Η μεγάλη ανευθυνότητα

Χρίστος, Αλεξόπουλος

Μεταρρύθμιση, 2015-07-12


Η περίοδος της κρίσης, η οποία πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα την ελληνική κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια και ιδιαιτέρως οι πολύ αρνητικές επιπτώσεις μετά την αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ να καταλήξει σε συμφωνία με τους δανειστές και εταίρους και την προκήρυξη δημοψηφίσματος με θέμα την πρόταση των θεσμών, η οποία πλέον δεν υπάρχει, διότι απεσύρθη, κάνουν ορατή με πολύ ανάγλυφο τρόπο την μεγάλη ανευθυνότητα αλλά και ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Η χώρα πτωχεύει και αυτό αδυνατεί να κινηθεί με βάση την εθνική ευθύνη, που του αναλογεί. Δυστυχώς δε αυτή η ευθύνη έχει ευρύτερη αναφορά και στα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα με προεξάρχον το οικονομικό. Όμως αυτή την χρονική περίοδο το βάρος των αποφάσεων, οι οποίες πρέπει να ληφθούν με στόχο την αντιμετώπιση των οδυνηρών προβλημάτων, που αποσαρθρώνουν την κοινωνία, πέφτει στο πολιτικό σύστημα. Όχι μόνο στον κυβερνητικό συνασπισμό αλλά στο σύνολο σχεδόν των κομμάτων, διότι με τις αποφάσεις τους, όταν κυβερνούσαν ή με τη στάση τους ως αντιπολίτευση, οδήγησαν τη χώρα σε απαράδεκτες συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζουν κοινωνίες, που είναι σε διαδικασία διάλυσης.

Το τραγικό και δυσοίωνο σε σχέση με το μέλλον είναι, ότι τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και το προσωπικό, που το υπηρετεί, αδυνατούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να κινηθούν με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στην δυναμική, που πρέπει να αποδεχθούν ως προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης. Συμπεριφέρονται, ως εάν μετά την αποδοκιμασία τους στις εκλογές απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη για τις αρνητικές τους υπηρεσίες στο «λαό». Όταν δε χρησιμοποιούν την έννοια Λαός, έχουν στο μυαλό τους ένα ιδεατό μόρφωμα χωρίς συγκεκριμενοποίηση, το οποίο αξιοποιείται για την νομιμοποίηση πολιτικών επιλογών, οι οποίες, υποτίθεται, προωθούν το λαϊκό συμφέρον. Ο λαϊκισμός και η χειραγώγηση σε πλήρη άνθιση, την ίδια στιγμή που οι πολίτες υφίστανται την ταπείνωση από τις επιπτώσεις μιας καταστροφικής πορείας. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κυβερνήσεις πριν από τη σημερινή, οι πολιτικές των οποίων διαμόρφωσαν μια μη παραγωγική οικονομία, ενώ παγίωσαν το πελατειακό σύστημα και συνέβαλαν στην ευδοκίμηση της διαφθοράς και όχι μόνο. Από το άλλο μέρος κατά τη διάρκεια της κρίσης προώθησαν αποτελεσματικά την επιβληθείσα δημοσιονομική προσαρμογή σε βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων, χωρίς να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της φοροδιαφυγής. Με αυτό τον τρόπο συνέβαλαν στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην φτωχοποίηση ενός πολύ μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Και όλα αυτά έγιναν στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, το οποίο επικαλούνται για να κάνουν κριτική στη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, η οποία κινείται στο ίδιο μήκος κύματος από διαφορετική ιδεοληπτική αφετηρία.

