Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

ΕΛΛΑΔΑ-ΕΥΡΩΠΗ. Το κοινό μας αύριο

Θανάσης Γιαλκέτσης:Από την επαναπολιτικοποίηση της οικονομίας εξαρτάται η επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2015-07-02


Η Ευρωπαϊκή Ένωση περνάει την πιο σοβαρή κρίση της από τον καιρό της δημιουργίας της στη δεκαετία του 1950.

Στην πραγματικότητα όλη η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης χαρακτηριζόταν από διάφορες κρίσεις που προέρχονταν τόσο από το εξωτερικό (όπως για παράδειγμα οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970) όσο και από το εσωτερικό της ίδιας της Ένωσης (είτε από τη Γαλλία του Ντε Γκολ είτε από τη Βρετανία της Θάτσερ).

Ο Ζαν Μονέ έλεγε : ¨Η Ευρώπη θα οικοδομηθεί πάνω στις κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που δίνονται σε αυτές τις κρίσεις».

Πολλοί αναλυτές και ειδικοί υπογραμμίζουν ότι οι ευρωπαϊκές κρίσεις είχαν πάντοτε και μια «θετική» πλευρά, δεδομένου ότι για την επίλυσή τους η Ε.Ε. κατόρθωνε να κάνει νέα βήματα στο δρόμο της ενίσχυσης της συνεργασίας και της ολοκλήρωσης.

Αυτή η αισιόδοξη θεώρηση του ρόλου των κρίσεων δεν πρέπει να μας παραπλανήσει σε σχέση με τις επιπτώσεις της παρούσας κρίσης στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ο κίνδυνος η παρούσα κρίση να είναι πιο βαθιά και πολύ πιο επικίνδυνη από όσο οι κρίσεις του παρελθόντος είναι μεγάλος.

Αυτό που απειλείται δεν είναι μόνον η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος αλλά και το ίδιο το μοντέλο κοινοτικής συνεργασίας που αναπτύχθηκε στις προηγούμενες δεκαετίες.

Η Ευρώπη γεννήθηκε με τη φιλοδοξία να δαμάσει τους αντίπαλους εθνικισμούς. Η σημερινή της κρίση αναζωπυρώνει αντίθετα και τροφοδοτεί εθνικιστικές τάσεις.

Στη σημερινή Ευρώπη οι ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές πηγές της διεθνικής και ενωσιακής αλληλεγγύης δεν είναι αρκετά ισχυρές ώστε να τροφοδοτούν την τάση προς μιαν αληθινά ομοσπονδιακή διακυβέρνηση.

Ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες – σε μια συνομοσπονδία η οποία ωστόσο βασιζόταν σε ισχυρούς κοινούς δεσμούς γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας των πρώτων Βρετανών εποίκων της – για να φτάσουν σε ένα ισχυρό συναίσθημα εθνικής ταυτότητας, σε μια κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μεγάλο δημόσιο προϋπολογισμός απαιτήθηκαν πρώτα ένα μεγάλο πολιτικό τραύμα – όπως εκείνο του πιο αιματηρού εμφυλίου πολέμου του 19ου αιώνα – και ένα οικονομικό τραύμα όπως η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930.

Και βέβαια χρειάστηκαν ακόμη ένας Αβραάμ Λίνκολν και ένας Φρανγκλίνος Ρούσβελτ.

Ηγέτες με παρόμοιο χάρισμα δεν φαίνονται σήμερα στον ευρωπαϊκό αλλά ούτε και στον παγκόσμιο ορίζοντα. Δεν φαίνονται στην Ευρώπη ούτε και γεγονότα με την ίδια δραματική ένταση.

Και οι ίδιοι οι πολιτικοί παράγοντες που είχαν γεννήσει και στηρίξει τον ευρωπαϊσμό του προηγούμενου αιώνα – ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ο Ψυχρός Πόλεμος και η αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση – είναι σήμερα μακρινές αναμνήσεις του παρελθόντος.

