Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Υπόθεση εθνικού χαρακτήρα η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους

Γιώργος, Ιωαννίδης

2014-07-08


Παρέμβαση στην εκδήλωση του «Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» με θέμα «Το εθνικό μας… χρέος στη συναίνεση»

Α. Σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους

Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους σχετίζεται με δύο βασικές παραμέτρους.

Η πρώτη αφορά την κατανομή των δαπανών εξυπηρέτησής του στο χρόνο. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το δημόσιο χρέος της χώρας είναι πέντε (5) φορές υψηλότερο από το σημερινό, αλλά ότι η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί σε 200 χρόνια. Κανείς δεν υποστήριζε ότι έχουμε πρόβλημα χρέους. Αντιθέτως, εάν το δημόσιο χρέος ήταν μόλις στο 20% του ΑΕΠ αλλά έληγε όλο αύριο το πρωί η στάση πληρωμών και η χρεοκοπία θα ήταν βέβαιη.

Η δεύτερη παράμετρος αφορά τις δαπάνες εξυπηρέτησης των τόκων. Στο μέτρο που οι τόκοι εξυπηρετούνται απρόσκοπτα (από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων) τα χρεολύσια μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν μέσω νέου δανεισμού, δημιουργώντας ένα άτυπο roll-over των σχετικών υποχρεώσεων.

Στο μέτρο που ικανοποιούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις και σε ένα περιβάλλον οικονομικής μεγέθυνσης (αύξησης του ΑΕΠ) δημιουργείται ένας ενάρετος κύκλος. Παλαιότερα δάνεια με υψηλότερο επιτόκιο αντικαθίστανται σταδιακά από νεότερα με χαμηλότερο επιτόκιο και στο μέτρο ενώ η αύξηση του ΑΕΠ έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού του χρέους στο ΑΕΠ.

Τα προβλήματα της ελληνικής περίπτωσης, σε σχέση με τα παραπάνω, είναι δύο.

Αφενός, από το 2020 και μετά αντιμετωπίζουμε μια τρομακτική αύξηση των δαπανών για τόκους οι οποίες από περίπου από 6 δις/έτος την περίοδο 2014-2020 εκτινάσσονται σε 11 δις το 2021, σε 24,5 δις το 2022 και σε 17,6 δις το 2023 (βλ. πίνακα). Αυτή η κατάσταση, αποτέλεσμα ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που «έβλεπε» μόνο έως το 2020, δημιουργεί ξαφνικά ένα «τείχος τόκων». Οι εκτιμήσεις για το μελλοντικό ύψος του ΑΕΠ είναι πάντα επισφαλείς, αλλά βάσει των εκτιμήσεων του ΔΝΤ τα 24,5 δις ισούνται με το 10% του ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς. Καμία οικονομία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε τέτοια υποχρέωση.

Αφετέρου, τα 6 δις/έτος που απαιτούνται για την περίοδο μέχρι το 2020 είναι εξαιρετικά πολλά. Αρκεί να θυμηθούμε την υπερπροσπάθεια και το κοινωνικό κόστος της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1 δις ευρώ προκειμένου να αντιληφθούμε ότι ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος έξι δις ευρώ επί οκτώ συναπτά έτη είναι απολύτως εξωπραγματικός.

Για τους παραπάνω λόγους, το σύνολο των διεθνών οικονομικών Ινστιτούτων και Οργανισμών, το σύνολο των οικονομολόγων που ασχολούνται με το θέμα παραδέχονται ότι το δημόσιο χρέος της χώρας με την υφιστάμενη δομή του δεν είναι βιώσιμο και απαιτείται αναδιάρθρωση. Σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν επί της παραπάνω διαπίστωσης δεν υπάρχει διαφωνία.

Πίνακας: Χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, 2013-2030 (σε δις ευρώ)

Έτος Χρεολύσια Τόκοι Σύνολο

2013 12,9 5,9 18,8

2014 24,9 6,0 30,9

2015 16,0 5,9 21,9

2016 7,1 6,0 13,1

2017 7,5 6,4 13,9

2018 4,7 6,6 11,3

2019 9,9 6,6 16,6

2020 7,1 6,4 13,4

2021 7,2 11,0 18,1

2022 8,9 24,5 33,4

2023 11,2 17,6 28,7

2024 10,9 13,6 24,5

2025 8,8 9,0 17,8

2026 8,6 8,6 17,2

2027 8,5 8,2 16,7

2028 8,1 7,8 15,8

2029 7,3 7,3 14,6

2030 7,3 6,9 14,2

Πηγή: ΟΔΔΗΧ

Β. Η επικείμενη διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους: τρεις επισημάνσεις

