ΕΕ-ΕΚΤ: Σε κρίση η πολιτική για την κρίση.

Γιάννης, Τσαμουργκέλης

2014-09-08


Η ΕΕ βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η χρονική διάρκεια της κρίσης όσο και το βάθος έχουν υπερβεί τις κοινωνικές αντοχές σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Παράλληλα, οι χώρες του κέντρου βρίσκονται ήδη στο πλέγμα της στασιμότητας. Η οριακά θετική αύξηση των τιμών που παρατηρείται στην ευρωζώνη με δεδομένη την αύξηση των φόρων λόγω δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και την αύξηση των τιμών της ενέργειας, εγείρει εύλογα το φόβο του γενικευμένου αποπληθωρισμού και πιο συγκεκριμένα του στασιμο-αποπληθωρισμού. Ένα πλαίσιο οικονομικής λειτουργίας με μειώσεις τιμών λόγω μειούμενης ζήτησης, και υψηλής ανεργίας λόγω της περιστολής των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η πολιτική της ΕΕ για την υπέρβασης της κρίσης αποδεικνύεται πλήρως ατυχής τόσο στις βραχυχρόνιες όσο και στις μακροχρόνιες επιπτώσεις της.

Η ανάπτυξη… όταν θα έρθει… θα είναι ιδιαίτερα καθυστερημένη, εστιασμένη σε υποκλάδους και περιοχές και συνυφασμένη με σχεδόν πλήρη κοινωνική αποδιάρθρωση. Επιπλέον, παρά την τραπεζοκεντρική πολιτική υπέρβαση της κρίσης, οι τράπεζες θα συνεχίζουν να απαιτούν κεφάλαια για την ενίσχυση της επάρκειας τους. Οι διαρθρωτικές προσαρμογές έχουν προχωρήσει σε μικρότερο βαθμό από τον αναμενόμενο εξαιτίας των κοινωνικών αντιδράσεων. Οι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών – μελών παραμένουν εάν δεν διευρύνονται.

Η αναποτελεσματικότητα της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής που εκπορεύεται από το ηγετικό σώμα πολιτικών και τεχνοκρατών και θεσμούς με εξουσίες που τους ανατέθηκαν από κυβερνητικές συμμαχίες περασμένων δεκαετιών, μη αντικριζόμενες στους σύγχρονους πολιτικούς συσχετισμούς, τροφοδοτούν τη δημοκρατική απονομιμοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και τον ευρωσκεπτικισμό.

Η πολιτική της ΕΕ

Ωστόσο η ευρωζώνη ακολουθεί σθεναρά το μονεταριστικής προσέγγισης μακροοικονομικό υπόδειγμα της «νέας συναίνεσης» (new consensus macroeconomics). Στο πλαίσιό του, οι οικονομίες καθοδηγούνται στο βραχυχρόνιο ορίζοντα μέσω της νομισματικής πολιτικής των «ανεξάρτητων» κεντρικών τραπεζών αποκλειστικά μέσω κατάλληλης προσαρμογής των «βασικών» επιτοκίων με στόχο πληθωρισμού 2%. Με δεδομένη τη συστοιχία των βασικών επιτοκίων, οι εμπορικές τράπεζες αποφασίζουν για το βαθμό ανταπόκρισης τους στη ζήτηση χρηματοδότησης από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και προσδιορίζουν το επίπεδο προσφοράς χρήματος. Υπό το πλαίσιο της «νέας συναίνεσης» η παρεμβατικότητα της δημοσιονομικής πολιτική εξουδετερώνεται κανονιστικά (βλέπε όροι Μααστριχτ), και ο ρόλος των κυβερνήσεων περιορίζεται αποκλειστικά στις διαρθρωτικές προσαρμογές που βελτιώνουν μακροπρόθεσμα τις παραγωγικές δυνατότητες των εθνικών οικονομιών.

Η πολιτική της ΕΚΤ στην κρίση

Εμπνευσμένος από τη «νέα συναίνεση», ο συντονισμός της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ όλο αυτό το διάστημα κατάφερε αποκλειστικά τη στήριξη και σχετική εξυγίανση των ισολογισμών των συστημικών τραπεζών. Όπως και οι άλλες μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες (FED στις ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας), προχώρησε σε αύξηση του ενεργητικού της αλλά με βασικό συστατικό τις συμφωνίες επαναγοράς ενέγγυων τίτλων των τραπεζών βραχυχρόνιας και μακροχρόνιας διάρκειας. Αντίθετα οι άλλες κεντρικές τράπεζες (FED Τράπεζα της Αγγλίας), επέλεξαν ως βασικό συστατικό αυτής της αύξησης την αγορά τίτλων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Η διαφορά των δύο αυτών επιλογών ήταν τεράστια. Η επιλογή της αγοράς τίτλων διοχέτευσε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, αύξησε απευθείας την προσφορά χρήματος ανεξαρτήτως των προθέσεων των εμπορικών τραπεζών, τροφοδότησε τις οικονομικές δραστηριότητες με φθηνό χρήμα και περιόρισε την ανεργία, με το κόστος βραχυχρόνιων πληθωριστικών πιέσεων που αντιμετωπίστηκαν μεσοπρόθεσμα. Από την άλλη, η επιλογή της χρηματοδότησης μέσω συμφωνιών επαναγοράς δεν διοχέτευσε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία αλλά στις τράπεζες και τους ισολογισμούς τους. Ο πληθωρισμός περιορίστηκε κάτω του 2%, όπως και η οικονομική δραστηριότητα σε όλη την ευρωζώνη, και η ανεργία εξοβελίστηκε.