Επομένως, η μετάβαση προς μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία – αν ποτέ γίνει – πιθανότατα θα είναι ακόμη πιο αργή και ίσως λιγότερο τραυματική.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η επιτυχία της μακράς πορείας προς την ομοσπονδία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη βαθμιαία άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών της Ένωσης και από την αίσθηση ότι η Ένωση και οι κανόνες της βοηθούν στη μείωσή τους.

Οι διαφορές, όπως είναι γνωστό, αναφέρονται σε πολλές όψεις της οικονομίας, των θεσμών και της πολιτικής των χωρών – μελών, αλλά κυρίως στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και των πολιτικών συστημάτων τους.

Εδώ εντοπίζεται όμως το μεγάλο πρόβλημα της ευρωζώνης: ο τρόπος με τον οποίο η ευρωζώνη λειτουργεί σήμερα εννοεί ή εμποδίζει τη μείωση αυτών των διαφορών;

Με άλλα λόγια : οι πιο αδύναμες χώρες έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν ταχύτερα, να οικοδομήσουν μια πιο παραγωγική οικονομία, μια πιο αποτελεσματική διοίκηση;

Μόνον σε αυτή την περίπτωση, μόνον δηλαδή όταν μια πιο ισχυρή ανάπτυξη θα έχει αμβλύνει το χάσμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Ευρώπης, η μακρά πορεία προς μιαν αληθινή ομοσπονδία θα έχει σοβαρές πιθανότητες να φτάσει στον προορισμό της.

Για να δημιουργηθεί μια αληθινή ομοσπονδία δεν είναι βέβαια αναγκαίο όλα τα κράτη – μέλη να γίνουν κλώνοι της Γερμανίας, να έχουν δηλαδή τις ίδιες αναπτυξιακές δυνατότητες, εξίσου παραγωγικές οικονομίες και αποτελεσματικούς θεσμούς ικανούς να απαντούν με τον ίδιο τρόπο στις καταστάσεις κρίσης.

Αν όμως λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, αυτή η έλλειψη πρέπει να αντισταθμίζεται από την ισχυρή πολιτική επιθυμία να συμπορευόμαστε παρά τις διαφορές και να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών των διαφόρων χωρών.

Σε κάθε περίπτωση οι κανόνες της συμβίωσης θα πρέπει να έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μην εμποδίζουν την πρόοδο προς τη μεγαλύτερη σύγκλιση και ομοιογενοποίηση των διαφόρων κρατών και κυρίως ώστε να μην εμποδίζουν την ανάπτυξη των πιο αδύναμων οικονομιών. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκαν αυτοί οι κανόνες αντανακλά την έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και επιθυμίας συμπόρευσης.

Έτσι, η ευρωζώνη δεν επιβιώνει επειδή τα κράτη-μέλη της, τόσο τα πλούσια όσο και τα φτωχά, είναι ικανοποιημένα από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί. Η απόσταση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες συνεχίζει να μεγαλώνει και ο λόγος που η ευρωζώνη δεν καταρρέει είναι περισσότερο ο φόβος για τις συνέπειες μιας κατάρρευσης του ενιαίου νομίσματος και όχι η ικανοποίηση για τον τρόπο λειτουργίας της.

Ήδη από τον καιρό της δημιουργίας της η ευρωζώνη χαρακτηρίζεται από ένα διπλό κατασκευαστικό «ελάττωμα», από ένα διπλό «προπατορικό αμάρτημα».

Οι επιλογές που καθόρισαν γενικότερα τη θεσμική αρχιτεκτονική και τους προσανατολισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζονταν στην πεποίθηση ότι η δημιουργία μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και εμπορευμάτων θα είχε ευεργετικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη των κρατών – μελών.

Με άλλα λόγια, η εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας, η μείωση του κόστους της γραφειοκρατίας, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, η εξαφάνιση των αναποτελεσματικών βιομηχανιών και η μεταφορά κεφαλαίων στις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις, ο έλεγχος των δημόσιων προϋπολογισμών και η απόσυρση του κράτους από την οικονομία θα προκαλούσαν μιαν ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση. Καθήκον των κεντρικών αρχών θα ήταν κυρίως η εποπτεία του ανταγωνισμού και η προώθηση της απελευθέρωσης των αγορών.