Βάσει των παραπάνω, το βασικό ερώτημα δεν αφορά το εάν χρειάζεται αναδιάρθρωση ή όχι, αλλά το χαρακτήρα της αναδιάρθρωσης, τα μέτρα που θα τη συνοδέψουν και τους στόχους που πρέπει να θέσει η ελληνική κυβέρνηση στην επερχόμενη διαπραγμάτευση. Ως προς αυτό θα ήθελα να κάνω τρεις επισημάνσεις:

(α) Ανεξαρτήτως του κόμματος το οποίο βρίσκεται στην κυβέρνηση και της πολιτικής που θέλει να ακολουθήσει, είναι προς το συμφέρον όλων η μεγαλύτερη δυνατή μείωση του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είτε στην κυβέρνηση είναι η Νέα Δημοκρατία είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα υφίσταται ειλικρινές ενδιαφέρον και ουσιαστικό κίνητρο για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής συμφωνίας στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους. Υπό αυτή την έννοια, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους αποτελεί υπόθεση εθνικού χαρακτήρα και η ΔΗΜΑΡ είναι πρόθυμη να στηρίξει πολιτικά τη δύσκολη αυτή κυβερνητική προσπάθεια.

(β) Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους δεν πρέπει να συνοδευτεί από νέο δάνειο διότι έτσι αναπαράγεται ο ασφυκτικός έλεγχος των δανειστών επί του περιεχομένου της ακολουθούμενης πολιτικής και αναπαράγονται οι δεσμεύσεις σε υφεσιακές πολιτικές.

(γ) Μολονότι η ουσιαστική αντιμετώπιση του χρέους μάλλον απαιτεί ονομαστική μείωση (κούρεμα), οι παρόντες διεθνείς συσχετισμοί δεν το επιτρέπουν. Συνεπώς, η επερχόμενη αναδιάρθρωση δεν θα δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα του χρέους το οποίο θα μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον, κατά πάσα πιθανότητα κατά την επόμενη δεκαετία.

Στο μέτρο που ισχύουν τα παραπάνω (αδυναμία κουρέματος & επαναδιαπραγμάτευση στο μέλλον), ο στόχος της ελληνικής κυβέρνησης πρέπει να είναι η διασφάλιση εκείνων των στοιχείων που θα βελτιώσουν τη διαπραγματευτική θέση της όποιας κυβέρνησης στο μέλλον. Αυτός ο στόχος είναι πιο σημαντικός από το μέγεθος της απόλυτης μείωσης του χρέους. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό στα αμέσως επόμενα.

Γ. Ο χαρακτήρας της αναδιάρθρωσης και η στόχευση της ελληνικής κυβέρνησης

Σε αντίθεση με το 2010-2011, όπου το κύριο πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής ήταν η αποφυγή της χρεοκοπίας (στάση πληρωμών) η οποία θα απομόνωνε την χώρα από το διεθνές οικονομικό σύστημα και θα προκαλούσε την επιστροφή στη δραχμή με προφανείς καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία, τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η οικονομική πολιτική είναι δύο. Πρώτον, πως ενεργοποιείται μια διαδικασία μεγέθυνσης επαρκούς δυναμικής (όχι 0,5%) σε μια οικονομία που διάγει τον 6ο συνεχόμενο χρόνο ύφεσης και έχει απωλέσει το ¼ του πλούτου της. Δεύτερον, πως διασφαλίζεται ότι οι κοινωνικές ανισότητες που δημιουργήθηκαν από την κρίση και από την πολιτική αντιμετώπισής της, δεν θα εδραιωθούν. Δηλαδή πως θα μειωθεί άμεσα και γρήγορα το ποσοστό ανεργίας και πως θα χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό κράτος.

Με άλλα λόγια, ως προς το ποσοτικό σκέλος ο πρώτιστος στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ που θα επιτρέψει την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων χωρίς πολιτικές λιτότητας, ενώ ως προς ποιοτικό σκέλος ο στόχος αφορά το περιεχόμενο της μεγέθυνσης (το περίφημο μοντέλο ανάπτυξης) και την κατανομή των ωφελειών της οικονομικής μεγέθυνσης στις κοινωνικές ομάδες. Αυτά είναι τα στοιχεία που θα καθορίσουν τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης σε 4-5 χρόνια. Εάν η οικονομία αναπτύσσεται δυναμικά τότε μπορείς να διεκδικήσεις καλύτερη συμφωνία. Εάν η κοινωνία σε στηρίζει τότε μπορείς να πετύχεις καλύτερη συμφωνία.

