνία κυβέρνησης με Gasprom για μείωση κατά 15% της τιμής πώλησης του φυσικού αερίου είναι σε θετική κατεύθυνση, αρκεί πολύ σύντομα να μεταφερθεί και στην αγορά )

- στο συμψηφισμό των οφειλών μεταξύ των επιχειρήσεων και Δημοσίου

- στη ρεαλιστική ρύθμιση των καθυστερούμενων οφειλών στο ΙΚΑ (η χθεσινή πρόταση της ΠΟΣΕ-ΙΚΑ έχει στοιχεία ρεαλισμού)

- στην αναθεώρηση της εμπορικής πολεοδομίας με στόχο τον περιορισμό της άναρχης επέκτασης των πολυκαταστημάτων και των εμπορικών κέντρων τύπου Mall και την υιοθέτηση μέτρων για την αναβάθμιση των τοπικών αγορών

- στη δημιουργία Κέντρων Εξυπηρέτησης Επιχειρήσεων ως one stop shop για όλες τις διαδικασίες

Η Συγκράτηση της απασχόλησης και τακίνητρα για την αύξησή της

Υποστηρίζουμε την υιοθέτηση προγραμμάτων κάλυψης του 70% των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιχείρηση δεν θα προχωρήσει σε απολύσεις.

Προϋπόθεση για την ένταξη της επιχείρησης στο πρόγραμμα πρέπει να είναι ο πλήρης σεβασμός της εργατικής νομοθεσίας .

Στηρίζουμε, αντιστοίχως, τα προγράμματα επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών για νέες προσλήψεις με κάλυψη των προηγούμενων προϋποθέσεων .

Θεωρούμε απολύτως αναγκαίο ένα εκσυγχρονισμό του συνόλου του πλαισίου για τους νέους χρηματοδοτικούς θεσμούς( factoring, leasing, franchising, e-commerce, e-shop κλπ.),, που θα συνοδεύεται από την απαραίτητη ενημέρωση των υποψήφιων νέων επιχειρηματιών, ώστε οι συμβάσεις να μην καταλήγουν τις περισσότερες φορές σε καταχρηστικά κείμενα.

Στην ίδια κατεύθυνση τασσόμαστε υπέρ, τόσο των εξειδικευμένων προγραμμάτων ενσωμάτωσης των νέων επιχειρηματιών στο περιβάλλον της αγοράς με ζητούμενο την επιχειρηματικότητα ευκαιρίας και όχι την επιχειρηματικότητα ανάγκης, για νέες προσπάθειες "start ups", όσο και του εντοπισμού τομέων της αγοράς με ελλείψεις και αυξημένη ζήτηση (Γεωβάση- Οικονομική Γεωγραφία), ώστε να διευκολύνονται οι νέοι επιχειρηματίες με έρευνα αγοράς για το μικρότερο δυνατό ρίσκο στις "restart" επιλογές τους.

Το διαρκώς αιτούμενο δίκαιο φορολογικό σύστημα

Αγαπητοί/ές φίλοι/ες

Δεν θα αναφερθούμε στο… εκατοστό εικοστό τρίτο προετοιμαζόμενο φορολογικό νομοσχέδιο , που σκοπεύει να καλύψει τις αστοχίες , αβελτηρίες και αδιέξοδα από τους προηγούμενους φορολογικούς νόμους . Και αυτό όχι γιατί θέλουμε να αποφύγουμε την ευθύνη τοποθέτησης. Αλλά γιατί ακόμη δεν γνωρίζουμε που και σε τι θα καταλήξουν, αφού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχοντας απορρίψει την πρωταρχική πρότασή μας , που αποτελούσε και σταθερό αίτημα της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας για ένα συνολικό δημοκρατικό φορολογικό νομοσχέδιο, αναγκάζονται κάθε τρεις και λίγο να καταφεύγουν σε εμβαλωματικές λύσεις.

Θα μου επιτρέψετε μόνο να σας υπενθυμίσω ότι η γενική θέση της ΔΗΜΑΡ για την φορολόγηση των επαγγελματιών είναι η: Φορολόγηση όλων των εισοδημάτων βάσει μιας ενιαίας και προοδευτικής φορολογικής κλίμακας.

Η Πρόταση της ΔΗΜΑΡ (είχαμε βρει και ισοδύναμα για να αντιμετωπίσουμε τότε-αρχές 2013- τα δημιουργούμενα δημοσιονομικά κενά) ήταν : Βάσει του συστήματος: έσοδα μείον έξοδα(πάσης φύσεως) και το υπόλοιπο να φορολογείται με τις εξής κλίμακες:

- Από 0 – €20.000 με 21%

- Από €20.000- €30.000 με 26%

- Από Άνω των €30.000 με 33%.

Την υφιστάμενη πλέον κατάσταση φορολόγησης ελεύθερων επαγγελματιών, που επικράτησε την γνωρίζετε πολύ καλά:

- Από 0 έως €50.000 με συντελεστή 26%

- Από €50.000 και άνω με συντελεστή 33%

Εδώ να υπογραμμίσουμε για επιμέρους , αλλά κρίσιμα ζητήματα ,ότι επιμένουμε στην κατάργηση του φόρου επιτηδεύματος καθώς και στην υιοθέτηση του αφορολόγητου αποθεματικού για τις ΜΜΕ, όπου μέρος των κερδών (πχ 20%) δεν φορολογείται , υπό την προϋπόθεση ότι επενδύεται στην επιχείρηση.

Είμαστε σε συνεχή εγρήγορση παρακολουθώντας όσο είναι δυνατόν τις αλληλοδιάδοχες εγκυκλίους του Υπ. Οικονομικών. Προφανώς ανοικτοί να εξετάσουμε και να συμβάλουμε σε αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις θα μπορέσουν να αποτρέπουν καταστάσεις ακόμη πιο επιβαρυντικές για τις ΜΜΕ

Τώρα,

Για την εργαλειοθήκη, ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΟΟΣΑ

Στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί μια ιδιόμορφη κατάσταση. Σήμερα, βρίσκονται σε ισχύ ρυθμίσεις που έχουν ξεμείνει από το 1950 και σήμερα απλά δημιουργούν επιχειρηματική ανασφάλεια, ρυθμίσεις που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την κακώς εννοούμενη διασφάλιση προσόδων για κάποιες επαγγελματικές ομάδες (π.χ. δεν μπορείς να νοικιάσεις ένα μικρό φορτηγάκι για να μεταφέρεις ένα ψυγείο) ή ακόμα και ρυθμίσεις που στοχεύουν στο «κλείσιμο» της αγοράς μέσω της δημιουργίας εμποδίων εισόδου (π.χ. ελάχιστη επιφάνεια 100.000 τ.μ. για να φτιάξεις ένα διαμετακομιστικό κέντρο Logistics που απαγορεύει μικρότερες επενδύσεις).

