Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Τράπεζες και πιστωτές δεν θέλουν αθέτηση χρέους και αριστερές κυβερνήσεις

Κλάους, Όφε

Συνέντευξη στον Τ.Τσακίρογλου, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2015-10-05


«Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Κλάους Οφε θεωρεί ότι το σημερινό ευρωπαϊκό σύστημα υπό την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού έχει χρεοκοπήσει και γι’ αυτό απαιτείται μια μείζων θεσμική μεταρρύθμιση, με τη δημιουργία ενός Κοινοβουλίου της ευρωζώνης και τη δυνατότητα από αυτό κατάρτισης προϋπολογισμού. Ασκεί σφοδρή κριτική στην πολιτική της Γερμανίας, η οποία, όπως λέει, έχει κερδίσει πολλαπλά από την κρίση

• Στο τελευταίο σας βιβλίο μιλάτε για μια «παγιδευμένη Ευρώπη». Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της «παγίδας»;

Η «παγίδα» είναι μια μεταφορά που υπονοεί τρία πράγματα: Δεν μπορείς να κάνεις πίσω, η κατάσταση είναι αφόρητη και ο δρόμος μπροστά σου είναι κλειστός. Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά ταιριάζουν στην Ε.Ε. και, ιδιαιτέρως, στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Η επανεθνικοποίηση του νομίσματος δεν αποτελεί επιλογή.

Στις περισσότερες χώρες προτείνεται μόνο από μικρές αριστερίστικες ή δεξιές ομάδες. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν προβλέπουν καμία διαδικασία εξόδου, εκτός από εκείνη αποχώρησης συνολικά από την Ενωση. Σε καμία από τις χώρες του ευρώ δεν υφίσταται καμία νοητή πλειοψηφία που να υποστηρίζει την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.

Η κατάσταση στην «παγίδα» είναι αφόρητη, διότι οι χαμένοι του παιχνιδιού με το ευρώ οδηγούνται σε μια διαδικασία συνεχούς βυθίσματος στον αποπληθωρισμό. Και ο δρόμος μπροστά μοιάζει να είναι αποκλεισμένος από την ίδια πολιτική διχόνοια και την αναδιανεμητική σύγκρουση που έχει προκαλέσει η κρίση.

• Εχετε εκτιμήσει ότι οι σημερινές προκλήσεις για την Ε.Ε. δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω των υπαρχόντων ευρωπαϊκών θεσμών και ότι απαιτείται «μια μείζων θεσμική μεταρρύθμιση». Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στην Αριστερά υποστηρίζουν ότι αυτή η Ε.Ε. δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και ότι πρέπει να την εγκαταλείψουμε. Ποια είναι η γνώμη σας;

Είμαι απόλυτα πεισμένος ότι οι δυνάμεις στις οποίες αναφέρεστε επιδιώκουν μια ασύνετη, άγονη και, τελικά, καταστροφική στρατηγική ή, καλύτερα, μια σεχταριστική πρακτική μιας ψευδο-ριζοσπαστικής τακτικής. Γνωρίζουν καλά ότι κανενός τέτοιου είδους θεραπεία, με όλους τους κινδύνους και τους πόνους που εμπεριέχει, δεν θα υποστηριχτεί πλειοψηφικά από το εκλογικό σώμα, σε καμία από τις χώρες της ευρωζώνης.

• Η Γερμανία, η οποία κρατά σκληρή γραμμή στο ελληνικό ζήτημα, έχει κερδίσει από την κρίση στην Ελλάδα περίπου εκατό δισεκατομμύρια ευρώ, όπως έδειξε το Ινστιτούτο Λάιμπνιτς. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η γερμανική κυβέρνηση αρνείται να πληρώσει το αντίτιμο για τη διάσωση του ευρώ. Πώς το κρίνετε αυτό;

Αυτό μακράν δεν είναι το μοναδικό κέρδος της Γερμανίας από την κρίση, παρ’ ότι πρέπει να πούμε ότι τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια προκαλούν ζημιά στις αποταμιεύσεις των Γερμανών. Ομως την ίδια στιγμή καθιστούν το γερμανικό δημόσιο χρέος άκρως αντιμετωπίσιμο. Η κρίση δημιούργησε μια εισροή χρηματιστηριακών κεφαλαίων που αναζητούσαν ασφάλεια.

