Βουλιάξαμε, δεν αλλάξαμε

Παύλος, Τσίμας

Τα Νέα, 2015-07-11


Ηταν αναπόφευκτο για τους Ελληνες να πληρώσουν τόσο ακριβά δίδακτρα για να μάθουν (αν έμαθαν) τους βασικούς κανόνες της προόδου;

Υπάρχουν δύο τρόποι να κρίνει κανείς την πρόταση που υπέβαλε η κυβέρνηση (την τύχη της οποίας στις εσωτερικές και διεθνείς δοκιμασίες, όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, αγνοώ).

Ο ένας είναι να μετρήσει το δημοσιονομικό της βάρος - σε φόρους, τακτικούς και έκτακτους, και σε περικοπές - και να το συγκρίνει με ό,τι περιλάμβανε το θρυλικό πια mail Χαρδούβελη ή με τη συμφωνία την οποία θα μπορούσε, θεωρητικά, η ίδια η νέα κυβέρνηση να επιτύχει στις αρχές της θητείας της. Η σύγκριση είναι, προφανώς, συντριπτική. Η νέα πρόταση ενσωματώνει ένα κόστος, βαρύ και ασήκωτο, που η ίδια η αργόσυρτη, παρελκυστική, βαρουφάκεια διαπραγμάτευση και ιδίως η ατυχέστατη έμπνευση του δημοψηφίσματος, στο τέλος του χρόνου, με τις τράπεζες κλειστές και την οικονομία ημιθανή, φόρτωσε στις πλάτες μας. Eνα κόστος αχρείαστο, αδικαιολόγητο, περιττό. Είναι τα ακριβά δίδακτρα που πληρώσαμε για να εξασφαλίσει το νέο πολιτικό προσωπικό τον αναγκαίο «πολιτικό χρόνο» που χρειαζόταν ώστε να απαλλαγεί από τις νηπιακές του αυταπάτες. Να υποστεί τη «βίαιη ωρίμασή» του. Κι ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι τα δίδακτρα έπιασαν τόπο.

Αλλά υπάρχει κι ένας δεύτερος τρόπος να δει κανείς την εξέλιξη του δράματος. Να σκεφθεί: Μπορούσαμε πράγματι να κλείσουμε με μικρότερο κόστος το προηγούμενο πρόγραμμα επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης ή στις πρώτες ημέρες της νέας; Και θα μπορούσαμε να έχουμε γλιτώσει τα νέα μέτρα, να μπούμε σε μια προληπτική γραμμή πίστωσης και να δοκιμάσουμε την τύχη μας στις αγορές, ανακτώντας την εθνική κυριαρχία επί του προϋπολογισμού μας; Και θα ήταν μετά η Ελλάδα μια «κανονική χώρα» που θα δανειζόταν «κανονικά» από τις αγορές και θα συνέχιζε «κανονικά» τη ζωή της, όπως παλιά;

Ας είμαστε ειλικρινείς. Εκείνος που είπε «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» είχε δίκιο. Αν η ελληνική περίπτωση είναι διαφορετική από των άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας που επλήγησαν από την κρίση, είναι γιατί μόνο στην Ελλάδα το πεδίο της κρίσης ήταν όχι ο ιδιωτικός αλλά ο δημόσιος δανεισμός. Μόνο στην Ελλάδα η αιτία της κρίσης ήταν το κράτος το ίδιο. Και, από την άποψη αυτή, η χρεοκοπία ορθώς διαφημίστηκε ως ευκαιρία ν’ αλλάξουμε. Ν’ αλλάξουμε το κράτος πριν απ’ όλα. Τη δομή, τη διάρθρωση, τη λειτουργία και τη συνάρθρωσή του με τις προνομιούχες συντεχνίες που απομυζούν τους πόρους του, διαστρέφοντας και αφυδατώνοντας κάθε έννοια κράτους πρόνοιας. Ν’ αλλάξουμε φορολογική διοίκηση επίσης - αφού η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που οδηγήθηκε σε χρεοκοπία και Μνημόνιο λόγω δημοσιονομικής κραιπάλης, λόγω αβυσσαλέου ανοίγματος στην ψαλίδα ανάμεσα στις δημόσιες δαπάνες και στα δημόσια έσοδα.

Τι έχει αλλάξει, λοιπόν, ύστερα από πέντε χρόνια οριζόντιων αυξήσεων στους φόρους και περικοπών στις μισθολογικές δαπάνες; Μικρές αλλαγές εδώ κι εκεί έχουν γίνει. Η Διαύγεια, για παράδειγμα, είναι μια αληθινή τομή που καθιερώθηκε και έκτοτε συστηματικά υπονομεύθηκε. Αλλά, συνολικά, η Ελλάδα βούλιαξε, φτώχυνε, απαξιώθηκε, παραιτήθηκε από τις εθνικές της φιλοδοξίες, μα δεν άλλαξε. Αναπαρήγαγε τον εαυτό της σε όλο και χαμηλότερο επίπεδο. Κι αν χρειάζεται μια απόδειξη γι’ αυτό, ένα μέτρο σύγκρισης με τους άλλους ομοιοπαθείς, το μέτρο είναι αυτό: Η Ελλάδα υπέστη τη βαρύτερη εσωτερική υποτίμηση, έχασε το 27% του εισοδήματός της, το μισθολογικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα ισοπεδώθηκε κι όμως οι εξαγωγές της δεν αυξήθηκαν, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της δεν βελτιώθηκε.

Αν λοιπόν, όσο επώδυνες κι αν είναι η αίσθηση εθνικής αποτυχίας, η υφεσιακή υποτροπή και η καθήλωση στην εποχή των Μνημονίων που φέρνουν μαζί τους οι κυβερνητικές προτάσεις, η νέα συμφωνία δώσει τον χρόνο (μια προστατευμένη από τις αγορές και την πίεσή τους τριετία) και την αναγκαία χρηματοδότηση, ώστε να προωθηθεί ένα αληθινό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να πει κανείς: χαλάλι το κόστος με το οποίο εξαγοράζουμε τον αναγκαίο χρόνο.

Μα παραμένει το ερώτημα: Διακρίνει κανείς, κρυμμένο κάπου στο πολιτικό τοπίο, ένα αυθεντικό μεταρρυθμιστικό υποκείμενο, ικανό να υλοποιήσει ένα τέτοιο σχέδιο; Ικανό, προπάντων, να δημιουργήσει την αναγκαία μεταρρυθμιστική συναίνεση;


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8621&export=html