Χρειάζεται επομένως και εξορθολογισμός της νομοθεσίας και απλοποίηση.

Από τις 350 Προτάσεις της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ, αρκετές κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση, εξορθολογισμού και απλοποίησης. Για αυτό το λόγο αυτές ακριβώς τις υιοθετούμε.

Χρειάζεται όμως μια διάκριση.

Άλλο αναγκαίος εξορθολογισμός του θεσμικού πλαισίου και άλλο η απορρύθμιση των αγορών.

Και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στις Προτάσεις του ΟΟΣΑ αυτή η διάκριση συχνά είναι τουλάχιστον θολή.

Για εμάς, η Κυριακάτικη αργία, η ενιαία τιμή του βιβλίου, το φρέσκο ψωμί στους φούρνους, η περιορισμοί της εμπορικής πολεοδομίας κ.ο.κ. δεν αποτελούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Είναι κοινωνικά και οικονομικά αναγκαίες ρυθμίσεις προκειμένου να αποτραπούν μονοπωλιακές καταστάσεις ή κοινωνικά ανεπιθύμητα αποτελέσματα.

Γιατί πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη ότι οι αγορές δεν υπάρχουν χωρίς την κοινωνία. Ότι η αγορά αποτελεί έναν κοινωνικά ρυθμιζόμενο χώρο. Ότι η απουσία ρύθμισης συνιστά επί της ουσίας ρύθμιση υπέρ κάποιου άλλου.

Επομένως, υπάρχουν και προτάσεις με τις οποίες διαφωνούμε είτε διότι απλά προκαλούν μια αναδιάταξη του εισοδήματος εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είτε διότι πλήττουν την εγχώρια βιομηχανία άρα και απασχόληση (π.χ. γάλα), είτε διότι επιφέρουν επιβλαβή αποτελέσματα στο περιβάλλον, είτε –τέλος– διότι δημιουργούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία(πχ ψωμί, μη συνταγογραφούμενα φάρμακακ.ο.κ.).

Για τη ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα έχουμε πλήρη επίγνωση του μεγέθους του προβλήματος. Η συζήτηση είναι μεγάλη. Το εργαλείο αιχμής είναι η δημιουργία εναλλακτικών τρόπων πρόσβασης των ΜμΕ στη χρηματοδότηση. Η μετατροπή των Συνεταιριστικών Τραπεζών σε διαρκή μηχανισμό στήριξης, η διευκόλυνση της πρόσβασης και αξιοποίησης χρηματοδοτικών εργαλείων που προσφέρουν Τα ΕΤΕΑΝ, , ΕΤεπ, ΕΤαΕ, αποτελούν προτάσεις που πρέπει να τεθούν άμεσα σε λειτουργία. (Αλλά για αυτά παραπέμπω στον Γιαν. Τσαμουργκέλη)

 

Για τη ρύθμιση των οφειλών προς τον ΟΑΕΕ

Θα ήθελα να κλείσω με μια ειδική αναφορά στην εκκρεμούσα Πρόταση Νόμου της ΔΗΜΑΡ αναφορικά με τη ρύθμιση των οφειλών προς τον ΟΑΕΕ.

Στην περίπτωση του ΟΑΕΕ η παρατεταμένη ύφεση ανέδειξε με ανάγλυφο τρόπο τα διαθρωτικά προβλήματα που διέπουν τη βάση πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί ο Οργανισμός.

Η κλιμάκωση των εισφορών με αποκλειστικό κριτήριο το χρόνο ασφάλισης αναδείχτηκε σε βασική αιτία της αδυναμίας προσαρμογής του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών στην οικονομική συγκυρία.

Το σύστημα των ασφαλιστικών εισφορών στον ΟΑΕΕ είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο που αδυνατεί να ενσωματώσει τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, πόσο μάλλον τις επιπτώσεις μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΕ, σε σύνολο 780.000 ενεργά ασφαλισμένων οι 370.000 (ποσοστό 47%) έχουν οφειλές οι οποίες δεν έχουν ρυθμιστεί. Η πλειονότητα αυτών των ασφαλισμένων –περίπου οι 285.000– οφείλουν ποσά που δεν υπερβαίνουν τα 3.300€.

Η Δημοκρατική Αριστερά κατέθεσε πρόταση νόμου στοχεύοντας να ξεμπλοκάρει το σύστημα και να διασφαλίσει ταυτόχρονα τη βιωσιμότητα του Οργανισμού. Ειδικότερα, τα βασικά χαρακτηριστικά της πρότασής μας είναι:

Καθορίζεται ανώτατο όριο συνολικής οφειλής (αρχική οφειλή + προσαυξήσεις) για το σύνολο των οφειλετών του Οργανισμού, το οποίο ορίζεται στο 150% της αρχικής οφειλής. Δεν μπορεί να ξεκινά κάποιος από μια αρχική οφειλή 2.000€ και να καταλήγει να χρωστά 10.000€. Στην περίπτωσή μας η συνολική οφειλή για τα 2.000€ δεν μπορεί να υπερβεί τα 3.000€. Το υπερβάλλον ποσό απλά διαγράφεται. Δεν δημιουργεί κανένα κόστος για τον Οργανισμό διότι αυτά τα χρήματα ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να τα εισπράξει.

Προβλέπεται περίοδος «χάριτος» δύο ετών πριν την έναρξη καταβολής των πρώτων δόσεων της ρύθμισης. Η περίοδος αυτή δύναται να αυτόματα επεκταθεί για ακόμα ένα έτος για ασφαλισμένους που απειλούνται από τον κίνδυνο φτώχειας και για το σύνολο των ασφαλισμένων με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Αποσυνδέεται η θεώρηση του βιβλιαρίου Υγείας από ενδεχόμενες οφειλές στον Οργανισμό και αποποινικοποιούνται αυτές οι οφειλές. Επίσης διαγράφεται το ποσό της οφειλής που αφορά την Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για το χρόνο όπου ο ασφαλισμένος δεν είχε θεωρημένο βιβλιάριο Υγείας.