Πρόκειται για μιαν αντίληψη που αντανακλά τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, στον βαθμό που εμπνέεται από τις ιδέες της αυτορρύθμισης των αγορών, του ελάχιστου κράτους και των ζημιών και παρενεργειών που προκαλεί η δημόσια παρέμβαση στην οικονομία.

Το δεύτερο «προπατορικό αμάρτημα» που σημάδεψε τη δημιουργία της ευρωζώνης, ήταν η υπόθεση ότι με την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια οικονομικά ομοιογενής περιοχή.

Στην πραγματικότητα πολλοί οικονομολόγοι είχαν προειδοποιήσει ότι η υπόθεση αυτή δεν θα επαληθευόταν κι ότι η υιοθέτηση του ευρώ θα γεννούσε σοβαρούς κινδύνους.

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του ευρώ, αντίθετα, οι ανισορροπίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης θα μπορούσε να έχουν θετικές συνέπειες. Η διαφορά των επιτοκίων θα ευνοούσε την κίνηση των κεφαλαίων από τις πλούσιες χώρες στις χώρες της περιφέρειας που προσέφεραν υψηλότερα επιτόκια. Αυτή η μεταφορά κεφαλαίων θα ενίσχυε την ανάπτυξη των φτωχότερων χωρών και θα μείωνε την απόσταση που τις χώριζε από τις πιο αναπτυγμένες χώρες.

Τέτοιες κινήσεις κεφαλαίων έγιναν πράγματι, αλλά δεν μεταφράστηκαν σε προσέγγιση των περιφερειακών οικονομιών προς τις οικονομίες του κέντρου, επειδή δεν γέννησαν παραγωγικές επενδύσεις ικανές να ενισχύσουν την ανάπτυξη.

Τροφοδότησαν αντίθετα μιαν αύξηση των καταναλωτικών δαπανών που ανέβαζε τεχνητά το επίπεδο υλικής ευημερίας των πολιτών, διογκώνοντας παράλληλα τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος. Η ελληνική περίπτωση είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική: επι σειρά ετών ορισμένοι τομείς του πληθυσμού απολάμβαναν ένα υπόδειγμα καταναλωτικής ευζωίας που δεν αντιστοιχούσε στις παραγωγικές επιδόσεις της οικονομίας.

Οι οικονομικές αποκλίσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης – όπως εκφράζονται από την ικανότητα κάθε χώρας να ανταγωνιστεί και να αναπτυχθεί – αυξήθηκαν αντί να μειωθούν.

Αντί να υπάρξει σύγκλιση υπήρξε απόκλιση και διαφοροποίηση.

Όσο υπήρχε οικονομική ανάπτυξη η αδυναμία του ευρώ δεν γινόταν έντονα αισθητή.

Όταν έφτασε η κρίση αποκαλύφθηκαν τα όρια του νομισματικού πειράματος και αναδείχθηκαν οι διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας και στα εμπορικά ισοζύγια χωρών με πλεονάσματα, όπως η Γερμανία και άλλων με ελλείμματα και χρέη, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα.

Πολλοί θυμήθηκαν τότε τις αντιρρήσεις και τις προειδοποιήσεις που διατύπωναν διάφοροι μελετητές για τις προοπτικές μιας νομισματικής ένωσης αποτελούμενης από τόσο διαφορετικές οικονομίες.

Οι μεγάλες ασυμμετρίες και οι διαφορές στην παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα, την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την ικανότητα διακυβέρνησης μεταξύ των διαφόρων κρατών θα καθιστούσαν εξαιρετικά προβληματική τη λειτουργία και την απόδοση του ευρωσυστήματος.

Μέσα στο κλίμα της ευφορίας που κυριαρχούσε στην παγκόσμια οικονομία, όταν πάρθηκε η απόφαση για τη δημιουργία του κοινού νομίσματος αυτές οι προειδοποιήσεις δεν εισακούστηκαν.

Μόνον λίγοι μελετητές του Κέινς και του Μίνσκι που είχαν επίγνωση της συστημικής αστάθειας του καπιταλισμού θα μπορούσαν τότε να υποθέσουν την πιθανότητα να ξεσπάσει μια παγκόσμια κρίση όπως εκείνη του 2008.