Και το υπερβολικό εμπορικό πλεόνασμα από το οποίο κερδίζει η Γερμανία και από το οποίο εξαρτάται η απασχόληση θα εξαερωνόταν σε μια νύχτα σε περίπτωση που το σύστημα του ευρώ κατέρρεε και, ως συνέπεια, η εξωτερική αξία ενός νέου γερμανικού μάρκου θα έφτανε στα ύψη.

Τόσο το κοινό νόμισμα όσο και η κρίση έχουν υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα γερμανικά συμφέροντα. Γι’ αυτό, άλλωστε, αναμένεται τώρα η Γερμανία, πίσω από ένα προπέτασμα καπνού που δημιουργούν οι επίσημες διακηρύξεις περί του αντιθέτου, να υποστεί το σημαντικό κόστος και τις θυσίες, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η νομισματική ζώνη. Θα τολμούσα να προβλέψω ότι μια τέτοια επιχείρηση διάσωσης, η οποία προφανώς γίνεται τόσο πιο δαπανηρή όσο περισσότερο καθυστερεί, θα συνίσταται τελικά σε μεγάλης κλίμακας μέτρα «αναδιάρθρωσης του χρέους» και αμοιβαιοποίησής του.

• Συντρέχουν αυτές οι «προϋποθέσεις» του χρέους στην ελληνική περίπτωση;

Κανένα από αυτά τα απλά σημασιολογικά χαρακτηριστικά δεν ταιριάζει στις χρηματοδοτήσεις που οι πιστωτές έχουν παράσχει αμελώς προς την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αυτό το λέει το ΔΝΤ και όλοι οι υπόλοιποι, χωρίς να το επιβεβαιώνουν ρητά, ξέρουν ότι το ΔΝΤ έχει δίκιο. Επιμένοντας να χρησιμοποιούν μια λανθασμένη ορολογία, τα κράτη-πιστωτές και οι τράπεζες υιοθετούν μια σαφώς τιμωρητική στάση: Καμία χώρα δεν θα έπρεπε να μπορεί να αθετήσει το χρέος της και, πολύ περισσότερο, να εκλέξει μια αριστερή κυβέρνηση!

Ομως μια τέτοια τιμωρητική στάση είναι πιο πολύ σχεδιασμένη για εσωτερική κατανάλωση, την ίδια ώρα που, στο παρασκήνιο, γίνεται στην πραγματικότητα ομόφωνα αποδεκτό ότι οι μαζικές και μακροπρόθεσμες μεταφορές [χρήματος] από τον πυρήνα στην περιφέρεια της Ε.Ε. είναι αναγκαίες, προκειμένου να προαγάγουν ένα (έστω περιορισμένο) μέτρο οικονομικής σύγκλισης –μια σύγκλιση η οποία για πολύ καιρό θεωρούνταν επιπόλαια ότι θα είναι το αποτέλεσμα των ενοποιημένων αγορών και της νομισματικής ένωσης. Οι αγορές, εάν αφεθούν μόνες τους, δεν ομοιογενοποιούν μια οικονομική περιοχή, αλλά τείνουν, εκτός και εάν τιθασευτούν και διορθωθούν μέσω αναδιανεμητικών παρεμβάσεων, να προκαλούν πόλωση μεταξύ των νικητών και των ηττημένων.

• Αυτό που βλέπουμε, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και στο εσωτερικό πολλών χωρών, είναι μια «μεταδημοκρατική» τάση να αναλαμβάνουν τεχνοκράτες την πολιτική εξουσία, υπό την ηγεμονία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα. Μπορούμε τελικά να φύγουμε από τη «φυλακή των αγορών»;

Ο όρος «μεταδημοκρατικός» έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ένα πολιτικό σύστημα του οποίου οι αποφάσεις και τα στρατηγικά αποτελέσματα υπαγορεύονται από διεθνείς εμπορικές και χρηματοπιστωτικές παραμέτρους που αφορούν την «ανταγωνιστικότητα», στην οποία «δεν υπάρχουν εναλλακτικές» και διέξοδος διαφυγής. Σ’ ένα μεταδημοκρατικό πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει αντιπολίτευση, δηλαδή ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, με μια αξιόπιστη προοπτική προαγωγής ενός είδους αλλαγής, η οποία να εμπνέεται από προοδευτικές ιδέες και αρχές διαφορετικές από αυτές της ανταγωνιστικότητας και της λιτότητας.