Προσφέρονται ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους που κινδυνεύουν από φτώχεια μέσω της περαιτέρω μείωσης του ύψους των εισφορών, δίνονται κίνητρα για την δημιουργία νέων μικρών επιχειρήσεων.

Τέλος, διασφαλίζεται η δυνατότητα συνταξιοδότησης εκείνων των ασφαλισμένων που έχουν θεμελιώσει σχετικό δικαίωμα βάσει των πραγματικά καταβληθεισών εισφορών ανεξαρτήτως του ύψους ενδεχόμενης οφειλής προς τον Οργανισμό. Υπάρχουν σήμερα συμπολίτες μας που θα μπορούσαν να βγουν σε σύνταξη πριν από 4 χρόνια. Από κακή εκτίμηση επέλεξαν να μην το κάνουν και στο μεσοδιάστημα δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έναντι του ΟΑΕΕ. Αυτοί οι άνθρωποι σήμερα δεν μπορούν να συνταξιοδοτηθούν. Εμείς απλά προτείνουμε την άμεση συνταξιοδότησή του βάσει των πραγματικά καταβληθεισών εισφορών. Ως σαν να είχαν επιλέξει τη συνταξιοδότηση πριν από 4 χρόνια.

Αγαπητοί/ές φίλοι/ες

Η ΔΗΜΑΡ επιδιώκει ένα ανοικτό και γόνιμο διάλογο με όλες τις οργανώσεις των ΜμΕ. Οι θέσεις μας αποτελούν ταυτοχρόνως δέσμευσή μας για τα ζητήματα που απασχολούν τον χώρο.

 

Η Εισήγηση της Ασημίνας Ξηροτύρη

Εισαγωγή

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα και τη δυναμική της οικονομίας. Αποτελούν δε για την ευρωπαϊκή οικονομία βασική πηγή απασχόλησης και καινοτομίας, αντιπροσωπεύοντας το μεγαλύτερο κομμάτι της επιχειρηματικής δραστηριότητας με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Στη χώρα μας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν πάνω από το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων, καθιστώντας έτσι σαφές ότι κάθε στρατηγική εξόδου από την κρίση πρέπει απαραίτητα να συνδεθεί με τη στήριξη και την ενδυνάμωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.

Παρά όμως το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούσαν έως σήμερα την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, όπως η αδυναμία εύρεσης χρηματοδότησης για επενδυτικές πρωτοβουλίες και η άδικη φορολογική αντιμετώπισή τους, που μπορεί να τις οδηγήσει στην εξόντωση και τον αφανισμό τους.

Η Δημοκρατική Αριστερά, τόσο στις προγραμματικές της θέσεις όσο και κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία και έλεγχο, αναδεικνύει τη μεγάλη συμβολή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Θεωρεί αναγκαίο, σε ένα εθνικό, στρατηγικό σχέδιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανάκαμψη της χώρας, ο μικρομεσαίος παραγωγικός ιστός να παίξει καθοριστικό ρόλο.

Επιβάλλεται όμως γι αυτό η στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης και η επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της. Η στήριξη αυτή πρέπει να είναι αποτελεσματική, έτσι ώστε να δώσει άμεσα και γρήγορα αποτελέσματα στην επιβίωση καταρχήν των επιχειρήσεων αλλά και στην ανάκαμψη και την απασχόληση.

Στην προσπάθεια αυτή, η Δημοκρατική Αριστερά, ιδιαίτερα κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία και έλεγχο, έχει παρέμβει με προτάσεις και έλεγχο που αφορούν στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και για την ανάδειξη του ρόλου τους στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Επιγραμματικά οι κύριες παρεμβάσεις αφορούν:

1. Επίκαιρες επερωτήσεις με τις οποίες αναδεικνύονται προβλήματα και προτείνονται λύσεις για βασικά θέματα όπως:

• Για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας,

• Για τα προβλήματα των επαγγελματιών και εμπόρων του ΟΑΕΕ και τη βιωσιμότητα του οργανισμού,

• Για τον εκσυγχρονισμό των φοροελεγκτικών μηχανισμών και την πάταξη της φοροδιαφυγής.

2. Τροπολογίες ιδιαίτερα στα φορολογικά νομοσχέδια για την άδικη φορολόγησή τους, στον αναπτυξιακό νόμο για την ουσιαστική ενίσχυσή τους, στα σχετικά νομοσχέδια για την προστασία της πρώτης κατοικίας τους και της μικρής επιχείρησής τους κ.ά.

3. Σειρά ομιλιών, παρεμβάσεων και ερωτήσεων για την φορολόγηση, την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας, με έμφαση στη στήριξη και τη δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και την ενίσχυσή τους μέσα από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και μέσω των διαδικασιών του αναπτυξιακού νόμου.

Αναλυτικότερα: 

Ανάπτυξη - Χρηματοδότηση ΜμΕ

Στη χώρα μας επιβλήθηκε ένα από τα βιαιότερα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στα χρονικά της σύγχρονης οικονομίας. Μία προσαρμογή αποσυνδεμένη από κάθε έννοια αναπτυξιακής διάστασης και κοινωνικής προστασίας με εξίσου μεγάλο κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος από την εκτόξευση της ανεργίας και την φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού.

Η κρίση και ο τρόπος προσαρμογής έπληξε βαρύτατα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων άλλαξε την εικόνα των κέντρων σε μεγάλες και μικρές πόλεις της χώρας.

Επίσης στο βωμό της ανταγωνιστικότητας επιχειρήθηκε η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, που εκφράστηκε με τη μείωση του κόστους εργασίας σε συνδυασμό με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Η ΔΗΜΑΡ εγκαίρως επεσήμανε ότι οι μέχρι σήμερα πολιτικές της κυβέρνησης είναι αποσπασματικές και δείχνει να μην έχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης για έξοδο από την κρίση, αλλά και ενεργοποίησης της αναπτυξιακής διαδικασίας.

Δεν είναι επίσης σαφής ο τρόπος με τον οποίο θα εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι για στήριξη του όποιου σχεδίου ανάπτυξης όταν είναι απαραίτητη η επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, που δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμος χωρίς σταθερή ανάπτυξη και το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πρέπει να κατευθυνθεί στην κοινωνική προστασία και την κάλυψη των κοινωνικών ελλειμμάτων, αλλά και το τεράστιο θέμα της διαχείρισης του μη βιώσιμου χρέους με την εξόφληση πολύ υψηλών χρεολυσίων και τόκων μέχρι το 2057.