Θυμίζουμε ότι ένας από τους επιφανείς επικριτές του Ευρώ, ο Πολ Κρούγκμαν είχε γράψει «ολόκληρο το σύστημα του ευρώ σχεδιάστηκε για να αποτρέψει μιαν επανάληψη της δεκαετίας του 1970. Πράγμα που είναι κάτι χειρότερο από ανώφελο, όταν ο πραγματικός κίνδυνος είναι μια επανάληψη της δεκαετίας του 1930». Ο Κρούγκμαν έλεγε δηλαδή ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση φτιάχτηκε για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, ενώ ο αληθινός εχθρός που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι ο κίνδυνος της ύφεσης.

Παρά το ότι επικρίνει το ευρώ ο Κρούγκμαν έχει ωστόσο δηλώσει πιο πρόσφατα ότι οι συνέπειες εγκατάλειψης του κοινού νομίσματος θα ήταν μια βαθειά ύφεση που θα έπληττε όλες τις οικονομίες της ευρωζώνης.»

Η αυξανόμενη οικονομική απόκλιση πλούσιων και φτωχών χωρών αποτελεί τη μεγάλη ασθένεια της ευρωζώνης, ενώ η κρίση του χρέους αντιπροσωπεύει ένα μόνο σύμπτωμά της.

Αυτή η διάκριση μεταξύ ασθένειας και συμπτώματος έχει μεγάλη σημασία γιατί μας επιτρέπει μια κριτική ανάλυση και αξιολόγηση των προτάσεων που διατυπώνονται για την έξοδο από την κρίση. Αν πράγματι συγχέουμε την κρίση χρέους με την ασθένεια, θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε επαρκή τον αυστηρό έλεγχο των δημόσιων προϋπολογισμών για την επίλυσή της. Στην πραγματικότητα όμως ένα τέτοιο μέτρο αποδεικνύεται αναποτελεσματικό.

Το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας αποβλέπει στη θεραπεία του συμπτώματος (της κρίσης χρέους) αλλά δεν κατορθώνει να νικήσει την αληθινή ασθένεια, δηλαδή την απόκλιση και τις δραματικά άνισες αναπτυξιακές δυνατότητες οικονομιών των κράτων – μελών.

Η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων υπάρχει ήδη.

Η συναίνεση που κυριαρχεί στις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη και το Βερολίνο υπαγορεύει στις φτωχότερες και χρεωμένες χώρες αυστηρά και υφεσιακά προγράμματα δρακόντειας λιτότητας και δομικών μεταρρυθμίσεων. Μια συνταγή που παράγει τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.

Η πολιτική της μονοδιάστατης λιτότητας, που πλήττει κυρίως τους αδύναμους, τις δυνάμεις της παραγωγικής εργασίας και τις δομές του κράτους πρόνοιας, αντί να αμβλύνει επιτείνει τις ανισορροπίες και επιδεινώνει την κατάσταση και τις προοπτικές όλων. Ο φαύλος κύκλος λιτότητα ύφεση-νέα μέτρα λιτότητας οδηγεί σε ένα καταστροφικό αδιέξοδο.

Η ιδέα ότι η «επεκτατική λιτότητα» συν οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» θα οδηγήσουν σε μια θεαματική επανεκκίνηση της οικονομίας και σε μιαν ευρωζώνη όπου όλες οι χώρες θα γίνουν μικρές Γερμανίες και θα έχουν ικανοποιητικές εξαγωγικές επιδόσεις δεν επαληθεύεται.

Ο Πολ Κρούγκμαν είχε γράψει «Η γερμανική εμπειρία μπορεί να γενικευτεί αν βρούμε γρήγορα εξωγήινου2, στους οποίους θα εξάγουμε τα προϊόντα μας».

