Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Εθνική Ελλάδος

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2015-06-08


Η πρώτη δουλειά του Γιώργου Καπουτζίδη που είδα ήταν το περίφημο «Στο παρά πέντε». Το είδα και το χάρηκα: εξαιρετικό σενάριο, σωστός ρυθμός, τίποτα περιττό, αφήγηση δεμένη, στρωτή και ταυτόχρονα γεμάτη ανατροπές, υπέροχη ηθοποιία, ευστοχία ακόμα και στην επιλογή ονομάτων – Θεοπούλα! Οταν λοιπόν έμαθα ότι ο δημιουργός της ετοίμασε νέα σειρά με τίτλο «Εθνική Ελλάδος», στρώθηκα μπροστά στην τηλεόραση και διαπίστωσα ότι οι αρετές αυτές παραμένουν.

Μόνο που η ατμόσφαιρα έγινε πιο σοβαρή και το φόντο έχει αλλάξει. To «Στο παρά πέντε» θα μπορούσε να μεταφυτευτεί οπουδήποτε στον κόσμο. Η «Εθνική Ελλάδος» όμως είναι η ακτινογραφία της πατρίδας μας στη συγκεκριμένη συγκυρία. Είναι η Ελλάδα της κρίσης.

Εχουν προβληθεί κι άλλες τηλεοπτικές σειρές με το ίδιο θέμα, το οποίο όμως χρησίμευσε απλώς ως αφορμή για συμβατικά «αστείες» καταστάσεις που δεν μας λένε τίποτα για το πρόβλημα. Ή, ακριβέστερα, για εμάς τους ίδιους. Αυτή την παράλειψη διορθώνει ο Γ. Καπουτζίδης στήνοντας απέναντί μας έναν καθρέφτη, στον οποίο αποφεύγουμε να κοιταχτούμε, ίσως για να διαφυλάξουμε τη συλλογική και μάλλον κολακευτική αυτοπροσωπογραφία μας. Το κάνει χωρίς εύκολες καταγγελίες ή απλουστεύσεις. Η κριτική συμβαδίζει με την αισιοδοξία και «θετικοί» ήρωες υπάρχουν.

Είναι οι τέσσερις γυναίκες της ομάδας κέρλινγκ, ο προπονητής τους (Ελληνας από τον Καναδά) και διάφοροι φίλοι τους. Τους παρουσιάζει όμως περικυκλωμένους από τη σαπίλα: τα λαμόγια που ρήμαξαν το Δημόσιο, η ανεργία, η ανθρωποφάγος τηλεόραση, η ομοφοβία και πάνω απ’ όλα ο βίαιος ρατσισμός και η σβάστικα. Οπως και στην κρίση, δεν λείπουν οι ξένοι. Οχι όμως οι κακοί που πίνουν το αίμα τού πάντα αθώου και πάντα προδομένου ελληνικού λαού, αλλά εκείνοι που κάποιοι Ελληνες εκμεταλλεύονται και εξευτελίζουν: οι μετανάστες.

Ολοι χρησιμοποιούμε τη λέξη «κρίση» για να περιγράψουμε το τι συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια, αποδίδοντάς της όμως διαφορετική σημασία ανάλογα με τις πολιτικές μας πεποιθήσεις. Μέχρι εδώ τίποτε το παράξενο ή το μεμπτό. Μέσα όμως στο κλίμα της αβαθούς σφοδρότητας που χαρακτηρίζει την πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας, τα νεοελληνικά στερεότυπα –αναφέρομαι κυρίως στο πώς σκεφτόμαστε και λιγότερο στο τι σκεφτόμαστε– αντί να αποτελέσουν επιτέλους αντικείμενο κριτικής, έγιναν πιο άκαμπτα. Για παράδειγμα, αντί να τεκμηριώνουμε ορθολογικά τις λύσεις που εμείς προτείνουμε, μιλάμε μόνο για τα λάθη των αντιπάλων μας.