Όπως αναφέραμε και στον Προϋπολογισμό του 2014, είναι γι αυτό μέγιστη ανάγκη η Κυβέρνηση να παρουσιάσει στους εταίρους και να διεκδικήσει μέσα από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας και άμεσα ένα πρόσθετο ειδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα με στοχευμένες δράσεις για την ανεργία, την ενίσχυση της ρευστότητας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και γενικά τη στήριξη επενδύσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Η Δημοκρατική Αριστερά πέραν των παρεμβάσεων κατά τη συζήτηση των διαφόρων νομοσχεδίων που αφορούν την ανάπτυξη κατέθεσε επίκαιρη επερώτηση αναδεικνύοντας και καταθέτοντας προτάσεις για την κατεύθυνση του αναπτυξιακού σχεδιασμού στη χώρα.

Στη συζήτηση της επερώτησης αναδείχθηκε ότι το πιο σημαντικό ζήτημα για την ένταξη της χώρας σ’ ένα νέο αναπτυξιακό αυτή τη φορά κύκλο είναι η εξεύρεση των απαραίτητων πόρων για την χρηματοδότηση των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών είτε αυτοί προέρχονται από τον δημόσιο είτε από τον ιδιωτικό τομέα. Η χρηματοδότηση των επενδυτικών πρωτοβουλιών και γενικά η χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, που δημιουργεί νέες θέσεις απασχόλησης, μπορεί να ενισχυθεί, από τους περιορισμένους λόγω της κρίσης εθνικούς πόρους, από το τραπεζικό σύστημα το οποίο πρέπει να προχωρήσει πιο ενεργά στη παροχή ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία με τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων με χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερη ευελιξία. Παράλληλα θα πρέπει να ενισχυθεί το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων το οποίο αποτελεί βασικό αναπτυξιακό εργαλείο και κύριο πολλαπλασιαστή της ελληνικής οικονομίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση και να μην αποτελεί το σύνηθες θύμα για την κάλυψη των ελλειμμάτων και τη δημιουργία πρόσκαιρων πλεονασμάτων.

Ιδιαίτερη μνεία έγινε για τις ΜμΕ που αποτελούσαν έως σήμερα τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και την ανάγκη στήριξής τους.

Επισημάναμε οι μέχρι τώρα νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης με αναπτυξιακή κατεύθυνση είναι λίγες και ανολοκλήρωτες με προεξέχουσα τον νέο αναπτυξιακό νόμο, ο οποίος όμως δεν αρκεί από μόνος του για την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας και την τόνωση της ρευστότητας. Και αυτό γιατί οι ρυθμίσεις του δε βοηθούν όσο επιβάλλεται σήμερα τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα.

Η χρηματοδότηση των επενδυτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί άμεση προτεραιότητα, καθώς είναι περισσότερο ευάλωτες σε περιόδους ύφεσης, οι περιορισμοί των πιστώσεων του τραπεζικού συστήματος αγγίζουν πρώτα απ’ όλες αυτές τις επιχειρήσεις, οι οποίες όμως μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό κινητήριο μοχλό για την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αυτό είναι δυνατόν να συμβεί καθώς λόγω του μεγέθους τους και γενικά της δομής και λειτουργίας τους, έχουν περισσότερη ευελιξία από τις μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή η χρηματοδότηση αυτών των επιχειρηματικών μονάδων μπορεί να δώσει άμεσα και γρήγορα αποτελέσματα, στο πρόβλημα της ανάκαμψης και της απασχόλησης.

Θα πρέπει όμως να αντιμετωπισθούν τα εμπόδια που δυσκολεύουν σήμερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση τόσο στον τραπεζικό δανεισμό όσο και σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης. Απαιτείται λοιπόν να αυξηθεί η πίεση προς τις τράπεζες ώστε να αξιοποιηθούν εργαλεία και πόροι που είναι ήδη διαθέσιμοι (ΕΤΕΑΝ, προγράμματα ενίσχυσης μικρομεσαίων, ΕΤΕπ, κ.λπ.) συμμετέχοντας και αυτές στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας χρηματοδοτώντας τις ΜμΕ με κριτήρια την επιχειρηματική βιωσιμότητα, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας (γραφειοκρατικά εμπόδια, οφειλές του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις κ.λπ). Παράλληλα απαιτείται επιπλέον ενημέρωση και συγκεκριμένη βοήθεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την αξιοποίηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως η χρηματοδοτική μίσθωση (Leasing), η αξιοποίηση επενδυτικών κεφαλαίων (venture capital), οι λεγόμενες υβριδικές μορφές χρηματοδότησης που έχουν βρει ευρεία εφαρμογή σε πολλές χώρες της Ε.Ε. για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. (Για όλα αυτά έχουν κατατεθεί σειρά ερωτήσεων, γραπτών και επίκαιρων).

Για την επίτευξη εκκίνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι απαραίτητη η σύνδεση ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού με τον προγραμματισμό για τη νέα προγραμματική περίοδο -το νέο ΕΣΠΑ- το οποίο αποτελεί και το βασικό χρηματοδότη.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό σ’ αυτή τη φάση σχεδιασμού να γίνει σοβαρή ανάλυση προτεραιοτήτων, με προγραμματισμό δράσεων με προστιθέμενη αξία για την κοινωνία και την οικονομία, ιδιαίτερα στην ανάσχεση της ανεργίας, τόσο κατά την περίοδο εφαρμογής τους αλλά και μετά τη λήξη τους, και παραγωγική συνέχεια και μετά τη λήξη της χρηματοδότησης. Τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων θα πρέπει να είναι ορατά και μετρήσιμα.

Φορολογία

Επανειλημμένα τόσο κατά τη συζήτηση νομοσχεδίων όσο και μέσω επίκαιρων και γραπτών ερωτήσεων έχουμε υποστηρίξει την αδήριτη ανάγκη και υποχρέωση της κυβέρνησης να θεσπίσει ένα ενιαίο, δίκαιο, σταθερό και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα, με ευρεία συναίνεση, θέσπιση περιουσιολογίου και «πόθεν έσχες», δίκαιη και αναλογική κατανομή των φόρων, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και σταδιακή μείωση των έμμεσων φόρων, συντελεστών ΦΠΑ κ.λπ.