Για να απαντήσει στην κρίση η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται μια μεγάλη πολιτική στροφή. Χωρίς επανεκκίνηση της ανάπτυξης δεν μπορεί να δοθεί λύση ούτε και στην κρίση χρέους. Το ιστορικό λάθος των ευρωπαϊκών ηγετικών ελίτ ήταν η εγκατάλειψη της διαδικασίας πολιτικής ενοποίησης μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος. Ενιαία αγορά, σταθερότητα των τιμών, έλεγχος δημόσιων προϋπολογισμών και ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας δεν επαρκούν για την προώθηση της ανάπτυξης. Είναι αναγκαίο ένα ποιοτικό άλμα στην πολιτική διακυβέρνηση. Χωρίς μιαν ευρωπαϊκή στρατηγική προσανατολισμένη στη βιώσιμη ανάπτυξη, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η μαζική ανεργία.

Και χωρίς προστασία του κόσμου της εργασίας και αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη.

Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης συνέβαλε στο να αποπολιτικοποιήσει την οικονομία, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολο για τις εθνικές δημοκρατικές κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν στις εσωτερικές αναδιανεμητικές συγκρούσεις με πολιτικές εμπνεόμενες από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, τις αρχές δηλαδή με βάση την οποία θεμελιώθηκαν τα κοινωνικά κράτη που χαρακτήριζαν την Ευρώπη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφ Λέπενις υποστήριξε ότι σήμερα χρειαζόμαστε «έναν άλλον Μαρξ», ο οποίος αντί να γράψει το «Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας» θα έγραφε ένα έργο με τίτλο «Οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Κριτική της αποπολιτικοποιημένης οικονομίας». Από την επαναπολιτικοποίηση της οικονομίας λέει ο Λέπενις, εξαρτάται η επιβίωση της δημοκρατίας.

Θα προσθέταμε: εξαρτάται και η επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με την απολυτική, δηλαδή «τεχνοκρατική» διαχείριση της κρίσης βλέπουμε να συντελείται σήμερα στην Ευρώπη μια «παθητική επανάσταση» (για να το πούμε με γκραμσιανούς όρους) που δεν αλλάζει μόνο την οικονομία αλλά πλήττει τον πολιτισμό της παραγωγικής εργασίας και επομένως αλλάζει την ποιότητα της δημοκρατίας.

Οι υπερχρεωμένες χώρες υποχρεώνονται από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο να μειώσουν τα εμπορικά τους ελλείμματα και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού με περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις και στις δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση κλπ). Επιπλέον υποχρεώνονται από την «τρόικα» να ιδιωτικοποιούν τη δημόσια περιουσία τους, τα «ασημικά της οικογένειας» έναντι πινακίου φακής με αντάλλαγμα χρηματοδοτική στήριξη (μεγάλο μέρος της οποίας χρησιμεύει για την εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεων). Αυτά ονομάζονται «μεταρρυθμίσεις». Στο παρελθόν με τον όρο «μεταρρύθμιση» εννοούσαμε κυρίως μέτρα που απέβλεπαν σε μεγαλύτερη αναδιανεμητική δικαιοσύνη. Τώρα το νόημα του όρου είναι ακριβώς το αντίθετο: περικοπές δημόσιων δαπανών που πλήττουν συνήθως τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Ολόκληρη η ευρωπαϊκή ηγετική ελίτ υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις (σύμφωνα με το νέο τους νόημα) είναι αναγκαίες, επείγουσες και αναπόφευκτες ως προϋπόθεση της οικονομικής βοήθειας. Και αυτές οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται όχι με μια δημοκρατική πολιτική διαδικασία αλλά με εξωτερική πίεση και επιβολή. Δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη το ότι αυτό γέννησε ισχυρές κοινωνικές διαμαρτυρίες και ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα.

Πολλοί αναλυτές και βέβαια οι αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης υποστηρίζουν ότι από την οικονομική κρίση και από την κρίση του ευρωπαϊκού σχεδίου μπορούμε να βγούμε με μιαν άλλη πολιτική που θα περιλαμβάνει ισχυρά αναδιανεμητικά μέτρα τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αμοιβαιοποίηση του χρέους, οικονομική και φορολογική ένωση, έκδοση ευρωομολόγων κλπ.

Αυτή η στήριξη θα επέτρεπε στα υπερχρεωμένα κράτη της περιφέρειας να μειώσουν τα ελλείμματά τους και να αυξήσουν την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά τους με λιγότερο επώδυνο τρόπο.