Οσον αφορά την Ε.Ε., ο παρών τρόπος τεχνοκρατικής λήψης των αποφάσεων και διοίκησης δεν είναι βιώσιμος. Οι πολίτες αντιστέκονται στην απαλλοτρίωση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Εάν ο Ντράγκι της ΕΚΤ προτείνει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών, αυτό είναι σαφώς ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εγείρεται μόνο το ερώτημα:

Ενας τέτοιος υπουργός Οικονομικών σε ποιον θα έπρεπε να λογοδοτεί και ποιος θα έπρεπε να ελέγχει τις δυνατότητες φορολόγησης, εξόδων και δανεισμού του; Εκτός εάν δημιουργήσεις ένα νομοθετικό σώμα με δικαιώματα σύνταξης προϋπολογισμού, όπως ένα Κοινοβούλιο της ευρωζώνης, η όλη ιδέα ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών παραμένει μη λειτουργική. Ωστόσο, καθώς ένα τέτοιο υπουργείο και ένας προϋπολογισμός είναι ξεκάθαρα αναγκαία, ίσως θα πρέπει να οραματιστούμε την Ε.Ε. όχι ως μεταδημοκρατική, αλλά αντίθετα ως προδημοκρατική –ως μια θεσμική διευθέτηση που βρίσκεται καθ’ οδόν να γίνει πιο αντιπροσωπευτική και η οποία χρειάζεται να προικιστεί με μια ισχυρή πηγή νομιμοποίησης.

• Για το τέλος, θα ήθελα ένα σύντομο σχόλιο για το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα.

Από την οπτική ενός συμπαθούντος, αλλά μακρινού παρατηρητή, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι γεμάτες αινιγματικές στροφές και εκπλήξεις. Το θαυμαστό επίτευγμα του κ. Τσίπρα να κερδίσει τις εκλογές παρότι εκβιάστηκε για να παραβεί τις υποσχέσεις του είναι μία απ’ αυτές. Αλλά γιατί προχώρησε στη συγκρότηση συνασπισμού με αυτόν τον παράξενο σύμμαχο, τους ΑΝ.ΕΛΛ.; Και γιατί, παρότι υπάρχει άρθρο του Συντάγματος για την «υποχρεωτικότητα» της ψήφου, υπήρξε τόσο μικρή συμμετοχή των ψηφοφόρων;

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να κάνετε τους πλούσιους πολίτες, τους εφοπλιστές και άλλους να πληρώσουν τους φόρους τους και να τους εμποδίσετε να μεταφέρουν τα λεφτά τους σε μέρη όπου μπορούν να αποφύγουν τη φορολόγηση; Γιατί αποδείχτηκε τόσο δύσκολο (ή μήπως δεν επιχειρήθηκε ποτέ στα σοβαρά;) να διαμορφωθεί μια πολιτική συμμαχία των χρεωστριών χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, έτσι ώστε η Ελλάδα να μη βρεθεί σε θέση απομόνωσης «δεκαοκτώ εναντίον ενός» στις διαπραγματεύσεις του Ιουλίου;

Ποιος είναι

Γεννημένος το 1940 στο Βερολίνο, είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και ανήκει στη δεύτερη γενιά της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης, μαθητής του Γιούργκεν Χάμπερμας. Εχει διδάξει στα Πανεπιστήμια του Μπίλενφελντ, της Βρέμης και στο ιστορικό Χούμπολτ του Βερολίνου, αλλά και στο Πρίνστον. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής στην ιδιωτική Σχολή Διακυβέρνησης Χέρτι. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Κοινωνία της εργασίας» (Νήσος, 1993).

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8838