Αντ’ αυτού μέχρι σήμερα έχουν θεσμοθετηθεί αποσπασματικά διάφορες διατάξεις οι οποίες συντηρούν και αυξάνουν την υπερφορολόγηση, δημιουργούν επικαλύψεις και σύγχυση και εν τέλει επιφέρουν τεράστια προβλήματα, προκαλώντας το αίσθημα δικαίου των πολιτών. Απόδειξη της υπερφορολόγησης ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα όλοι οι φορολογικοί συντελεστές είναι υψηλότεροι από τους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους - ΦΠΑ 23% έναντι 21,5% στην Ε.Ε., ανώτερος συντελεστής φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα 46% έναντι 39,5% στην Ε.Ε., στο φόρο ακινήτων κ.λ.π., ενώ από την άλλη πλευρά η φοροδιαφυγή καλά κρατεί.

Ιδιαίτερα άδικος υπήρξε ο προσδιορισμός της κλίμακας φορολόγησης των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα, και ως προς τον οποίο είχαμε εστιάσει τις αντιρρήσεις μας στο γεγονός ότι οι χαμηλού εισοδήματος επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες θεωρούμενοι συλλήβδην ως φοροφυγάδες επιβαρύνονται από το πρώτο ευρώ με 26% φόρο.

Έτσι τα χαμηλά εισοδήματα από ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελευθέριο επάγγελμα φορολογούνται με πολύ υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές σε σχέση με το παρελθόν, ενώ τα υψηλότερα εισοδήματα ευνοούνται ιδιαίτερα, σε μία περίοδο μάλιστα που οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης λόγω της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης. Επισημαίνεται επίσης ότι επιβαρύνονται περισσότερο φορολογικά και σε σχέση με τα χαμηλά εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις.

Η επαχθής φορολογική αντιμετώπιση των ελεύθερων επαγγελματιών, κυρίως εκείνων που κατά το παρελθόν υπήρξαν συνεπείς και ειλικρινείς ως προς τη δήλωση των πραγματικών τους εισοδημάτων, και η αντιμετώπιση τους ως Νομικά Πρόσωπα δημιουργεί δυνητικά προβλήματα ως προς την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και μεγαλώνει τον κίνδυνο της περαιτέρω αύξησης της φοροδιαφυγής.

Η ΔΗΜΑΡ θεωρώντας ότι τα χαμηλά εισοδήματα που προέρχονται, είτε από μισθούς και συντάξεις είτε από ατομική εμπορική επιχείρηση και ελεύθερο επάγγελμα, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο φορολόγησης, έτσι ώστε και δίκαια να κατανέμονται τα βάρη και να καλλιεργείται κοινή φορολογική συνείδηση και ότι θα πρέπει οι ρυθμίσεις να δημιουργούν αίσθημα δικαίου, κατέθεσε τροπολογίες προτείνοντας αλλαγή στις κλίμακες φορολόγησης των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα (20% τα εισοδήματα έως 20.000 €, 33% για τα μεγαλύτερα από 20.000 €).

Όμως η αδικία δεν σταματά εδώ αφού πέρα της φορολόγησης με 26% από το πρώτο € επιβαρύνονται και με την δυσβάσταχτη προκαταβολή 55%, ενώ τους επιβάλλονται εξοντωτικά, βίαιης επιβολής, πρόστιμα στο πλαίσιο της πάταξης της φοροδιαφυγής, τα οποία όμως λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που βιώνουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενδέχεται να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα δηλαδή στη μη συμμόρφωση των επαγγελματιών, λόγω αδυναμίας, και στην περαιτέρω εξαθλίωση και τελική εξόντωση, ακόμη και όσων από αυτούς έχουν παραμείνει υγιείς.

Για τα θέματα αυτά κατατέθηκαν επίκαιρες και γραπτές ερωτήσεις σημειώνοντας ότι η περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση των ήδη βαριά φορολογουμένων, δεν συνεπάγεται περισσότερα φορολογικά έσοδα λόγω της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας αλλά και της εμπιστοσύνης των πολιτών σε ένα σύστημα άδικο που αδυνατεί πατάξει τη φοροδιαφυγή από τους έχοντες, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τα συνήθη υποζύγια. Παράλληλα ζητήθηκε από τους αρμόδιους υπουργούς η άμεση νομοθετική ρύθμιση έτσι ώστε να διορθωθούν ασάφειες και αδικίες που προκύπτουν από τις διάφορες διατάξεις χωρίς για μία ακόμη φορά να γίνουν αποσπασματικές κινήσεις, αλλά μία συντονισμένη προσπάθεια, αφού όλες αυτές οι «χωρίς πλάνο και συνολικό σχεδιασμό» αλλαγές στη φορολογική Νομοθεσία, δημιουργούν διαρκώς ανάγκες για νέες διορθώσεις. Καταλήγοντας ότι είναι αναγκαίο να κατατεθεί μία πλήρης πρόταση που θα θεσπίζει ένα ενιαίο, δίκαιο, σταθερό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, δέσμευση που υπάρχει και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. 

Ασφαλιστικό - Κοινωνική προστασία

Η παρατεταμένη και εντεινόμενη ύφεση έχει διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τις μικρές επιχειρήσεις και το εμπόριο. Η δραματική μείωση στους τζίρους και η έλλειψη ρευστότητας έχουν οδηγήσει σε «λουκέτα» και απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Αυτό έχει οδηγήσει τον ΟΑΕΕ να παρουσιάζει σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας αφού η βασική μέχρι σήμερα πηγή χρηματοδότησής του είναι οι εισφορές των ασφαλισμένων και η κρατική χρηματοδότηση.

Η ραγδαία μείωση των εισροών προς τον Φορέα που είναι συνέπεια της συντριπτικής μείωσης του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων καθώς και της μεγάλης αύξησης των ασφαλισμένων που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις, έχουν φέρει σε απόγνωση τους ασφαλισμένους και θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του Οργανισμού.

Η ΔΗΜΑΡ έχει καταθέσει προ πολλών μηνών επίκαιρη επερώτηση - η οποία δεν έχει συζητηθεί ακόμη με ευθύνη της κυβέρνησης - για το θέμα του ΟΑΕΕ, αναδεικνύοντας το πρόβλημα και καταθέτοντας προτάσεις.