Αυτή η μεγάλη πολιτική στροφή συναντάει ωστόσο ισχυρά εμπόδια. Οι «λαϊκιστές» του Βορρά αρνούνται την πιο γενναιόδωρη χρηματοδοτική στήριξη και την εγγύηση του χρέους των πιο αδύναμων χωρών. Μας λένε ότι στην ευρωζώνη υπάρχουν κάποιοι «ενάρετοι» και κάποιοι «αμαρτωλοί».

Αποκρύπτουν ότι η «αρετή» των πρώτων τρεφόταν από τις «αμαρτίες» των δευτέρων, ότι η υπερχρέωση των «αμαρτωλών¨τροφοδοτούσε τις εξαγωγές των λεγόμενων «ενάρετων» χωρών.

Η κοινή γνώμη ισχυρών χωρών όπως λ.χ. η Γερμανία δεν έχει κατανοήσει (και γι αυτό η ευθύνη των πολιτικών ελίτ είναι μεγάλη) ότι μέτρα όπως η αμοιβαιοποίηση του χρέους δεν συνεπάγονται μεταβιβάσεις πόρων και δεν αποτελούν αλτρουιστικές δωρεές, αλλά εκφράζουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

Αλληλεγγύη στους κόλπους μιας ένωσης σημαίνει να κάνεις όχι αυτό που είναι καλό για κάποιον άλλο, αλλά αυτό που είναι καλό για όλους, για όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης.

Αντίθετα, η παρεξήγηση που κυριαρχεί και που εμφανίζει τις δράσεις αλληλεγγύης σαν αλτρουιστικές δωρεές γεννάει συνήθως το ερώτημα: γιατί θα πρέπει να πληρώνουμε εμείς για τα χρέη των άλλων; Είναι μια κατάσταση που οι λαϊκιστές της δεξιάς την εκμεταλλεύονται για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς.

Τα σχέδια των λαϊκιστών του Βορρά τα διευκολύνουν δυστυχώς και οι δημαγωγοί του Νότου οι οποίοι τάζουν εύκολες και μαγικές λύσεις και αρνούνται ακόμη και τις πιο αναγκαίες αλλαγές καταγγέλλοντας λ.χ. κάθε μέτρο δημοσιονομικής προσαρμογής ως μέρος ενός σχεδίου αντιπαραγωγικής λιτότητας που μας επιβάλλουν οι ξένοι.

Οι δικοί μας εγχώριοι δημαγωγοί, όταν ήταν στην αντιπολίτευση,, παραγνώριζαν ή υποτιμούσαν τις πελώριες δυσκολίες και τους καταναγκασμούς που συνεπάγεται η δημοσιονομική χρεοκοπία, καλλιεργούσαν ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας και μοίραζαν ψεύτικες υποσχέσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να έχουν προετοιμαστεί στοιχειωδώς για τα δύσκολα καθήκοντα της διακυβέρνησης.

Στον ΣΥΡΙΖΑ μια εκδοχή αριστερού ριζοσπαστισμού, που συνυπήρχε με τον παλαιοκομμουνιστικό ή νεοκομμουνιστικό και κινηματικό αριστερισμό, σύνηψε μια παράδοξη και ανίερη συμμαχία με την εθνικολαϊκή αγανάκτηση. Κεφαλαιοποίησαν έτσι πολιτικά το κύμα της ογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας που τους έφερε τελικά στην εξουσία.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην κυβέρνηση, το δικό του πρόβλημα ανώμαλης μετεκλογικής προσγείωσης και προσαρμογής σε μια πιο σκληρή πραγματικότητα το μετέτρεψε σε πρόβλημα όλης της κοινωνίας και της χώρας. Απέτυχε παταγωδώς στον σχεδιασμό μιας υπεύθυνης και αποτελεσματικής διαπραγματευτικής τακτικής. Σπατάλησε γρήγορα το αρχικό πολιτικό κεφάλαιο που του έδιναν η νωπή λαϊκή εντολή και η προηγούμενη αντιμνημονιακή του δέσμευση.

Η αναζήτηση συμφωνίας με τους εταίρους έθεσε σε δοκιμασία την κομματική του συνοχή.