Βάσει των παραπάνω:

(α) στην παρούσα συγκυρία είναι το πιο σημαντικό η ελαχιστοποίηση των δαπανών εξυπηρέτησής του κατά τα επόμενα κρίσιμα 5 έτη. Έτσι απελευθερώνονται πολύτιμοί πόροι για την χρηματοδότηση της ανάπτυξης και της κοινωνικής πολιτικής. Αντίθετα, ο στόχος της ονομαστικής μείωσης μπορεί να μετατεθεί στο μέλλον. Με άλλα λόγια, το ενδεχόμενο «κούρεμα» θα είναι ο στόχος της επόμενης, ίσως και της μεθεπόμενης, κυβέρνησης. Να το πω με ένα ακραίο παράδειγμα: εάν έπρεπε να διαλέξουμε μεταξύ του εκμηδενισμού των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους κατά την επόμενη 5ετία με διατήρηση του ονομαστικού του ύψους ή του κουρέματος κατά 40% με διατήρηση υποχρεώσεων για τόκους 3-4 δις/έτος θα έπρεπε να διαλέξουμε το πρώτο.

(β) για πολιτικούς, ηθικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους η κοινωνία πρέπει να βιώσει άμεσα τα οφέλη από την αναδιάρθρωση του χρέους. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΔΗΜΑΡ ζητά την θεσμοθέτηση της «ρήτρας απασχόλησης», δηλαδή της νομοθετικής δέσμευσης ότι τμήμα (π.χ. 30%) των επιπλέον πόρων που θα προκύψουν λόγω της αναδιάρθρωσης θα προσανατολιστεί σε προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης και καταπολέμησης της ανεργία

(γ) Ως προς τις τεχνικές αναδιάρθρωσης του χρέους δεν έχω καμία επιφύλαξη ως προς τη δυνατότητα των οικονομολόγων να «καινοτομούν» ανακαλύπτοντας εργαλεία που εξυπηρετούν το στόχο της μείωσης των επιβαρύνσεων. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι οι οικονομολόγοι μπορούν να γίνουν εξαιρετικά μονομανείς αναφορικά με το τι μπορεί να γίνει και τι όχι. Το PSI είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Λίγους μήνες πριν το «κούρεμα» όλοι έλεγαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την οικονομία, αργότερα τα ίδια πρόσωπα υποστήριζαν ότι ήταν σωτήριο. Συνεπώς, ειδικά εκείνοι που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης πρέπει να ακούν περισσότερο και να επερωτούν τις βεβαιότητες αναφορικά με το τι είναι εφικτό και τι όχι. Αυτό ισχύει κατ’ αρχήν για την κυβέρνηση, ισχύει όμως και για την αντιπολίτευση και φυσικά και για εμάς τους ίδιους.

Τέλος, υπάρχουν και ορισμένα ζητήματα που μας αφορούν όχι ως λήπτες βοήθειας αλλά ως μέλη της ευρωζώνης.

(δ) Απαιτείται η στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την εφαρμογή του Ενισχυμένου Συμφώνου Σταθερότητας προκειμένου ο στόχος της δημοσιονομικής σταθερότητας να μην αντιστρατεύεται τους στόχους της ανάπτυξης και της καταπολέμησης της ανεργίας.

(ε) Υπάρχει ανάγκη να ενεργοποιηθεί μια διαδικασία διαλόγου αναφορικά με την ανάπτυξη κοινών εργαλείων για την διαχείριση του δημόσιου χρέους σε κοινοτικό επίπεδο (ευρω-ομόλογο, αμοιβαιοποίηση του χρέους, λειτουργία της ΕΚΤ ως δανειστή ύστατης στιγμής, παρέμβαση της ΕΚΤ στην πρωτογενή αγορά ομολόγων κλπ). Σε αυτή την κατεύθυνση ζητάμε από την κυβέρνηση να στηρίξει στις σχετικές προτάσεις.

Αυτά βέβαια, σημαίνουν την απομάκρυνση από τις ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος εις όφελος μιας περισσότερο «χαλαρής» προσέγγισης βάσει της οποίας η δημοσιονομική ισορροπία είναι το αποτέλεσμα της μεγέθυνσης και όχι η αιτία. Σε αυτό το τελευταίο γνωρίζω ότι διαφωνούμε. Μπορεί όμως να υπάρξει σύγκλιση στην διαπίστωση ότι το πρόβλημα δεν είναι το χρέος perse αλλά η φυσιογνωμία της οικονομικής πολιτικής.


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=7896