Υποτίθεται, έκανε επί πέντε μήνες σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές και εταίρους με στόχο την υπογραφή μιας συμφωνίας, επωφελούς για όλα τα μέρη. Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης διαφωνία και η οικονομική ασφυξία, η οποία προκλήθηκε από τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης, να επιβάλλει «έλεγχο κεφαλαίων», διότι τα αποθεματικά των τραπεζών είναι πλέον οριακά. Πέντε μήνες κυριαρχούσε η λογική της «δημιουργικής ασάφειας» και όταν η χρονική παράταση, την οποία είχαν συναποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση και οι δανειστές και εταίροι για την ολοκλήρωση του μνημονίου (των προηγούμενων κυβερνήσεων) εξαντλήθηκε, προκήρυξαν δημοψήφισμα με ασαφές ερώτημα και ανεπαρκή χρόνο για την ανάπτυξη δημοσίου διαλόγου με στόχο την ενημέρωση των πολιτών. Δεν ήταν όμως αυτό αρκετό. Για την ενίσχυση, υποτίθεται, της διαπραγματευτικής ισχύος της ελληνικής πλευράς αποφασίσθηκε το δημοψήφισμα για να πάρει εμμέσως ο «λαός» την ευθύνη για την αποτυχία της κυβέρνησης στην πεντάμηνη διαπραγμάτευση. Ο παραλογισμός σε πλήρη ανάπτυξη. Και για να ολοκληρωθεί αυτή η προσπάθεια για υπερψήφιση της κυβερνητικής πρότασης στο δημοψήφισμα, δεν διστάζουν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να χαρακτηρίζουν τους δανειστές και εταίρους εκβιαστές, οι οποίοι στοχεύουν στην μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία και την ελληνική αντιπολίτευση «τρόικα του εσωτερικού». Τόσο η μία πλευρά όσο και η άλλη δεν κοινοποίησαν ούτε βασίσθηκαν σε έναν σχεδιασμό για την εθνική ανασυγκρότηση, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένο και κοστολογημένο με οδικό χάρτη επίτευξης των στόχων του, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν να στηριχθούν κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, ώστε να θεωρούνται αξιόπιστοι. Τα μόνα, που περισσεύουν, είναι η ιδεοληψία ή η λογική της απλής διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας, τα οποία αποτελούν και τις αφετηρίες της πολιτικής τεκμηρίωσης.

Γι’αυτό δεν έκαναν πραγματικό και ουσιαστικό διάλογο στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης, για το «ερώτημα» του δημοψηφίσματος της 05.07.2015 και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μετά από αυτό. Τόσο στο πλαίσιο των πολιτικών μονολόγων όσο και στην διαφημιστικού χαρακτήρα επικοινωνιακή διαχείριση των θέσεων τους κυριαρχούν οι μεγαλοστομίες, η ιστορική παραχάραξη και ο διχαστικός λόγος. Γι’αυτό απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών καλλιεργώντας το φόβο. Ιδιαιτέρως το κυβερνητικό δίδυμο των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ διαπρέπει σε αυτό. Δεν αρκείται σε χαρακτηρισμούς, όπως «γερμανοτσολιάδες» και «Τσολάκογλου», για τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά υπερβαίνει τα όρια του ανεκτού σε σχέση με τους χαρακτηρισμούς των εταίρων, με τους οποίους άρχισε διαπραγμάτευση αμέσως μετά το δημοψήφισμα την Δευτέρα 06.07.2015. Είναι εκβιαστές αποικιοκράτες, και εκμεταλλεύονται τον ελληνικό λαό. Ειδάλλως πώς να ερμηνευθεί το περιεχόμενο ενός τηλεοπτικού διαφημιστικού σποτ, το οποίο ισχυρίζεται, ότι οι ευρωπαίοι «θέλουν την «ταπείνωση» και «την κατάλυση της δημοκρατίας». Η υπερβολή και η εσωστρεφής στάση δεν έχουν όρια. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας σε συγκέντρωση υπέρ του «Όχι» στο ερώτημα του δημοψηφίσματος, η οποία έγινε στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα στις 03.0.7.2015, είπε «Σας καλώ να ξαναγράψουμε ιστορικές στιγμές ανάτασης και ελευθερίας, σας καλώ την Κυριακή να πείτε ξανά ένα μεγάλο και περήφανο ΟΧΙ στα τελεσίγραφα, να γυρίσετε την πλάτη σε αυτούς που σας τρομοκρατούν και την Δευτέρα, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, να πούμε ένα απόλυτο όχι στον διχασμό». Πραγματικά αναρωτιέται κανείς, εάν συνειδητοποιείται, ότι η αποφυγή του διχασμού είναι πολύ δύσκολη, όταν η πολιτική αντιπαράθεση στοχεύει στην ενεργοποίηση του θυμικού στον πολίτη και όχι στον ορθολογισμό. Οι ομιλούντες πολιτικοί αναλαμβάνουν μια μεγάλη ευθύνη, όταν λειτουργούν με αυτό τον τρόπο. Δεν είναι όμως μόνο οι έλληνες πολίτες οι αποδέκτες του λόγου του πρωθυπουργού. Είναι και οι εταίροι, οι οποίοι ως «νέοι κατακτητές» θα εισπράξουν το «ηρωικό ΟΧΙ» των Ελλήνων. Με αυτή τη λογική δεν οικοδομείται η συνοχή της Ενωμένης Ευρώπης ούτε και διαμορφώνεται θετικό κλίμα για διόρθωση λαθών, τα οποία έχουν γίνει από την πλευρά των εταίρων. Απεναντίας λειτουργεί ενισχυτικά για τον εθνικισμό και την μη καλλιέργεια ευρωπαϊκής συνείδησης. Τέλος από την πλευρά της αντιπολίτευσης προωθείται ο φόβος για την μετά το δημοψήφισμα περίοδο σε σχέση με τις αρνητικές εξελίξεις σε ό,τι αφορά την ποιότητα ζωής και την ασφάλεια της χώρας, διότι προϋποθέτουν την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη και την Ενωμένη Ευρώπη, επειδή υπερψηφίσθηκε η πρόταση της κυβέρνησης.

Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του επιδεικνύει μια πρωτοφανή ανωριμότητα και ανευθυνότητα. Η ακραία πόλωση και η ιδεοληπτική λογική της κυβερνητικής πλευράς σε συνδυασμό με την ανυπαρξία σχεδιασμού για την εθνική ανασυγκρότηση και την αδυναμία ανάπτυξης διαλόγου διαμορφώνουν ένα αρνητικό πλαίσιο για την προοπτική της χώρας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν παίζει κανένα ρόλο σε σχέση με την διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς. Και αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, εάν λάβουμε υπόψη, ότι ο διαθέσιμος χρόνος για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και την υπογραφή συμφωνίας είναι οριακός. Επί πέντε μήνες η κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε χωρίς αποτέλεσμα και έδωσε τη χαριστική βολή με την διενέργεια δημοψηφίσματος, όταν η χώρα βρέθηκε εκτός προγράμματος. Τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής εισπράττει ο ελληνικός λαός με την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας, τον έλεγχο κεφαλαίων και τις επιπτώσεις τους στην καθημερινότητα του. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Καμμένος, παρουσία και του πρωθυπουργού δήλωσε, ότι «οι ένοπλες δυνάμεις διασφαλίζουν την σταθερότητα στο εσωτερικό». Τέτοιες δηλώσεις πραγματικά βάζουν σε σκέψεις, εάν συνδεθούν με τον διχαστικό πολιτικό λόγο και την πόλωση στην κοινωνία.

Η γενικότερη παρακμιακή κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η κοινωνία, έχει διαμορφώσει κλίμα απάθειας και αρνητικής στάσης απέναντι στην όποια προσπάθεια υπέρβασης των αρνητικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό βέβαια τροφοδοτεί την ακινησία και έλλειψη δυναμικής στα κόμματα, τα οποία ονειρεύονται «ηρωικά όχι» ή αρκούνται στην διαχείριση ή διεκδίκηση κυβερνητικής εξουσίας. Ακόμη και τώρα λαϊκίζουν τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό και δεν λένε, ότι ο λαός θα υποφέρει για αρκετά χρόνια, ενώ θα πρέπει να γίνουν βαθιές τομές στο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας.

Στο σημείο όμως που οδήγησαν τους πολίτες, ακόμη και αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι 61,31 % Όχι, δηλαδή επιδοκιμασία της κυβερνητικής στάσης και μόνο 38,69 % Ναι, το μέλλον θα φέρει ισχυρές κοινωνικές αναταράξεις, διότι θα πρέπει να γίνουν επώδυνες αλλαγές. Και αυτό το γνωρίζει τόσο η κυβερνητική πλειοψηφία, όσο και η αντιπολίτευση. Γι’αυτό και η σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από αίτημα του Πρωθυπουργού οδήγησε στην υπογραφή κοινού ανακοινωθέντος. Έχουν όλοι συμμετοχή και ευθύνη στην καταστροφική πορεία του τόπου, διότι οι περισσότεροι διαχειρίσθηκαν κυβερνητική εξουσία. Από τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου εξαιρείται μόνο το Ποτάμι.