Σύμφωνα με αυτές τις προτάσεις ο στόχος πρέπει να είναι διττός, δηλαδή και η βελτίωση της κατάστασης των ασφαλισμένων και η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Οργανισμού. Η πρόταση της ΔΗΜ.ΑΡ., η οποία δεν δημιουργεί ταμειακό έλλειμμα και λογιστικές απώλειες στον Οργανισμό, βασίζεται στα εξής:

• Μηχανοργάνωση ΟΑΕΕ, μείωση της γραφειοκρατίας (απλούστευση εντύπων/αιτήσεων, λειτουργία συμβούλων για θέματα ασφάλισης και συντάξεων).

• Δυνατότητα ρεαλιστικής τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και για τον Οργανισμό ρύθμισης των οφειλών τους, με κεφαλαιοποίηση (δηλαδή πάγωμα) των ληξιπρόθεσμων οφειλών και άμεση καταβολή των τρεχουσών, με παροχή δικαιώματος για ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικής κλάσης.

• Κατάργηση των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης των οφειλών μέσω του ΚΕΑΟ. Οι υπηρεσίες του ΟΑΕΕ πρέπει να προσεγγίζουν τους ασφαλισμένους ως οιονεί «ασφαλιστικοί σύμβουλοι», καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων η εισφορο-διαρροή είναι αδυναμία και όχι επιλογή.

• Διασφάλιση της πρόσβασης όλων των ασφαλισμένων του Οργανισμού στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης οφειλής τους, με άμεση θεώρηση των ατομικών ασφαλιστικών βιβλιαρίων υγείας.

• Αποποινικοποίηση των οφειλών στον ΟΑΕΕ κατ’ αναλογία με ότι ισχύει στα υπόλοιπα Ταμεία ασφάλισης ελεύθερων επαγγελματιών (επιστημονικά επαγγέλματα), δεδομένου ότι δεν πρόκειται για εργοδοτικές εισφορές.

• Διασφάλιση των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων με διεύρυνση των ορίων και επιμήκυνση των δόσεων που τίθενται ως προϋπόθεση για τη δυνατότητα συμψηφισμού ή παρακράτησης των ποσών οφειλής.

Εκτός της επερώτησης, η ΔΗΜΑΡ παρενέβη και στο θέμα της κοινωνικής προστασίας των ελεύθερων επαγγελματιών, εμπόρων και μικροβιοτεχνών καταθέτοντας τροπολογία στο Νόμο "Πρόγραμμα Διευκόλυνσης για ενήμερους δανειολήπτες και τροποποιήσεις στο ν.3869/2010" για να συμπεριληφθούν ως δικαιούχοι στις ρυθμίσεις του για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Δηλαδή να μην εξαιρεθούν για ακόμη μία φορά από μία ευνοϊκή ρύθμιση οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι έμποροι και μικροβιοτέχνες οι οποίοι συνήψαν δανειακές συμβάσεις για την κύρια κατοικία τους και οι οποίοι έχουν υποστεί κι αυτοί τις συνέπειες της κρίσης παρουσιάζοντας μείωση εισοδημάτων από το 2009 που ξεπερνάει κατά πολύ το 20% που προέβλεπε το Σχέδιο Νόμου, με αποτέλεσμα να αποτελούν πλέον μια ευπαθή κοινωνική ομάδα και σε οικογενειακό και σε επαγγελματικό επίπεδο.

Επίσης κατά τη συζήτηση του Νόμου 4224/31.12.2013 «Αναστολή των πλειστηριασμών και άλλες διατάξεις», κατατέθηκε: Τροπολογία που ζητάται, μεταξύ των άλλων, να επεκταθεί η αναστολή των πλειστηριασμών εκτός από τις οφειλές προς τις τράπεζες και στις περιπτώσεις που υπάρχουν οφειλές προς το Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Επέκταση ιδιαίτερα αναγκαία για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους εμπόρους και μικροβιοτέχνες, που όμως δεν έγινε αποδεκτή.

Ενώ σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τονίζαμε την ανάγκη ανάλογων με την πρώτη κατοικία ρυθμίσεων και για την προστασία των δανειοληπτών που συνήψαν δάνεια για τη μικρή και μοναδική επαγγελματική τους στέγη, για να εξασφαλισθεί η συνέχεια της λειτουργίας τους που αποτελεί τη μόνη πηγή εσόδων για τους μικρούς επιχειρηματίες και τις οικογένειές τους.

 

Η Εισήγηση του Γιάννη Τσαμουργκέλη

1. Ενίσχυση της ρευστότητας και μνημόνιο

Στην περίοδο της κρίσης, η ΕΚΤ, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED) η τράπεζα της Αγγλίας (ΤτΑ) και όλες εν γένει οι κεντρικές τράπεζες των χωρών που καθοδηγούν εθνικά νομίσματα αντέδρασαν με ειδικά μέτρα που στο σύνολο τους απεικονίστηκαν με αύξηση στο ενεργητικό τους υποδεικνύοντας ότι ακολούθησαν κατευθύνσεις νομισματικής πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης. Ιδιαίτερα μετά τα τέλη του 2011 όπου η ΕΚΤ υιοθέτησε το πρόγραμμα τριετούς αναχρηματοδότησης των τραπεζών (LTRO). Ωστόσο, παρά τις ομοιότητες παρέμεναν ουσιαστικές διαφορές στο τρόπο υλοποίησης αυτής της πολιτκής. Ενώ η FED και η ΤτΑ αύξησαν το ενεργητικό τους αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και ομόλογα επιχειρήσεων, η ΕΚΤ περιορίστηκε στην αύξηση των συμφωνιών επαναγοράς που κατευθύνθηκαν στις εμπορικές τράπεζες με στόχο την αποκατάσταση της διατραπεζικής αγοράς. Αυτή η πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων της διατραπεζικής και τον περιορισμό των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων όσο και τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης των κρατών από τις τράπεζες στις χώρες του νότου. Παράλληλα καταγράφηκε μείωση των θέσεων και της συνεπαγόμενης έκθεσης στους κινδύνους διακράτησης κρατικών ομολόγων στις τράπεζες των βόρειων χωρών της ΕΕ. Όμως με τον τρόπο αυτό η ρευστότητα δεν μετακυλί θηκε στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα να καταγράφονται εντελώς διαφορετικές συνθήκες χρηματοδότησης επιχειρήσεων και πολιτών στα κράτη μέλη της Ένωσης. Αντίθετα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο ΗΒ η αύξηση της ρευστότητας διοχετεύτηκε επιτυχέστερα στην πραγματική οικονομία.