Ο στρατηγικός μετεωρισμός του ΣΥΡΙΖΑ και του ηγέτη του προκύπτει μοιραία από τις πελώριες αντιφάσεις και εσωτερικές διαιρέσεις που σφραγίζουν τη φυσιογνωμία αυτού του ανομοιογενούς σχηματισμού. Το δικό του πολιτικό αδιέξοδο μετατράπηκε γρήγορα σε πολιτικό αδιέξοδο της χώρας.

Το δημοψήφισμα- παρωδία είναι μια ολέθρια, τυχοδιωκτική, καταστροφική και αυτοκτονική επιλογή. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί με τρόπο ακραία διχαστικό, πολωτικό και επικίνδυνο τον εθνολαϊκιστικό μύθο της «αντίστασης στους ξένους εκβιαστές» και χαρακτηρίζει εθελόδουλους και υποταγμένους όσους διαφωνούν μαζί του και του ασκούν κριτική.

Η επιλογή της ρήξης με την Ευρώπη οδηγεί γρήγορα σε μεγάλη εθνική καταστροφή με ανυπολόγιστες επιπτώσεις. Κι ωστόσο ισχυρές τάσεις στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσαν και θεωρούν ότι αυτός πρέπει να είναι ο επιθυμητός στρατηγικός στόχος.

Με την κατάρρευση των τραπεζών, τη βύθιση της οικονομίας ακόμη πιο βαθιά στο τέλμα της ύφεσης και τη στάση πληρωμών του δημοσίου, η χώρα οδηγείται σε οικονομικό χάος.

Η στρατηγική απομόνωση της χώρας στην Ευρώπη προδιαγράφει δυσοίωνες εξελίξεις.

Για όλα αυτά δεν φταίνε μόνον οι πιέσεις και οι εκβιασμοί των δανειστών, όπως ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει και η κυβέρνηση, η οποία ακόμη και σήμερα, μπροστά στην συντελούμενη και επερχόμενη καταστροφή, δεν μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας και καλλιεργεί ψευδαισθήσεις, αν δεν ψεύδεται συνειδητά, όταν ισχυρίζεται ότι με το «όχι» στο δημοψήφισμα θα ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση.

Το δίλημμα σήμερα είναι συμφωνία ή άτακτη χρεοκοπία. Ακόμη και μια κακή κι επώδυνη συμφωνία, όπως αυτή που ήταν μέχρι πρόσφατα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι προτιμότερη από την καταστροφή που συνεπάγεται η χρεοκοπία της χώρας εντός ή εκτός ευρώ. Δίνει χρόνο και ανάσες στην οικονομία, που ήδη βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση και ίσως αφήνει κάποια περιθώρια για πιο ουσιαστικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες.

Ζούμε μια πολύ δραματική φάση της κρίσης και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο δεν δρομολογείται ένα ευρωπαϊκό New Deal και στον βαθμό που κανείς από το εξωτερικό δεν θα μας προσφέρει κάποιο γενναιόδωρο σχέδιο Μάρσαλ, δεν είναι εύκολο να βρούμε μια δημοκρατική διέξοδο από το πιεστικό δίλημμα μεταξύ οικονομικής ασφυξίας (της ασφυξίας που συντηρούν προγράμματα διάσωσης που δεν θεραπεύουν την ύφεση και τη μαζική ανεργία) και οικονομικής «καταστροφής» (της καταστροφής που προκύπτει από την αδυναμία πληρωμής του χρέους και πτώχευση). Από αυτά τα δύο κακά το πρώτο μου φαίνεται μικρότερο. Το δεύτερο θα έχει τόσο τραγικές συνέπειες ώστε μου προξενεί οδυνηρή έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχουν αυτοκαταστροφικές ηγεσίες, που δηλώνουν μάλιστα αριστερές, οι οποίες δεν το θεωρούν τόσο κακό ή και το ταυτίζουν με την έξοδο από την κρίση.

---

Η παρέμβαση του Θ.Γ. στην εκδήλωση της ΔΗΜΑΡ. ΕΛΛΑΔΑ-ΕΥΡΩΠΗ. Το κοινό μας αύριο


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8589