Την ίδια στιγμή παρουσιάστηκε το φαινόμενο η εντός των χρονικών ορίων επαναγοράς χρηματοδότηση της ΕΚΤ προς τις τράπεζες να επανακατατίθεται από τις τελευταίες και πάλι στην Κεντρική Τράπεζα. Η ρευστότητα παρέμενε και παραμένει εγκλωβισμένη στο τραπεζικό σύστημα. Ενόψει αυτού του αδιεξόδου και του φόβου του γενικευμένου στασιμο-αποπληθωρισμού ο Πρόεδρος της ΕΚΤ κος Ντράγκι μείωσε το βασικό επιτόκιο δύο αλλεπάλληλες φορές έως το 0,05%. Παράλληλα, όρισε αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις των τραπεζών στην ΕΚΤ, ως κίνητρο για τον αναπροσανατολισμό της χρηματοδότησης που λαμβάνουν σε αύξηση της προσφοράς δανείων προς την πραγματική οικονομία. Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι η χρηματοδότηση των τραπεζών στο πλαίσιο του προγράμματος επαναγοράς θα γίνεται με στοχευμένα προγράμματα για τη δανειοδότηση επιλεγμένων κλάδων και επιχειρήσεων. Τέλος, με πλειοψηφία κέρδισε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ώστε η ΕΚΤ να αγοράζει τίτλους του ιδιωτικού τομέα. Παρά το περιορισμένο συνολικό μέγεθος των τίτλων αυτών η συγκεκριμένη απόφαση δίνει το μήνυμα της πρόθεσης της ΕΚΤ να προβεί σε κινήσεις ποσοτικής χαλάρωσης κατά τα πρότυπα των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Μήνυμα πρόθεσης που ενίσχυσε με δηλώσεις στην ίδια κατεύθυνση στη συνέντευξη τύπου ανακοίνωσης των μέτρων.

Οι προσδοκίες κάνουν τη διαφορά

Οι δηλώσεις και οι ενδείξεις της πρόθεσης για την ποσοτική χαλάρωση δημιούργησαν ευλόγως ανάλογες προσδοκίες. Ήταν οι προσδοκίες ποσοτικής χαλάρωσης που επέδρασαν στη θετική αντίδραση των αγορών των μετοχών και των ομολόγων και όχι αυτές καθαυτές οι πραγματικές παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν, εξαντλώντας ουσιαστικά το πλαίσιο της ήδη δοκιμασμένης και ελάχιστα επιτυχημένης πολιτικής της ΕΚΤ. Εξάλλου ακόμα και εάν τα λοίσθια αυτά μέτρα καταγράψουν επιτέλους την πολυπόθητη διάχυση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία αυξάνοντας τη χρηματοδότηση της, ο αναμενόμενος χρονικός ορίζοντας του ενός και πλέον έτους για την καταγραφή των θετικών επιπτώσεων στην πράξη, έχει εκ προοιμίου συγκρουσθεί με τα όρια των κοινωνικών αντοχών.

Αλλαγή πολιτικής τώρα!

Σε οποιαδήποτε περίπτωση η πρόσφατη προσαρμογή της πολιτικής της ΕΚΤ δεν είναι ποσοτική χαλάρωση. Και εάν είναι να γίνει τέτοια, θα έχει προηγηθεί η πλήρης αποτυχία με τη γενίκευση των τάσεων αποπληθωρισμού και ύφεσης που θα εξαναγκάσει τη Γερμανία σε πολιτικά βουβή μειοψηφική διαφωνία στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, ή την καταστατική αλλαγή της Κεντρικής Τράπεζας με την ηχηρή πολιτική συμφωνία της.

Επιτέλους, οι χώρες της ΕΕ χρειάζονται ρευστότητα και μάλιστα με όρους που να ανταποκρίνονται στις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε μία από αυτές. Δεν είναι δυνατό μια ενιαία νομισματική πολιτική να αποδώσει εξίσου στη Γερμανία και στην Ελλάδα εάν δεν προσαρμοστεί κατάλληλα ώστε να επιφέρει σύγκλιση των όρων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με έκδοση ευρωομολόγου υπό ένα σχήμα αμοιβαιοποίησης του χρέους και διαμόρφωση ειδικών όρων για κάθε χώρα που θα εξασφαλίζουν τη ρευστότητα της οικονομίας ανεξαρτήτως του ύψους του χρέους της κάθε μιας. Κάθε άλλη διαχείριση στο πλαίσιο της υφιστάμενης πολιτικής της ΕΚΤ που ενισχύει απλώς τους ισολογισμούς των τραπεζών και όχι τις πραγματικές οικονομίες θα προσθέτει στην κρίση της ΕΕ. Επί αυτού του πλαισίου οικονομικής πολιτικής που επιφέρει νομισματική πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, πρέπει να διαμορφωθούν ισχυροί συσχετισμοί που θα πιέσουν τη Γερμανία για την πολυπόθητη ηχηρή συμφωνία της.

Το σταυροδρόμι των προοπτικών της ΕΕ είναι όντως κρίσιμο!


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=7975&export=html