Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ξένες επενδύσεις, αλλά πώς;

Mεταβάλλονται οι εθνικές προοπτικές από τις αλλαγές σ’ όλο τον κόσμο

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2005-10-05


H βιασύνη μας, σε κάθε διεθνή εξέλιξη, να απομονώνουμε στοιχεία που άμεσα αφορούν τη χώρα μας και να τα συζητούμε μόνο για να επιβεβαιώνουμε τις προκαταλήψεις μας, συχνά μας εμποδίζει να αντιληφθούμε πώς μεταβάλλονται οι εθνικές προοπτικές από τις ευρύτερες αλλαγές που συντελούνται στον κόσμο. Έτσι, η δημοσίευση την περασμένη εβδομάδα της Παγκόσμιας Έκθεσης για τις Επενδύσεις από την UNCTAD, την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, ήταν αφορμή για να διεκτραγωδήσουμε και πάλι το χαμηλό επίπεδο των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα.

Το γεγονός ότι αυτές οι ξένες άμεσες επενδύσεις το 2004 διπλασιάσθηκαν σε 1,335 δισ. δολάρια παρακάμφθηκε, αφού και το ποσό αυτό είναι συγκριτικά χαμηλό, το μισό της Τουρκίας π.χ., όπως τόνισαν διάφοροι. Το άλλο γεγονός, ότι αυτός ο διπλασιασμός πραγματοποιήθηκε όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 συνολικά σημειωνόταν μείωση 40%, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. H μείωση αυτή εντάσσεται σε μια γενικότερη πτωτική τάση στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα τελευταία χρόνια, με τις σημαντικές εξαιρέσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Όμως στην αντίστροφη ανοδική τάση στις αναπτυσσόμενες χώρες, που επισημαίνει η έκθεση, θα έπρεπε να στρέψουμε την προσοχή μας. Ιδίως όταν εδώ συγκαταλέγονται οι νέες χώρες μέλη της E.E., και η Βουλγαρία και η Ρουμανία στη γειτονιά μας, με αξιόλογη μάλιστα συμμετοχή ελληνικών επιχειρηματικών επενδύσεων.

Αν σωρευτικά οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα είχαν φθάσει το 2004 στο 13,2% του ΑΕΠ - ποσοστό ανάλογο με της Ιταλίας αλλά πολύ χαμηλότερο από το 39% της Πορτογαλίας και το 34,9% της Ισπανίας, για να μείνουμε στον ευρωπαϊκό Νότο - οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό ανέρχονταν, σωρευτικά και πάλι, σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο 6,4% του ΑΕΠ. Τίθενται επομένως δύο ερωτήματα:

Πρώτον, πώς θα αξιοποιηθούν καλύτερα αμοιβαία οι ελληνικές επιχειρηματικές επενδύσεις στο εξωτερικό. Ένα πρώτο ζητούμενο είναι τις οδυνηρές απώλειες θέσεων εργασίας, που συνεπάγονται οι αναπότρεπτες μετεγκαταστάσεις παραγωγικών μονάδων σε χώρες χαμηλού κόστους, να τις υπεραντισταθμίσει η ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων: στον σχεδιασμό, την υποστήριξη, τα εμπορικά και άλλα δίκτυα υπηρεσιών, τις υποδομές.

Δεύτερον, και σπουδαιότερο, σε ποιους τομείς, πέρα από τον τραπεζικό και το λιανικό εμπόριο που κυριαρχούν σήμερα, θα επιζητηθεί η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων στη χώρα. Μόνο στον τουρισμό, όπου κυρίως είναι προσανατολισμένες οι κυβερνητικές προσπάθειες; Μια οργανωμένη συζήτηση ώστε να εντοπισθούν κλάδοι με συγκριτικά πλεονεκτήματα και να σχεδιασθούν σε εθνική και τοπική κλίμακα μέτρα αποτελεσματικά και άμεσα εφαρμόσιμα για την ανάπτυξή τους, θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ πιο παραγωγική από την ανακύκλωση γενικόλογων επικρίσεων για το προβληματικό θεσμικό περιβάλλον, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, τις υστερήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Από τη βιολογική γεωργία και μεταποίηση τροφίμων μέχρι τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχουμε κραυγαλέες περιπτώσεις πρωτοποριακών τεχνολογικά ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που ενδιαφέρθηκαν τα τελευταία χρόνια να επενδύσουν στην Ελλάδα και ακόμα περιμένουν...

Το κόστος αυτής της αποτυχίας μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο από όσο φανταζόμαστε. Διότι αυτό που προπάντων πρέπει να κρατήσουμε από τη φετινή παγκόσμια έκθεση είναι ότι στις αποφασιστικής σημασίας επενδύσεις στην καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη, το μισό από τις οποίες πραγματοποιείται από πολυεθνικές εταιρείες, διαγράφεται πλέον η ισχυρή τάση να μεταφέρονται στις αναπτυσσόμενες χώρες. Έρευνα της UNCTAD για τους πιο ελκυστικούς τόπους για τη διενέργεια τέτοιων επενδύσεων την περίοδο 2005-2009 ανέδειξε με απόσταση την Κίνα στην πρώτη θέση, στην τρίτη την Ινδία, με τις ΗΠΑ ανάμεσά τους. Οι προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης και της Αμερικής, που ώς τώρα δοκιμάζονται από τις φθηνές εισαγωγές ενδυμάτων και ανάλογων αγαθών απλής κατασκευής, προβλέπεται ώς το τέλος της δεκαετίας να κατακλυσθούν με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας της ίδιας προέλευσης. Για να αντεπεξέλθουν θα μετρήσει τι έχουν κάνει στο μεταξύ.

Το 1999 οικονομικοί, επιστημονικοί και δημόσιοι φορείς στην Ιρλανδία εντόπισαν τη βιοτεχνολογία και τις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας ως τομείς προτεραιότητας για την έρευνα και την ανάπτυξη, και αυτό αποτέλεσε κεντρική πολιτική επιλογή. Με συγκεκριμένα μέτρα ενισχύθηκε η συνεργασία επιχειρήσεων και Πανεπιστημίων στους τομείς αυτούς και σήμερα είναι σε εξέλιξη πάνω από 40 τέτοια προγράμματα, μεταξύ των οποίων ένα στο οποίο συμμετέχει η Bell, ένα δεύτερο με τη Hewlett-Packard, ενώ η Intel συνεργάζεται με τρία Πανεπιστήμια στη δημιουργία ενός κέντρου ερευνών για προσαρμοστικές νανοδομές. Στην Τσεχία, όπου καθυστέρησε μια ανάλογη πολιτική επιλογή, στη μεν αυτοκινητοβιομηχανία οι πολυεθνικές ανέπτυξαν, σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια, ένα σύστημα καινοτομίας εφάμιλλο με των πιο προηγμένων χωρών, σε άλλους κλάδους όμως, όπως στα ηλεκτρονικά π.χ., περιορίσθηκαν στην εκτέλεση παραγγελιών εις βάρος της προόδου της χώρας στην έρευνα και την ανάπτυξη. Ανοικτές αγορές, συγκριτικά χαμηλή φορολογία, χαμηλοί μισθοί και γενναιόδωρα κίνητρα δεν αποτέλεσαν αυτόματη εξασφάλιση.

Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=812