Ετσι το γεγονός ότι σε πολλά πράγματα φταίνε όντως οι ξένοι που επέβαλαν τη λιτότητα, μας απαλλάσσει από κάθε ευθύνη. Δηλαδή, εφόσον φταίνε εκείνοι, εμείς είμαστε τα αθώα θύματα. Εδώ κολλάει η «Εθνική Ελλάδος». Είναι μια ένεση αυτογνωσίας που σίγουρα πονάει, αλλά χωρίς αυτή δεν θα δούμε προκοπή, δεν θα βγούμε από τα αδιέξοδα που επί δεκαετίες δημιουργούσαμε σηκώνοντας τα χεράκια μας και βγάζοντας τα ματάκια μας.

Θα μου πείτε ότι συχνά ακούγεται η φράση «δεν θα γυρίσουμε στα παλιά» κι ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε (μιλώντας στο εξωτερικό) ότι δεν φταίνε για όλα οι ξένοι. Δυστυχώς πρόκειται για κάτι που λες, όχι επειδή πραγματικά το πιστεύεις, αλλά για να ισχυριστείς μετά ότι το είπες.

Επικοινωνιακά ωστόσο σημασία έχει ο τόνος, όχι η λεπτομέρεια. ’Η, με όρους έντυπης δημοσιογραφίας, δεν μετράει το ίδιο ο πρωτοσέλιδος τίτλος και ένα μονόστηλο στη σελίδα 28. Μπορεί όμως κανείς να καταλάβει –αλλά όχι υποχρεωτικά και να δεχτεί– γιατί κάτι βαθιά μέσα μας επιβάλλει αυτό το εξωστρεφές «αντιστασιακό» πνεύμα.

Διότι αν πιστεύουμε ότι ένας είναι ο μεγάλος εχθρός, οποιαδήποτε απόχρωση, κριτική απόσταση ή αυτογνωσία υπονομεύει τη μαχητικότητα που καλούμαστε να επιδείξουμε στη σύγκρουση με το υπέρτατο Κακό. Σύμφωνα με τη μανιχαϊκή αυτή προσέγγιση, ο επώδυνος κριτικός αναστοχασμός γίνεται η πέμπτη φάλαγγα που απειλεί εκ των έσω την αγωνιστική μας ομοψυχία. Ετσι νομίζω εξηγούνται οι πρωτοφανείς σε ένταση αντιδράσεις όταν ο Θ. Πάγκαλος εκστόμισε την περιβόητη φράση «Μαζί τα φάγαμε».

Πολλοί, πάρα πολλοί, παραβλέποντας την εμφανέστατη γενίκευση και υπερβολή που μονίμως χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο, επέλεξαν να τη διαβάσουν κυριολεκτικά, για να την απορρίψουν με τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν κι εκείνοι που δεν έφαγαν. Νομίζω όμως ότι η ενόχληση που προκάλεσε η σαφώς προκλητική δήλωση του Πάγκαλου –το συνηθίζει άλλωστε– φάνηκε καθαρά στο εξής επιχείρημα: «Δεν φτάνει που μας κάνουν όσα μας κάνουν, θέλουν να μας ενοχοποιήσουν κι από πάνω!»

Κι αυτό κατανοητό μέχρι ενός σημείου. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία με τις εκλογές και την προεκλογική ρητορική, μια τάση προς τον λαϊκισμό την έχει επειδή θυμίζει δίκη που θα κριθεί από την «ετυμηγορία του κυρίαρχου λαού». Και ως γνωστόν, ο καλός συνήγορος δεν τα χώνει στους ενόρκους.

Αντίθετα, τους καλοπιάνει. Συνεπώς ας μην τα ρίχνουμε όλα στους πολιτικούς γιατί εμείς τους υπαγορεύουμε τα παραμύθια που μας λένε. Είναι όμως κρίμα απ’ τoν Θεό ο πραγματικός πόνος, που άρχισε πριν από πέντε χρόνια και δεν λέει να τελειώσει, να μη γίνει ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας λίγο πιο καθαρά, να αποκτήσουμε την αρχή τουλάχιστον της αυτογνωσίας που ουδέποτε ευδοκίμησε στη νεότερη Ελλάδα. Και η αγωνιστικότητα ας παραμείνει παράλληλη και αμείωτη.


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8515