Το πρόβλημα των περιορισμών ρευστότητας στην ΕΕ εντοπίστηκε κυρίως στις νότιες χώρες και ιδίως στην Ελλάδα. Το επιτόκιο για ένα υφιστάμενο δάνειο 1 εκ ευρώ στην Ελλάδα το 2013 είναι σε πραγματικούς όρους το υψηλότερο στην ΕΕ και φθάνει με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ στο 8% την ίδια στιγμή που άλλες χώρες όπως η Γερμανία η Ολανδία ή η Φιλανδία έχουν πραγματικά επιτόκια δανεισμού περί το 1% ή και αρνητικά.

Σίγουρα αυτή η ιδιαιτερότητα δεν είναι τυχαία. Αναδεικνύεται από την διάρθρωση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και από την εξειδίκευση της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στη χώρα από την ίδια τη κυβέρνηση και τις επιλογές της.

Ιδιαίτερα όσον αφορά τις συνθήκες ρευστότητας στη χώρα είναι πλέον περισσότερο από αναγκαία η λήψη μέτρων από την ΕΚΤ που θα αφορούν ειδικά στην Ελλάδα (και σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα όπως η Πορτογαλία) και θα μεριμνούν για την απελευθέρωση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Μια τέτοια ρύθμιση θα καλυπτόταν από την αύξηση των ορίων ενεχυρίασης ελληνικών τίτλων στην ΕΚΤ από τις ελληνικές τράπεζες για όσο διάστημα κρίνεται απαραίτητο για την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών στην χρηματοπιστωτική αγορά.

2. Προτάσεις επί της διάρθρωσης και λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος

2.α. Αναγκαία η λειτουργική εποπτεία των συστημικών τραπεζών

Η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών από τον εθνικό προϋπολογισμό έχει μεταβιβάσει την πλειοψηφία των μετοχών τους στην κυριότητα του δημοσίου που τις εκχώρησε στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Το ΤΧΣ λειτουργεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και εξασκεί με τη σειρά του υψηλή εποπτεία στις συστημικές τράπεζες καθώς τα μέλη του συμμετέχουν στα διοικητικά συμβούλια τους. Το γεγονός αυτό ουδόλως επαρκεί για την εποπτεία της λειτουργίας των τραπεζών στη σχέση τους με τους χρηματοδοτούμενους ή αυτούς που ζητούν χρηματοδότηση αλλά ούτε και με τους καταθέτες. Αποτέλεσμα αυτής της υψηλής εποπτείας είναι δυσχερής τραπεζική κάλυψη επιχειρήσεων που τυχόν αντιμετωπίζουν άρνηση επί αιτημάτων τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες των τραπεζών. Ακραία φαινόμενα αιφνίδιας αύξησης του κόστους του δανεισμού, άμεσης μείωσης των ορίων χρηματοδότησης και εν γένει άρνηση χρηματοδοτικής σχέσης έχει φέρει πολλές επιχειρήσεις σε αδιέξοδα, πολλές φορές άνευ επαρκούς αιτιολόγησης. Για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων στην Ιρλανδία έχει θεσπιστεί επιτροπή αναθεώρησης πιστοδοτήσεων που αναλαμβάνει να μελετά ενστάσεις χρηματοδοτούμενων επί αποφάσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων και να εισηγείται αναλόγως προς τις τραπεζικές διοικήσεις. Η επιτυχία αυτού του θεσμού οδήγησε την κυβέρνηση της Ιρλανδίας στην αύξηση των δανείων που αξιολογεί η επιτροπή στα 3 εκ ευρώ. Μια παρόμοια λειτουργική εποπτεία των συστημικών τραπεζών από το ΤΧΣ κρίνεται απαραίτητη και στην περίπτωση της Ελλάδας.

2.β. Πολλές μικρές ιδιωτικές τράπεζες

Σύγχρονη οικονομία στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΟΟΣΑ με 4 συστημικές τράπεζες, και 14 μη συστημικές (13 εκ των οποίων συνεταιριστικές) εθνικής προέλευσης αποτελεί μοναδική ιδιαιτερότητα σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο. Οι συνέπειες αυτής της διάρθρωσης στο σύνολο της οικονομίας δεν έχουν προσδιορισθεί και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη θέληση της κυβέρνησης που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών των τραπεζών να τις κατευθύνει εδραιώνοντας πρακτικές. Ωστόσο, η ιστορική όσο και σύγχρονη ολιγοπωλιακή συμπεριφορά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και η μακροχρόνια ισορροπία του σε υψηλά επιτόκια και μεγάλα περιθώρια κέρδους δεν προοιωνίζουν θετικές εξελίξεις. Βαδίζουμε σε αχαρτογράφητες περιοχές με βεβαρημένο παρελθόν, ενώ η εκτίμηση των προοπτικών βάσει αντίστοιχων περιπτώσεων από την ακαδημαϊκή έρευνα είναι εξίσου δυσοίωνη. Ειδικότερα η συγκριτική μελέτη μεταξύ τραπεζικών συστημάτων ολιγοπωλιακών (όπως το ελληνικό), και μη, έχει συμπεράνει ότι η ολιγοπωλιακή οργάνωση των χρηματοπιστωτικών αγορών οδηγεί

• σε υψηλότερο κόστος χρήματος.

• δυσχέρεια πρόσβασης σε χρηματοδότηση ιδιαίτερα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και άρα προτιμησιακή υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων και ενίσχυση της ολιγοπωλιακής δομής των επιμέρους αγορών και της οικονομίας.

• περιορισμένη λειτουργία των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού με εναρμόνιση πρακτικών μεταξύ των τραπεζών και προσπάθεια χειραγώγησης της χρηματοδοτικής και καταθετικής αγοράς.

