Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Περί σεβασμού

Γιώργος, Γιαννουλόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2015-10-10


Μερικές φορές, σημασία δεν έχει μόνο τι λέμε, αλλά και πώς το λέμε. Αυτό ακριβώς σκέφτηκα όταν διάβασα τις δηλώσεις του αρχιεπίσκοπου Αθηνών με στόχο την καθόλα εύλογη πρόθεση της Σίας Αναγνωστοπούλου να εκσυγχρονίσει τη διαδικασία που ακολουθείται όταν κάποιο παιδί θέλει να εξαιρεθεί από τη διδασκαλία των θρησκευτικών.

Το ότι η Εκκλησία αντέδρασε αρνητικά ήταν αναμενόμενο. Το αντίθετο θα αποτελούσε έκπληξη.

Οπως όλες οι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων –προσπαθώ να αποφύγω τη λέξη «συντεχνίες»– βγάζουν νύχια για να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους όταν αντιληφθούν ότι απειλούνται, έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχω την αίσθηση ότι η κίνηση της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας έδωσε την ευκαιρία στην Ιερά Σύνοδο να στείλει στον ΣΥΡΙΖΑ το μήνυμα ότι τα σχέδιά του, τα οποία περιλαμβάνουν πολύ πιο σημαντικά μέτρα, π.χ. τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και πάνω απ’ όλα τον διαχωρισμό επιτέλους Εκκλησίας-κράτους, δεν θα περάσουν, γιατί στους ποικιλοτρόπως πληγέντες και αντιστεκόμενους θα προστεθούν και οι παπάδες. Κοντολογίς ήταν μια προειδοποιητική βολή.

Αν αυτό θεωρηθεί προβλέψιμο, εκείνο που ξάφνιασε ήταν ο τρόπος της αντίδρασης. Και ξάφνιασε δυσάρεστα επειδή ο νυν προκαθήμενος έχει εσκεμμένα διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του.

Αντί όμως να προβάλει συγκεκριμένες και κυρίως σοβαρές ενστάσεις κατά του μέτρου –τα περί συνταγματικά κατοχυρωμένου «ελληνοχριστιανικού» χαρακτήρα της παιδείας δεν εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία και μάλιστα θυμίζουν άλλες, ζοφερές εποχές– επέλεξε να το χαρακτηρίσει «ανοησίες» και ακόμα χειρότερα να το αποδώσει σε «κάποια κυρία».

Στις συζητήσεις περί Εκκλησίας, όλοι, ακόμα κι εκείνοι που δεν θρησκεύονται, συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι παρά τις διαφωνίες οι δύο πλευρές θα πρέπει να επιδεικνύουν προς αλλήλους τον προσήκοντα σεβασμό.

Αυτόν τον σεβασμό λοιπόν, τον οποίο η Εκκλησία δεν χάνει την ευκαιρία να μας υπενθυμίζει ότι οφείλουμε να της δείξουμε, αρνείται να τον ανταποδώσει.

Γιατί η «κάποια κυρία» έχει ονοματεπώνυμο, λέγεται Σία Αναγνωστοπούλου και είναι, πρωτίστως, υπουργός εκλεγμένης από τον ελληνικό λαό κυβέρνησης.

Οχι από την Ιερά Σύνοδο, μέλος της οποίας τυγχάνει και ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων, πάλαι ποτέ υπεύθυνος για το ελληνοχριστανικό ήθος των ανδρών της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής.

Θέλω να πω ότι αυτή η φρασεολογία, όχι μόνο προδίδει μια βαθιά περιφρόνηση για το πολίτευμα της χώρας, αλλά αρνείται έμμεσα να αποδεχθεί τη θεμελιώδη έννοια του πολίτη που αποτελεί τη δυνητική προϋπόθεση για μια σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία.

Και η οποία έννοια δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με την ιδιότητα του ελληνορθόδοξου πιστού. Αυτό κι αν είναι κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα!

Οι Ελληνες πολίτες μπορούν να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν ό,τι θέλουν.

Μπορούν να είναι από μουσουλμάνοι και βουδιστές, μέχρι άθεοι. Και κανείς δεν δικαιούται να ισχυριστεί ή να υπαινιχθεί ότι η μη συμμετοχή τους στο «ελληνορθόδοξο πλήρωμα» τους κάνει υποδεέστερους κατά κάποιο τρόπο, εφόσον τους λείπει το «χριστιανικό» από το «ελληνοχριστιανικό».

‘Η για να το πούμε αλλιώς, η έννοια του ατομικού υποκειμένου στη σύγχρονη κοινωνία δεν ορίζεται με κριτήρια θρησκευτικά, όπως ίσχυε κάποτε τον Μεσαίωνα και σήμερα στο Ιράν.

Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι πάντως, θα πρέπει να αποδώσουμε ευθύνες και στους πολιτικούς, ή μάλλον σε κάποιους πολιτικούς που έδωσαν δικαιώματα στην Εκκλησία.

Εννοώ εκείνους που συνηθίζουν να κάνουν δηλώσεις με φόντο ένα εικονοστάσι, αναφέρομαι επίσης σε διάφορα περιστατικά, όπως την επιμονή βουλευτή να καταθέσει εικόνα της Παναγίας στα πρακτικά της Βουλής και υπενθυμίζω το αίτημα του Αλέξη Τσίπρα, δεδηλωμένου άθεου, να μείνει μόνος με μια εικόνα στο Αγιον Ορος. (Τι περίμενε να συμβεί; Ή πιο κυνικά, ποιον κορόιδευε;)

Και μια αποκαλυπτική σύγκριση: στην Ιταλία, μια χώρα πολύ πιο θρησκευόμενη από την Ελλάδα, ουδέποτε είδα πολιτικό να στήνεται μπροστά σε εικόνες για να κάνει δηλώσεις στην τηλεόραση.

Φαίνεται ότι στη γαλανή πατρίδα μας κυριαρχεί ακόμη το λανσαρισμένο από τον Π. Ψωμιάδη λαϊφστάιλ, τότε που όλοι ήθελαν να τρώνε αστακομακαρονάδες και οι επώνυμοι είχαν απαραίτητο αξεσουάρ τον πνευματικό τους.

Το τι θα συμβεί τελικά με την εξαίρεση των μαθητών από τα θρησκευτικά θα το δούμε εν καιρώ.

Από τη μια μεριά, είναι προφανές ότι η προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να μην ανοίξει επιπλέον μέτωπα, τώρα που τα σκληρότατα μέτρα θα πλήξουν τους πάντες.

Από την άλλη μεριά όμως, υπάρχει και η άποψη ότι μέτρα όπως η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ή ο διαχωρισμός Εκκλησίας-κράτους δεν αφορούν τους δανειστές και συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να περάσει κάποιες μεταρρυθμίσεις σχετικά με την Εκκλησία, οι οποίες, αν ευσταθούν οι δημοσκοπήσεις, βρίσκουν σύμφωνους τους περισσότερους Ελληνες. Θα ήταν κάτι σαν ιδεολογικά ισοδύναμα.

Δύσκολη εξίσωση. Αλλά μπορείτε να φανταστείτε κάτι εύκολο που καλείται να πράξει η κυβέρνηση;


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=8852