Υποτίθεται, ότι κοινός στόχος είναι η επιδίωξη λύσης, η οποία θα διασφαλίζει 1. Την επαρκή κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, 2. Αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις με κριτήριο την δίκαιη κατανομή βαρών και προώθηση της ανάπτυξης με τις λιγότερες υφεσιακές επιπτώσεις, 3. Ισχυρό, εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ανεργίας και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και 4. Δέσμευση για την έναρξη ουσιαστικής συζήτησης σε σχέση με την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Επίσης άμεση προτεραιότητα αποτελεί η αποκατάσταση της ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οι συνθήκες όμως τώρα είναι πολύ δύσκολες και η υπογραφή συμφωνίας θα είναι πολύ δύσκολη. Μπορεί ο Υπουργός της ρήξης και της δημιουργίας ακραίων συνθηκών Γ. Βαρουφάκης να είναι παρελθόν, όμως άφησε πίσω του με την ανοχή και του πρωθυπουργού μια πολύ αρνητική κατάσταση για τη χώρα. Οι εταίροι μας στην Ενωμένη Ευρώπη έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους, διότι μέχρι τώρα υποτίθεται, ότι ήθελαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε «αποικία» και δεν δίσταζαν να «εκβιάζουν και να τρομοκρατούν» την κοινωνία σύμφωνα με την κυβέρνηση. Συμπληρωματικά σε αυτά λειτουργεί και η διακυβέρνηση της χώρας πριν από την ανάληψη της εξουσίας από ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, στο πλαίσιο της οποίας υπέγραφε μνημόνια χωρίς να πραγματοποιεί τις αναγκαίες και προβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις. Η ανευθυνότητα έχει γενικευμένη ισχύ και καλύπτει το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος.

Το πολύ αρνητικό είναι, ότι αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται στο επικοινωνιακό επίπεδο, με τη συνδρομή και του μιντιακού συστήματος, με τρόπο, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στην ευρύτερη πραγματικότητα πέρα από τα στενά όρια της ελληνικής. Διαμορφώνεται μια κοινή γνώμη, η οποία λειτουργεί με βάση τη βιωνόμενη πραγματικότητα στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας, η οποία δεν συμπορεύεται με την ευρωπαϊκή και γενικότερα διεθνή, στις οποίες η δυναμική της εξέλιξης είναι πολύ πιο γρήγορη και πυκνότερη σε προϋποθέσεις. Γι’αυτό και είναι ερμηνεύσιμη η πρακτική της εξιδανίκευσης της οικείας πραγματικότητας και της αναγωγής της σε σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των άλλων, των εταίρων, οι οποίοι είναι εκβιαστές, τρομοκράτες και πολλά άλλα. Εμείς όμως είμαστε πάνω από αυτά, ακόμη και εάν η διαφθορά έχει γίνει δομικό στοιχείο της κοινωνίας (φοροδιαφυγή, πελατειακό σύστημα, φακελάκι και πολλά άλλα). Αυτό σημαίνει όμως εσωστρέφεια και αδυναμία συμπόρευσης με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικογένεια, από την οποία ζητάμε αλληλεγγύη, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς. Πρέπει να επισημανθεί βεβαίως, ότι έχουν γίνει σημαντικά λάθη από τους εταίρους σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα.

Μόνο που αυτά δεν διορθώνονται, όταν δεν έχει προηγηθεί διαδικασία ωρίμανσης τόσο σε ευρωπαϊκό πολιτικό όσο και σε κοινωνικό (κοινωνία πολιτών) επίπεδο. Αυτό σημαίνει, ότι χρειάζεται χρόνος και εθνική συνεννόηση στις εξωτερικές και κυρίως στις ευρωπαϊκές σχέσεις της χώρας και συστηματική δουλειά, η οποία βασίζεται σε εθνικό σχεδιασμό. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται. Η ανευθυνότητα του πολιτικού συστήματος είναι μεγάλη. Δεν αποτελεί λύση, όταν το ελληνικό πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως το κυβερνητικό του τμήμα υποστασιοποιεί με διάφορους τρόπους τις επιλογές του (μη υλοποίηση συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων, αρνητικοί τακτικισμοί όπως «δημιουργική ασάφεια») ανεξάρτητα από το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον και θεωρεί, ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μπορεί να επιβιώσει η ελληνική κοινωνία (μη παραγωγική οικονομία, διαφθορά, αναχρονιστική οργάνωση της δημόσιας διοίκησης κ.λ.π.) εκτός Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό το πληρώνουμε πολύ ακριβά. Ας ελπίσουμε το τίμημα της όποιας συμφωνίας με τους εταίρους μας στην Ενωμένη Ευρώπη να ανοίγει προοπτικές στη χώρα μας.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8626&export=word