Επιπλέον, και μόνη η ονομασία «συστημικές τράπεζες» αναδεικνύει την άμεση συσχέτιση της πορείας των τραπεζών με την εθνική οικονομία και τη δυνατότητα διάχυσης των κινδύνων που αντιμετωπίζουν στην ευρύτερη παραγωγική δραστηριότητα της χώρας. Το χειρότερο στην ελληνική περίπτωση είναι ότι με το υφιστάμενο καθεστώς όπως προσδιορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται στο ολιγοπωλιακό καθεστώς των συστημικών τραπεζών καθώς ουσιαστικά απαγορεύεται η δημιουργία ιδιωτικών τραπεζών με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας τοπικής και περιφερειακής εμβέλειας. Χαρακτηριστικά, το κανονιστικό πλαίσιο (Πράξη Διοικητή ΤτΕ 2471, 10.4.2001), επιτρέπει τη δημιουργία ιδιωτικής τράπεζας αποκλειστικά και μόνο εάν έχει συγκεντρωθεί το ποσό των 18 εκ ευρώ. Αντίθετα επιτρέπεται η δημιουργία συνεταιριστικών σχημάτων σε τοπικό εάν έχει συγκεντρωθεί το ποσό των 6 εκ ευρώ, περιφερειακό εάν έχουν συγκεντρωθεί 10 εκ ευρώ και εθνικό με 18 εκ ευρώ. Όμως η μη πρόβλεψη διαβάθμισης των ελάχιστων κεφαλαίων για ίδρυση ιδιωτικής τράπεζας τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας, δημιουργεί έμμεσα αλλά σαφή εμπόδια εισόδου, αντίκειται στον ελεύθερο ανταγωνισμό και καταλήγει στην αναπαραγωγή του στρεβλού ολιγοπωλιακού τραπεζικού συστήματος. Μόνο που η στρεβλότητα του τραπεζικού συστήματος έχει σημαντικότατες συνέπειες στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και στο πολυδιαφημιζόμενο και ζητούμενο νέο παραγωγικό μοντέλο καθώς το εγκλωβίζει στο πλαίσιο χρηματοδότησης από ένα ανέπαφο ολιγοπώλιο τραπεζών που σαφέστατα θα διεκδικήσουν τη χρηματοδότηση αντίστοιχα ολιγοπωλιακών σχημάτων σε κάθε κλάδο και επιχειρηματική αγορά. Αντίθετα, η ύπαρξη πολλών τραπεζών εξασφαλίζει όρους ανταγωνιστικής λειτουργίας και άρα φθηνότερο και πιο εύκολα προσβάσιμο χρήμα. Ιδιαίτερα όταν οι «πολλές» τράπεζες επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τις δραστηριότητες τους σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, με υγιή επιχειρηματικά κριτήρια μεγιστοποίησης των κερδών τους, δίχως πελατειακεές πολιτικές παρεμβάσεις και εξαρτήσεις – όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των συνεταιριστικών τραπεζών. Προϋπόθεση για αυτό είναι βέβαια η σωστή λειτουργία των εποπτικών αρχών. Μια τέτοια διάρθρωση πολλών τραπεζών υπό ισχυρή και ανεξάρτητη εποπτεία θα συμβάλει στην αποκέντρωση των καταθέσεων σε όλα τα τραπεζικά ιδρύματα εξισορροπώντας σε μεγάλο βαθμό και τις χρηματοδοτικές δυνατότητες τους. Το γεγονός αυτό θα περιόριζε άμεσα τον κίνδυνο της «συτημικότητας» των «συστημικών» τραπεζών και θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στη δημιουργία νέων. Επιπλέον, θα μείωνε και την δυνατότητα συσχέτισης της λειτουργίας των τραπεζών με το κράτος καθώς θα περιόριζε τη συγκέντρωση των καταθέσεων σε λίγες τράπεζες και έτσι και το κίνητρο της κυβέρνησης να προστρέχει σε αυτές για τη χρηματοδότηση του, μέσω πελατειακών πολιτικών σχέσεων με τις τραπεζικές διοικήσεις. Πολύ περισσότερο η λειτουργία πολλών μικρών και μεσαίων ιδιωτικών τραπεζών και η άμεση συσχέτιση τους με τις τοπικές δραστηριότητες και κοινωνίες, δίνει τη δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης μικρών, μικρομεσαίων και μεσαίων επιχειρήσεων με κριτήρια που επιτρέπουν την ανάληψη υψηλότερων κινδύνων, τη χρηματοδότηση καινοτομικών και νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ωστόσο με άμεση γνώση της τοπικής αγοράς και μικρότερο κίνδυνο όσον αφορά την γνώση της πραγματικής δυνατότητας του επιχειρηματικού σχήματος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις υλοποίησης του επιχειρηματικού πλάνου καινοτομίας. Το γεγονός αυτό αναμένεται να αναζωογονήσει τη μεσαία επιχειρηματικότητα, να στηρίξει και να διευρύνει τη μεσαία τάξη και κυρίως να αναζωογονήσει τις τοπικές οικονομίες. Τέλος, η διευθέτηση του κανονιστικού πλαισίου που θα επιτρέπει τη δημιουργία ιδιωτικών τοπικών και περιφερειακών τραπεζών όπου με βάση τον ανάλογο νόμο για τις συνεταιριστικές τράπεζες απαιτούνται 6 και 10 εκ ευρώ αντίστοιχα, θα αποτελέσει ένα σημαντικό κίνητρο κινητικότητας μεσαίου ύψους κεφαλαίων που θα αναζητήσουν να εκμεταλλευτούν τις αποδόσεις της επένδυσης για τη δημιουργία μιας τράπεζας. Επιπλέον, θα αναπτύξει θέσεις και ευκαιρίες απασχόλησης στο χρηματοπιστωτικό κλάδο που λόγω των επικείμενων απολύσεων και αναδιαρθρώσεων των συστημικών τραπεζών , αναμένεται να παράξει μεγάλο αριθμό ανέργων με ικανά προσόντα.

2.γ. Ενίσχυση ιδίων κεφαλαίων

Η απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις τράπεζες απαιτεί τον ανασχεδιασμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς και της εν γένει πρόσβασης των επιχειρήσεων στις αγορές για αναζήτηση ιδίων και δανεικών κεφαλαίων. Η πρόσβαση αυτή πρέπει να οργανωθεί στο πλαίσιο της αυστηρής εποπτείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και να μην αφορά αποκλειστικά επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να ενισχυθούν οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών παράλληλα με την ανάπτυξη δημόσιων φορέων επιχειρηματικών συμμετοχών σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο (πχ με τη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης), με πρωταρχικό στόχο την συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο καινοτομικών και νέων επιχειρήσεων.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=7679